top of page

Η τελευταία φλόγα


Η Άννα παρατηρούσε τις φλόγες των δύο κεριών να τρεμοπαίζουν, ενωμένες σαν να πάλευαν να γίνουν μία.

Η φωτιά καθρεφτιζόταν στις κόρες των ματιών της, χαρίζοντάς της μια όψη σχεδόν απόκοσμη, εξωπραγματική.

Τα σγουρά κόκκινα μαλλιά της στεφάνωναν το πρόσωπό της σαν φωτοστέφανο φτιαγμένο από φλόγες.

Και εκεί, μέσα σε αυτές τις φλόγες, καθρεφτίστηκε όλη της η ζωή. Οι εικόνες διαδέχονταν η μία την άλλη με ιλιγγιώδη ταχύτητα—σαν να μην ήταν η ίδια που τις έζησε, αλλά ένας απλός θεατής.

Ο κόσμος την προσπέρασε και μπήκε στην εκκλησία. Ξεκινούσε η ακολουθία της Ανάστασης Εκείνη παρέμεινε ακίνητη μπροστά στα δύο κεριά, μπροστά σε δύο φλόγες που προσπαθούσε πάντα να ενώσει. Γιατί αν δεν το έκανε, η μία θα εξοστράκιζε την άλλη.

Όπως τότε, επτά χρόνια πριν, όταν έσπασε ο καθρέφτης.

«Επτά χρόνια γρουσουζιά», της είχαν πει.

Μα εκείνη δεν τρόμαξε για τη γρουσουζιά. Τρόμαξε γιατί τότε την είδε για πρώτη φορά.

Τότε άκουσε πρώτη φορά τη φωνή της, που έβγαινε μέσα από το σπασμένο γυαλί.

Κι από τότε… δεν ήταν ποτέ πια μόνη.

Επτά χρόνια κράτησε ο πόνος. Επτά χρόνια έμεινε παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο όψεις του ίδιου προσώπου, του ίδιου εαυτού.

Η καρδιά της έχασε έναν χτύπο, καθώς παρατηρούσε τις φλόγες: να καταβροχθίζουν η μία την άλλη˙ να πονάνε η μία την άλλη˙ να παγιδεύουν η μία την άλλη. Όπως ακριβώς είχε παγιδευτεί κι εκείνη με την Άλλη. Την Άλλη... που δεν υπήρχε. Ή μήπως υπήρχε;

Καθώς τα κεριά έλιωναν αργά και βυθίζονταν στο χώμα, σαν να τα κατάπινε κινούμενη άμμος.

«Δεσποινίς Βρόντου», ακούστηκε μια αντρική φωνή πίσω από την πλάτη της. Γούρλωσε τα μάτια και κράτησε την αναπνοή της. «Πρέπει να έρθετε μαζί μου».

Δίχως να γυρίσει να κοιτάξει, όρμησε μέσα στην εκκλησία και αναμίχθηκε με το πλήθος. Δεν τον άκουσε, μα ήταν σίγουρη πως την ακολουθούσε. Επρεπε να ξεφύγει. Έπρεπε να...

Το βλέμμα της έπεσε στις εικόνες των Αγίων. Έμοιαζαν θυμωμένοι μαζί της... Έμοιαζαν... Θυμήθηκε τον άντρα που την κυνηγούσε.

Έτρεξε προς την πλαϊνή έξοδο. Τα πρόσωπα γύρω της φάνταζαν αλλόκοτα. Παραμορφωμένα. Τερατόμορφα. Τα μάτια τους αιμορραγούσαν.

Τα χέρια τους είχαν μακριά γαμψά νύχια που της ξέσκιζαν τη σάρκα καθώς προσπαθούσε να περάσει ανάμεσά τους.

Ξέφυγε.

Βγήκε έξω.

Είχε νυχτώσει για τα καλά. Πήρε βαθιές ανάσες από τον δροσερό ανοιξιάτικο αέρα και άρχισε να τρέχει.

Οι ψαλμωδίες έμοιαζαν μακρινές, αλλόκοτες.

Ο άντρας φώναζε το όνομά της. Τα βήματά του την πλησίαζαν. Οι φωνές του καλύπτονταν από τα ουρλιαχτά των τεράτων στο μυαλό της. Τα βλέμματα των Αγίων την στοίχειωναν.

Οι πληγές αιμορραγούσαν.

Γονάτισε στο έδαφος και πίεσε το κεφάλι με τα χέρια της.

Δεν την ένοιαζε αν την πλησίαζε.

Εκείνο που την ένοιαζε, ήταν πως μόλις είχε διαπιστώσει πως δεν είχε απαλλαγεί από

Αυτήν και δεν θα γλίτωνε ποτέ.

Όσο κι αν νόμιζε πως την είχε αφήσει πίσω, πως είχε καεί στη φωτιά που άναψε στο σπίτι τους πρωτύτερα, τώρα την άκουγε ξανά να ουρλιάζει στο μυαλό της: να της δίνει εντολές˙ να την καθοδηγεί.

Και τότε, για πρώτη φορά, κατάλαβε πως υπήρχε μόνο ένας τρόπος να λυτρωθεί

Το ψέμα έσβηνε. Η αλήθεια στεκόταν πλέον γυμνή μπροστά της.

Με δάκρυα να αυλακώνουν το πρόσωπό της, γύρισε και αντίκρισε τον άντρα που την καταδίωκε. Έβγαλε από την τσέπη της ένα κομμάτι σπασμένου καθρέφτη. Κοίταξε το είδωλό της για μια τελευταία φορά και το κράτησε πάνω στον αριστερό της καρπό. Εκείνος σταμάτησε.

«Δεν είναι ψευδαίσθηση! Ζει μέσα μου! Με απειλεί! Δεν με αφήνει!» φώναξε σπαρακτικά.

«Κανείς δεν σε κρατάει, Άννα», προσπάθησε να τη συνεφέρει.

Εκείνη άρχισε να τρέμει

«Αν τη σκοτώσω… η φλόγα της θα σβήσει;»

«Μην...» πήγε να της πει, μα εκείνη είχε ήδη χαράξει τις φλέβες της.

Και καθώς το αίμα κυλούσε, ένιωσε όλο το δηλητήριο να χύνεται στο έδαφος, τη στιγμή που τα πυροτεχνήματα έσκιζαν τον σκοτεινό ουρανό, σηματοδοτώντας την Ανάσταση του Θεανθρώπου˙ σηματοδοτώντας, ίσως, τη δική της Ανάσταση.

 

***

 

Λίγες ημέρες αργότερα...

Η Άννα καθόταν στο πάτωμα με την πλάτη κολλημένη στο τοίχο. Ο αριστερός καρπός της ήταν τυλιγμένος με γάζες. Λίκνιζε γρήγορα το σώμα της μπρος πίσω και πίεζε δυνατά τους κροτάφους της και λες και προσπαθούσε να φιμώσει την κραυγή που απειλούσε να ξεσπάσει. Η φωνή μέσα στο μυαλό της είχε δυναμώσει.

«Πάντα θα είμαι εδώ, Άννα… Εγώ είμαι η τιμωρία σου».

Πίεσε πιο δυνατά. Ήθελε να τη βγάλει από μέσα της.

Και τότε, οι εικόνες ξεδιάλυναν. Οι αναμνήσεις επέστρεψαν.

 

Ήταν έντεκα χρονών.

Η δίδυμη αδερφή της την κορόιδευε, όπως έκανε πάντα. Όχι μπροστά στους άλλους — μόνο όταν ήταν μόνες.

«Η μαμά σε αγαπάει λιγότερο. Γιατί είσαι σαν μια χαλασμένη κούκλα. Ενώ εγώ, είμαι τέλεια».

Και τότε, η Άννα δεν άντεξε.

Την έσπρωξε με όλη της τη δύναμη. Η σκάλα ήταν πίσω της. Η κραυγή της δεν κράτησε ούτε δευτερόλεπτο.

Ο ήχος του σπασμένου κρανίου της, μπλέχτηκε με τον θόρυβο του καθρέφτη που θρυμματίστηκε καθώς βρισκόταν στη βάση της σκάλας. Και έμεινε για πάντα καρφωμένος στο μυαλό της.

Η Άννα δεν μίλησε ποτέ. Είπε πως ήταν ατύχημα. Όμως το μυαλό της αρνήθηκε να το δεχτεί. Έπλασε την αδερφή της ξανά. Πρώτα σαν σκιά, μετά σαν φωνή, κι έπειτα… σαν δεύτερο εαυτό.

Μα ήταν όλα ψέματα — τα δικά της ψέματα, για να εξηγήσει τον πόνο, το κενό, τη φωνή μέσα στο κεφάλι της.

Ήταν πιο εύκολο να πιστεύει πως ήταν δύο. Πως δεν έφταιγε.

 

Κι άλλες αναμνήσεις την κατέκλυσαν πιο επιθετικές αυτή τη φορά.

 

«Πάλι ζωγράφισε τα μάτια της μαύρα», είχε πει η μητέρα της κοιτώντας το σχέδιο της κόρης της. Απεικόνιζε δυο πανομοιότυπα κορίτσια: το ένα με γκρίζα μάτια, το άλλο, με κατάμαυρα. «Άννα… γιατί της βάζεις πάντα μαύρο;»

Η Άννα χαμήλωσε το βλέμμα.

«Για να μην με βλέπει τη νύχτα», μουρμούρισε.

 

Η φωνή μέσα της την ανάγκαζε να κάνει φρικτά πράγματα: τα καψόνια στο σχολείο, το δηλητήριο στις γάτες της γειτονιάς, η παγίδα με τα αγκάθια για τα περιστέρια, η ζημιά στο αναπηρικό αμαξίδιο της γιαγιάς, όταν κατάλαβε πως η γυναίκα ήξερε και ετοιμαζόταν να μιλήσει. Θυμόταν ακόμα το αίμα που κύλησε από το κεφάλι της γιαγιάς όταν έπεσε το αμαξίδιο.

 

Πίσω στο παρόν, η Άννα εξακολουθούσε να λικνίζει το σώμα της μπρος πίσω.

Δεν υπήρχε τίποτα μέσα στο λευκό δωμάτιο στο οποίο την είχαν κλείσει που να κάνει «την Άλλη» να επιστρέψει: κανένας καθρέφτης, κανένα τζάμι -  το παράθυρό της είχε κάγκελα και χοντρή σίτα, κανένα...

Οι σκέψεις της κόπηκαν απότομα. Με την άκρη του ματιού της, έπιασε μια κίνηση ατον απέναντι τοίχο: η σκιά της. Είχε σηκωθεί. Και της έκανε νόημα με το δάχτυλο να την πλησιάσει. Το βλέμμα της Άννας άλλαξε: έγινε ξένο, σκοτεινό. Σηκώθηκε κι εκείνη.

 

***

 

Ο ψυχίατρος Βύρων Μορέλης μελετούσε τον φάκελό της. Η Άννα έπασχε από διασχιστική διαταραχή προσωπικότητας, από την ηλικία των έντεκα ετών. Αυτό πυροδοτήθηκε από ένα τραυματικό γεγονός, καθώς ήταν παρούσα στον θάνατο της αδερφής της. Από τότε, τη φανταζόταν ζωντανή, σαν έναν φανταστικό φίλο που τη συνόδευε παντού και πάντα.

Τα χέρια του αρχισαν να τρέμουν. Είχε ξεχάσει ξανά το χάπι της καρδιάς. Δεν έδωσε σημασία. Η περίπτωση της Άννας τον είχε συνεπάρει. Το τρέμουλο σταμάτησε προσωρινά κι εκείνος σήκωσε το ακουστικό και ζήτησε να τη φέρουν στο γραφείο του.

Λίγη ώρα αργότερα, ενώ η κοπέλα καθόταν απέναντί του, ο ψυχίατρος άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε ένα κερί ρεσώ και το άναψε. Το ακούμπησε μπροστά της.

«Μπορείς να το φυσήξεις όποτε νιώσεις έτοιμη. Αν θέλεις να της πεις αντίο».

Η Άννα έσκυψε πάνω από το κερί. Η φλόγα τρεμόπαιξε.

Η φωνή μέσα της ψιθύρισε ξανά:

«Αν το σβήσεις… σβήνω κι εγώ».

Ο γιατρός την κοίταξε — και τότε, πάγωσε.

Είδε πρώτα τη φλόγα να καθρεφτίζεται στις κόρες της. Κι έπειτα...

Στο ένα της μάτι είδε το πρόσωπο της Άννας, θλιμμένο. Στο άλλο, αντίκρισε μια άλλη Άννα: με βλέμμα σκοτεινό και λοξό χαμόγελο. Η πρώτη Άννα έκλαιγε. Η άλλη γελούσε. Σαρδόνια.

Έκανε να τραβήξει το βλέμμα του, αλλά... δεν μπορούσε.

Πίσω της, στον τοίχο, η φλόγα του κεριού έριχνε δύο σκιές: η  μία κινήθηκε αυτόβουλα. Σήκωσε το χέρι της.

Ο ψυχίατρος ένιωσε τον τρόμο να τον κατακλύζει. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, ακανόνιστα. Τραβήχτηκε προς τα πίσω, αλλά ο πόνος στο στήθος τον έκοψε σαν μαχαίρι. Θυμήθηκε τα χάπια του, μα ήταν πλέον αργά.

Κατέρρευσε στο πάτωμα.

Η Άννα δεν πλησίασε. Μόνο έγειρε ελαφρά το κεφάλι της, σαν να τον παρατηρούσε.

Η φλόγα συνέχισε να καίει, φωτίζοντας το πρόσωπό της: δύο σκιές στον τοίχο˙δύο μάτια, ένα που κλαίει κι ένα που γελά.

Έσκυψε αργά προς το μέρος του και τον κοίταξε. Και τότε, χωρίς να κινήσει τα χείλη της, μια φωνή ακούστηκε σιγανά μέσα στο δωμάτιο:

«Μερικά πράγματα δεν σβήνουν ποτέ, γιατρέ».


Ερωδίτη Παπαποστόλου

Comments


bottom of page