ΊΝΑ ΜΕΛΙΔΟΥ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΣ 60×80 'ΜΑΕΣΤΡΟ'
Οι αναμνήσεις μπορεί να μένουν μέσα σου σαν αχρησιμοποίητα, θαμπά χριστουγεννιάτικα στολίδια αλλά δεν ξεφτίζουν.
Παραμένουν εκεί περιμένοντας κάποια κρύα μοναχική νύχτα να τις σκαλίσεις και να τις ξαναφέρεις στην επιφάνεια.
Κι αν δακρύσεις από χαρά, ευλογημένες ας είναι.
Αν σου φέρουν θλίψη, μαντάτο για αξέχαστα δυνατά συναισθήματα θαρρώ πως τις περιτριγυρίζει.
20 Ιουλίου 1987, Δευτέρα βράδυ κι η παρέα μου οργανώνει συνάντηση στο σπίτι του φίλου μας του Ηλία που γιορτάζει.
Είμαστε ένα τσούρμο από παιδαρέλια 18 έως 20, άντε 22 χρονών. Εγώ η Γιώτα, ο Δημήτρης, Εύα, Σάκης, Τάνια, Σταύρος, Ηλίας και Νικολέτα.
Ε, βέβαια αυτή η τελευταία είναι η πιο πρόσφατη. Ήρθε στην παρέα μία μέρα πριν τον Ηλία, με τον οποίο γνωριζόμαστε από τις αρχές Ιουνίου. Εγώ έχω πάει στο σπίτι του ήδη δύο φορές γιατί μένουμε σε κοντινή γειτονιά και γνωρίζω από μικρή την γιαγιά του. Δεθήκαμε από την αρχή της γνωριμίας μας. Είμαστε κι οι δύο παιδιά δίχως γονείς. Εγώ μεγάλωσα μόνη από 15 χρονών, οι δικοί μου σκοτώθηκαν σε τροχαίο. Ο Ηλίας έχει αλλά ζούνε μόνιμα στο εξωτερικό και δεν μιλάει ποτέ για αυτούς. Ζει με την γιαγιά του από έξι χρονών. Αποφεύγει να πει ακόμη και το όνομα τους κι ας τα έμαθα κρυφά εγώ πριν καιρό: Eιρήνη και Λευτέρης.
Από την πρώτη μέρα στη συντροφιά, η Νικολέτα άρχιζε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον Ηλία. Εγώ έχασα τον ύπνο μου.
Ποτέ δεν του είχα εκφράσει τα συναισθήματα μου.
Αντίθετα, η Νικολέτα δείχνει ξεκάθαρα στην παρέα ότι τον θέλει. Όλο το προηγούμενο βράδυ έμεινα άυπνη και σκεφτόμουνα πως να κερδίσω την όμορφη ξανθιά που γυρόφερνε τον έρωτα της ζωής μου. Μετάνιωσα που ποτέ δεν είχα το θάρρος να του εκφράσω τον έρωτα μου. Μα απόψε, θα τα έπαιζα όλα για όλα. Όταν πήγε μεσάνυχτα, η παρέα ετοιμάστηκε να φύγει.
Η Νικολέτα του ζήτησε να μείνει μα ο Ηλίας της αρνήθηκε μπροστά σε όλους. Και μάλιστα, δήλωσε πως θα μείνω εγώ να τον βοηθήσω.
Ένοιωσα τα πόδια μου να τρέμουν καθώς πρόφερε το όνομα μου. Υπήρχα λοιπόν, στην σκέψη του;
Μόλις έφυγαν οι υπόλοιποι, ο Ηλίας προτείνει να ακούσουμε μουσική και να μιλήσουμε. Η γιαγιά του έχει βγει έξω και δεν έχει γυρίσει ακόμη. Δεν φοβάμαι καθόλου, κι ας είμαι λίγο διστακτική σε κάθε κίνηση και βλέμμα μου. Προθυμοποιούμαι, σαν καλό κορίτσι, να τον βοηθήσω στο συμμάζεμα του σπιτιού και το δέχεται με χαρά. Αεικίνητη εγώ, σε λίγα λεπτά έχω μαζέψει τα πάντα και πλένω με ανυπομονησία πιάτα και ποτήρια.
Αυτός πιάνει έναν δίσκο βινυλίου και τον βάζει στο πικάπ.
«Θα αφήσω να παίξουν και τα 21 τραγούδια του δίσκου. Έτσι μόνο αντέχω την μοναξιά. Με την μουσική. Καλλιεργώ τον κήπο της καρδιάς μου με αυτήν», μου εξομολογείται.
Μου αρέσει η ιδέα του. Η μουσική των Alphaville και της επιτυχίας Big in Japan πλημμυρίζει στα αυτιά μας. Αρχίζω να κάνω χορευτικές φιγούρες καθώς τακτοποιώ μαζί του το σαλόνι τους. Κινούμαστε με γρήγορους ρυθμούς, ειδικά εγώ. Θέλω να περισσέψει χρόνος, να βρεθώ κοντά του γιατί δεν θέλω πια να κρύβω τα αισθήματά μου για αυτόν. Με ενθουσιάζει που είναι διαφορετικός και μοναχικός. Μα όταν βρίσκω ευκαιρία να τον ρωτήσω επιτέλους, ο τρυφερός Ηλίας μεταμορφώνεται.
« Οι γονείς σου θα έρθουν φέτος;», πετάω την ανεπιθύμητη κουβέντα.
Μεμιάς σκοτεινιάζει το πρόσωπο του. Μετανιώνω που τόλμησα να ρωτήσω μα τώρα είναι πια αργά. Με καρφώνει με βλέμμα άγριο, εχθρικό μα στο βάθος πάντα φοβισμένο.
« Τόσο πολύ σε απασχολεί αυτό το πράγμα; Κι εγώ που πίστευα πως εσύ θα είσαι διαφορετική, πως εσύ δεν θα ρωτήσεις! Όλοι ίδιοι είστε!», μου απαντάει.
«Hλία μην μου απαντάς αν δεν θες!», αντιδρώ εγώ και νευριάζει κι άλλο.
«Γιατί αφήνεις την περιέργεια σου να σε νικήσει; Ορίστε, χάλασες το βράδυ μας και τι κατάλαβες; Δεν γουστάρω να μου μιλάνε για τους γονείς μου, τους έχω γραμμένους τους καταραμένους! Άντε σήκω φύγε, άσε με ήσυχο! Μόνος μου είμαι μια ζωή!», απαντάει έντονα.
Νομίζω πως οι φωνητικές χορδές του θα ξεριζωθούν από το λαρύγγι του. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο έχει ηλεκτριστεί επικίνδυνα. Ο Ηλίας φεύγει προς την κουζίνα κλείνοντας με ορμή την πόρτα πίσω του. Για μια στιγμή κοιτάζω την πόρτα εμβρόντητη όμως σε λίγο προχωρώ αποφασιστικά και την ανοίγω. Όταν τον αντικρίζω στη κουζίνα, τα μάτια του είναι κόκκινα. Έχει κλάψει. Πλησιάζω αποφασιστικά και τον αγκαλιάζω στοργικά δίχως να μιλήσω.
«Δεν ξέρω, αλήθεια, τι είναι χειρότερο. Να θρηνώ για πεθαμένους γονείς, όπως εσύ ή για ζωντανούς όπως εγώ;», με ρωτάει και ένα ρίγος με διαπερνάει.
Σιωπή επικρατεί. Αισθάνομαι πως μας ενώνει μια αόρατη αίσθηση ψυχικής επικοινωνίας.
«Θέλω ακούσουμε μαζί όλα τα τραγούδια. Άντε, έλα να αλλάξεις πλευρά τον δίσκο γιατί μου αρέσει πολύ το Self Control της Laura Brannigan», του λέω χαμηλόφωνα ενώ ακουμπώ το χέρι μου αποφασιστικά με την παλάμη στο μέρος της καρδιάς του.
Με κοιτάζει με τρομαγμένο βλέμμα ενώ τα μάτια του είναι ακόμη κόκκινα.
«Γιώτα, εγώ δεν…συγνώμη…», οι λίγες λέξεις του μου δίνουν κουράγιο να συνεχίσω αυτό που έχω σκεφτεί μέρες τώρα.
Από τότε που ένιωσα να χορεύουν πεταλούδες στο στομάχι μου σαν με κοίταξε ένα βράδυ που με πήγε στο σπίτι περπατώντας και με καληνύχτισε λες και δεν θα με ξανάβλεπε ποτέ.
Το φιλί μας διήρκεσε όσο δύο τραγούδια, έτσι το θυμάμαι. Γλυκιά μελωδία έρωτα, με νότες αγάπης. Το μυαλό μου έπαιζε μουσική κι οι αισθήσεις μου είχαν παραδοθεί στην αγκαλιά του. Καθόμαστε στον καναπέ και μου εξηγεί με ήρεμη φωνή πλέον αυτό που τον στοιχειώνει χρόνια τώρα.
Οι γονείς του λείπουν πάνω από δεκαπέντε χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, μωρό ήταν αυτός όταν έφυγαν για να αναζητήσουν την τύχη τους εκεί. Η φτώχεια τους έσπρωξε τότε μακριά από την πατρίδα μας. Τον άφησαν να μεγαλώσει στη γιαγιά του με την υπόσχεση πως θα τον επισκέπτονταν κάθε καλοκαίρι και γιορτές. Τα πρώτα χρόνια οι επισκέψεις ήταν συχνές μα όσο περνούσε ο καιρός τόσο αραιωνόταν καθώς οι δουλειές τους πήγαιναν καλά και δεν υπήρχε χρόνος για να δουν τον γιο τους. Δύσκολο το υπερατλαντικό ταξίδι. Όταν ο Ηλίας έγινε έντεκα χρονών άρχισε η έντονη ρήξη ανάμεσα τους. Για πρώτη φορά προθυμοποιήθηκαν να τον πάρουν μαζί τους στην Νέα Υόρκη μα ο μικρός δεν ήθελε με τίποτα να φύγει. Το ίδιο έγινε και τον επόμενο χρόνο και πάλι η απόφαση του Ηλία ήταν αρνητική. Ώσπου φέτος το Πάσχα η μητέρα του έδωσε την ρητή εντολή:
«Διάλεξε που θα ζήσεις, στην Αμερική με εμάς ή με την γιαγιά σου γιατί δεν πρόκειται να επιστρέψουμε ποτέ στην Ελλάδα!».
Αυτό τον εξόργισε τρομερά και αφού τους έβρισε με βαριές εκφράσεις θεωρώντας ότι τον είχαν ξεγραμμένο και παρατημένο στην τύχη του. Ζήτησε να μην τους ξαναδεί μπροστά του όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η γιαγιά του τον πρώτο καιρό προσπαθούσε να τον ηρεμήσει μα γρήγορα εγκατέλειψε αυτήν την τακτική καθώς ο εγγονός της παρέμενε ανένδοτος: καμία κουβέντα για αυτούς μέσα στο σπίτι αν ήθελε να τα πάνε καλά!
«Μου στέλνουν επιταγές οι γελοίοι και νομίζουν πως θα με εξαγοράσουν. Δεν θέλω τα λεφτά σας, ξεγραμμένους σας έχω χρόνια τώρα!», μου ξεστόμισε αναψοκοκκινισμένος.
Καταλαβαίνω την οργή του και τον πόνο που κρύβει μέσα του. Δεν είναι μικρό πράγμα οι άνθρωποι που σε δημιούργησαν να σε θεωρούν εμπόδιο στα σχέδια τους και να σε αναγκάζουν να ζήσεις τη ζωή που θέλουν αυτοί. Τόσο πολύ αγαπούσαν το χρήμα που προτίμησαν να στερηθούν το παιδί τους; Μου δείχνει φωτογραφίες από πολλά χρόνια πριν που είχαν γιορτάσει Χριστούγεννα εδώ στην πόλη και το πρόσωπο του λάμπει. Μοιάζει πιο πολύ στην μητέρα του θα έλεγα.
« Να αυτοί είναι…», το δάχτυλο του ακουμπάει το χαρτί.
« Εύχομαι να έρθουν φέτος κοντά σου…», λέω χαμηλόφωνα κι επανέρχεται η αγριάδα στο βλέμμα του.
« Κατάλαβες γιατί δεν μιλάω; Τους αξίζει η σιωπή μου κι η περιφρόνηση μου, τίποτα άλλο!».
Δεν έχω να προσθέσω κάτι μετά από την εξομολόγηση του. Κάθομαι αποσβολωμένη και επεξεργάζομαι στο μυαλό μου τα λόγια του. Δεν θέλω να τον αφήσω μόνο του σήμερα. Ακούγοντας μαζί το «Against All Odds» του Phil Collins, παίρνω την απόφαση μου. Θα μείνω εδώ απόψε. Μαζί του, να ακούσουμε τα 21 τραγούδια του δίσκου που αγαπάει…
⃛⃛
20 Ιουλίου 2017, η βραδιά αναμένεται ξεχωριστή. Γιορτάζει ο σύζυγος μου, ο Ηλίας. Στο πικάπ, ο δίσκος που μας ένωσε τότε. Ο «Χρυσός Διπλός» του 1984. Μετά από 28 χρόνια γάμου, τρία παιδιά κι ευτυχισμένους τους γονείς του, τους γονείς μας πια, ζούμε όλοι μαζί πλέον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλα ταίριαξαν, όλα τα βρήκαμε. Και τις δουλειές, και την αγάπη και τον χρόνο. Τα 21 τραγούδια μας ένωσαν τόσο απρόσμενα και δυνατά.
Στην αγκαλιά του αγαπημένου μου συζύγου, ρωτάει με αφέλεια:
«Θυμάσαι το τραγούδι μας; Τι έλεγε;».
«Δεν το έλεγε μόνο αυτό, το είπες κι εσύ καρδιά μου!», απαντώ συγκινημένη.
Μα, τι κάθομαι και θυμάμαι…τριάντα χρόνια μετά!
«Stay The Night… Ας το τραγουδήσουμε πάλι απόψε…»
Comments