H Σωτηρία της ψυχής - Διήγημα
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ
- Sep 30, 2024
- 15 min read

«Δε φρόντισα να κρύψω δυο δεκάρες για ώρα ανάγκης, αυτή την ώρα που λέγανε οι παλαιοί. Πίστευα ότι θα είμαι πάντοτε δυνατή, ότι θα μπορώ να εργάζομαι μέχρι να πεθάνω και τώρα που έρχεται η ώρα να φύγω, δε μπορώ να αγοράσω ούτε τα φάρμακά μου για να μην υποφέρω».
Τη φράση αυτή άκουγε καθημερνά τα τελευταία χρόνια ο Στέλιος απ’ το στόμα της ασθενούς του, στην νευρολογική κλινική του Αμαρουσίου. Η κυρία Νίκη ήταν άρρωστη ˙ οι νοητικές της δυσλειτουργίες και ο νευρικός κλονισμός δημιουργούσαν ατροφία στον εγκέφαλό της. Ο Στέλιος δεν άντεχε να τη βλέπει σ’ αυτή την κατάσταση. Ο ίδιος μεγάλωσε με θετούς γονείς, που του παρείχαν τα πάντα. Αν η κυρία Νίκη έλεγε την αλήθεια, ότι έζησε μέσα στη φτώχεια, τότε ο δικός του πόνος δεν ήταν μεγαλύτερος κι αυτό γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί πώς γίνεται να υποφέρουν οι άνθρωποι. Αυτό συνέβαινε γιατί δεν του είχε λείψει κάτι. Η δική του ιστορία ζωής ήταν πιο απλή. Ζούσε στο Κολωνάκι. Το σπίτι των γονιών του ήταν όμορφο. Ο Στέλιος ήξερε ότι η βιολογική του μητέρα τον έχει αφήσει κάπου στον Πειραιά, σ’ ένα ορφανοτροφείο και την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν πολλά πράγματα που μπορούσες να ρωτήσεις, να μάθεις. Ο Στέλιος μεγάλωσε με τη μητέρα του και τον πατέρα του, με μια σχέση αγάπης και αφοσίωσης.
«Κυρία Νίκη, εγώ είμαι εδώ, μη στεναχωριέστε. Θα περνάω να μιλάμε, αλλά τώρα με περιμένουν κι άλλοι ασθενείς. Σας παρακαλώ, να ξεκουραστείτε».
Συνέχισε στα επόμενα δωμάτια, νιώθοντας ότι οι άνθρωποι που ήταν ασθενείς στην κλινική ήταν βασανισμένες ψυχές. Οικογένειες είχαν ελάχιστοι στην Αθήνα. Παρόλο που ήταν ακριβά τα νοσήλια, όλα γίνονταν με επιταγές, χωρίς επισκεπτήριο. Του κίνησε την περιέργεια ποιος πλήρωνε για την κυρία Νίκη, αλλά αυτό θα το κοιτούσε κάποια άλλη στιγμή. Τώρα προείχε να την προσεγγίσει και να την βοηθήσει να επιβραδύνει τα προβλήματα υγείας της. Οι μέρες του ήταν πάντοτε φορτωμένες, τόσο που τα παράπονα της μητέρας του ήταν χωρίς τελειωμό.
«Θα έρθω σήμερα το βραδάκι, μητέρα, μετά το σχόλασμα. Ξέρεις ότι το πρόγραμμά μου δεν είναι απλό».
«Το ξέρω, γιε μου, αλλά μου λείπεις».
Ο Στέλιος δεν έδινε σημασία στα παράπονα που δίκαια έκαναν. Ένα παιδί είχαν, δε γινόταν ν’ αντέχουν τη μοναξιά. Βασίζονταν πάνω του. Η υποχρέωση του απέναντί τους τον έκανε να νιώθει ενοχές. Έτσι είχε την συνήθεια μια δυο φορές τη βδομάδα να τους επισκέπτεται.
Μπορεί η κλινική να μην ήταν κοντά, αλλά του άρεσε ν’ απολαμβάνει την οδήγηση. Στο αμάξι του είχε πάντοτε μια φωτογραφία της Παναγίας, στο τζαμάκι ψηλά, για να τον προστατεύει. Δεν ένιωθε την ανάγκη των βιολογικών του γονέων. Ποτέ δεν ένιωσε ότι ήθελε να τους βρει. Φυσιολογική πορεία της ζωής ενός εφήβου και μετέπειτα φοιτητή. Σπούδασε ψυχιατρική στην Αθήνα και κατόπιν έκανε το μεταπτυχιακό του. Οι σχέσεις του ήταν πάντοτε εφήμερες και περιστασιακές, μέχρι δυο, τρεις μήνες το πολύ κι αυτό γιατί η φιλοσοφία ζωής του ήταν να μην δεσμευτεί. Δεν ήταν σε θέση να ζήσει για πάντα με τον φόβο μην πάθουν κάτι τα παιδιά του.
Μπήκε ξανά στο δωμάτιο της κυρίας Νίκης. Του έπιασε την κουβέντα.
«Ήταν, βλέπεις, δύσκολο τα χρόνια εκείνα να φύγει μια κοπέλα απ’ το χωριό και να σπουδάσει. Εγώ έμενα σ’ ένα μικρό χωριουδάκι, τα Σαράντα Πηγάδια, που καλλιεργούσαν αμπέλια. Το θέμα της αμπελουργίας είχε μεγάλη αξία για του συγχωριανούς. Όλοι παλεύαμε για το καλύτερο, για να έχουμε καλή σοδειά, να γίνει καλός τρύγος και να βγει καλό το κρασί. Έπειτα, το εμφιαλώναμε στην πρωτεύουσα του νησιού και βγάζαμε το κέρδος της χρονιάς. Μα, μια χρονιά ήταν η δυστυχία μου. Έχασα την αδερφή μου στο "πηγάδι του Δράκου"… Έπεσε μέσα. Τότε, έκαναν έργα. Η χωματουργική εταιρεία έφταιγε που δεν βγήκε ποτέ ζωντανή από 'κει. Έτσι έμεινα ολομόναχη», είπε μπερδεμένη. «Κι έπειτα...»
«Μη κουράζεστε, κυρία Νίκη. Θα μου τα πείτε άλλη φορά».
Ο Στέλιος πάντα προσπαθούσε να καταλάβει γιατί οι γιατροί "δένονται" συνήθως με κάποιον συγκεκριμένο ασθενή, νιώθοντας την ανάγκη να τον προστατέψουν. Το ίδιο τού συνέβαινε τώρα με την κυρία Νίκη. Ένιωθε και ο ίδιος ευαίσθητος και ρομαντικός, στο δωμάτιο αυτό, που το φως ήταν συνήθως κλειστό κι αυτή κοιμόταν. Κάτι τον έκανε να μη θέλει να φύγει. Εκεί… καθισμένος στην καρέκλα. Η ώρα πέρασε... Ξαφνικά, κατάλαβε ότι η κυρία Νίκη παραμιλούσε στον ύπνο της.
«Αφήστε με, αφήστε με! Γιατί μου το κάνετε αυτό; Τι σας έκανα; Αδελφή μου, αδελφή μου; Τι της κάνατε; Αδελφή μου! Νικούλα μου!»
Η γυναίκα ξύπνησε από τ’ άγγιγμα του Στέλιου, που προσπαθούσε να τη συνεφέρει.
«Ηρεμήστε. Ηρεμήστε, σας παρακαλώ. Είστε ασφαλής, είστε μαζί μου».
Η δυστυχισμένη κυρία Νίκη ξύπνησε ιδρωμένη, με το βλέμμα τρομαγμένο, σαν του ελαφιού που το έχει τραυματίσει σφαίρα. Ο γιατρός την αγκάλιασε, ακουμπώντας το νυχτικό της που μύριζε πούδρα παιδική.
«Εγώ, ξέρετε, δεν είμαι τρελή, δεν είμαι σας λέω, όχι. Ούτε με λένε Νίκη, με λένε Μεμούλα, τ’ ακούτε γιατρέ; Μέμα. Η Νίκη μου είναι στο πηγάδι. Την πέταξαν οι βιαστές μου, με βίαζαν τρεις, τρία σκουπίδια, χωριάτες πλούσιοι, που είχαν πιει, είχαν πιει πολύ. Η αδερφή μου, η Νικούλα, άκουσε τις φωνές τους. Χτύπησε τον έναν με δύναμη και τον τραυμάτισε βαριά. Μετά την πέταξαν στο πηγάδι και την άλλη μέρα το μπάζωσαν. Εγώ έφυγα από το χωριό πουρνό κι έπειτα πήρα το όνομα της ταυτότητάς της. Είχανε λεφτά αυτοί, θα μ’ έβαζαν φυλακή σάς λέω. Έτσι, αυτοί ήξεραν ότι έφυγα, αλλά δεν τόλμησαν να μιλήσουν. Για την αδελφή μου δεν είπαν ποτέ τίποτα. Είχαν μπερδευτεί τελικά ποια είχαν βιάσει. Ο ένας πέθανε ˙ τάχα σκόνταψε σε μια πέτρα, είπαν. Πήρα το καράβι και ήρθα στην Αθήνα και βρήκα δουλειά, καθαρίστρια στο Νοσοκομείο Λοιμωδών».
Ο Στέλιος κρατούσε την αναπνοή του. Δεν μπορούσε όμως άλλο, θα πέθαινε από ασφυξία. Άνοιξε το παράθυρο και τα ξανθά μαλλιά του ανέμισαν στο κρύο βράδυ του χειμώνα με τον αγέρα να χτυπά το κόκκινο πρόσωπό του.
Τι είχε περάσει τούτη εδώ η χριστιανή... Αδερφές που θυσιάστηκαν η μία για την άλλη. Αγαπημένες, εργατικές γυναίκες, που έχασε τη ζωή της η μία για να σώσει την άλλη και η κυρία Νίκη έφυγε με άλλο όνομα. Της έπιασε τα χέρια και της τα κράτησε.
«Πείτε μου τη συνέχεια, σας παρακαλώ. Είμαι ο γιατρός σας, είμαι δίπλα σας, δε θα σας εγκαταλείψω, το υπόσχομαι».
«Δούλεψα στο νοσοκομείο καθαρίστρια κι έμενα κρυφά τις νύχτες στο υπόγειο, στην αποθήκη με τ’ άπλυτα. Η μόνη που ήξερε την αλήθεια ήταν η κυρία Σουλτάνα, η γυναίκα που έπλενε, γιατί με ξυπνούσε το πρωί που άνοιγε τα πλυντήρια. Μ’ έδιωχνε πριν ξημερώσει. Τώρα πια, πιστεύω πως το ήξεραν αρκετοί, αλλά δεν έλεγαν τίποτα γιατί μ’ αγαπούσαν. Ήμουνα ήσυχη γυναίκα. Εκεί, στο πλυσταριό γέννησα τα δυο μου παιδιά, τα δίδυμά μου, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Η κυρία Σουλτάνα με έκρυβε για μέρες. Κρατούσε τα παιδιά μου εκεί κι εγώ ανέβαινα, έπαιρνα, τα σκουπίδια από τους θαλάμους, καθάριζα τα δωμάτια κι έτρεχα να τα θηλάσω. Αλλά τα μωρά ήταν ήδη ενός μηνός. Έκλαιγαν και θα τα καταλάβαιναν στο νοσοκομείο. Θα ‘χανα και τη δουλειά μου. Τότε, σ’ έναν θάλαμο γνώρισα μία κυρία που έπασχε από μία δερματολογική πάθηση, κνίδωση νομίζω. Δεν είχε παιδιά και μου είχε εξομολογηθεί ότι χρόνια περίμενε να υιοθετήσει με τον άντρα της ˙ η κλασική ιστορία των κέντρων υιοθεσίας. Την επόμενη μέρα το πρωί, πήρα τα δίδυμα και τ’ ακούμπησα στην αγκαλιά της καλής γυναίκας, που μου φίλησε τα χέρια, με δάκρυα στα μάτια. Της έδωσα το βραχιόλι της αδερφής μου και τον σταυρό μου για τον γιο μου. Ορκίστηκε ότι θα τα μεγαλώσει και θα τα προστατεύει όλη της τη ζωή».
Ο Στέλιος συγκινημένος, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και της μίλησε μ’ αγάπη για όσα πέρασε η δύστυχη γυναίκα.
«Κυρία Μέμη, θέλω να μου πείτε μου τι μπορώ να κάνω, ώστε να σας βοηθήσω. Έχετε υποστεί έναν νευρικό κλονισμό και πάσχετε από κατάθλιψη. Δεν έχουν δικαίωμα να σας κρατήσουν κλεισμένη εδώ μέσα. Θα σας ξεκινήσω ανάλογη θεραπευτική αγωγή και στο μεταξύ, σιγά-σιγά θα δυναμώσετε και ψυχικά και σωματικά».
«Αυτό που θέλω γιατρέ μου είναι να φύγω από 'δω. Ξέρω πού ζουν η κυρία με τον κύριο που μεγάλωσαν τα παιδιά μου. Αυτό που δεν ξέρω είναι η διεύθυνση, αλλά αν σας πάω στην διαδρομή με το λεωφορείο, θα θυμηθώ. Βέβαια, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια δεν είναι εκεί. Το ‘χουν πουλήσει το σπίτι και μένουν αλλού. Αν είχα χρήματα, θα έδινα σε κάποιον να ψάξει, να τους βρει. Τώρα θα είναι μεγάλα τα παιδιά, τριάντα έξι χρονών ˙ το 1987 τα γέννησα. Όταν έγιναν όλα αυτά, ήμουν δεκαεφτά χρονών».
Ο Στέλιος προσπαθούσε να σκεφτεί πώς θα βοηθήσει τη γυναίκα.
«Τουλάχιστον πείτε μου, τα χρήματα εδώ ποιος τα πληρώνει;»
«Δεν γνωρίζω, όμως πιστεύω το πρώην αφεντικό μου. Ξέρετε, δούλευα εκεί οικιακή βοηθός, εσώκλειστη, στο Κολωνάκι, οδός Βουκουρεστίου 13. Πήγα εκεί για να ‘μαι κοντά στη θυγατέρα μου, γιατί η οικογένεια που πήρε τα παιδιά μου, άφησε μετά την κόρη μου σ’ αυτούς, πως ήταν ζωηρή και είχαν αδυναμία στον γιο μου».
Τώρα ο Στέλιος είχε θυμώσει πραγματικά πολύ με τη συμπεριφορά των ανθρώπων αυτών. Αναρωτήθηκε πως είναι δυνατό να χωρίζουν αδέρφια γιατί το κορίτσι είναι το θηλυκό ή γιατί είναι ζωηρό.
«Δηλαδή, δουλεύατε και τουλάχιστον βλέπατε την κόρη σας να μεγαλώνει;»
«Όχι αγόρι μου, δεν είχα αυτή τη χαρά. Ήταν μικρή η Πηνελόπη μου, έτσι τη βάφτισαν. Την ανάγκασαν να μεγαλώσει σε μοναστήρι για να τη συνετίσουν και ν΄ ακολουθήσει το δρόμο του Θεού. Στην αρχή, μόλις αντιλήφθηκα τι πάει να συμβεί, τους απείλησα ότι θα τα πω όλα κι αυτοί πρόλαβαν και με νάρκωσαν με φαγητό. Το επόμενο πρωί, την έστειλαν κάπου, δεν έμαθα ποτέ. Μ’ έδιωξαν. Μετά, την έψαξα σε όσες Μονές μπορούσα να πάω, αλλά δεν τα κατάφερα. Με τα χρόνια, λένε, τρελάθηκα και τα υπόλοιπα τα ξέρεις».
Ο Στέλιος κάθισε στο κρεβάτι της. Λυπήθηκε για το πόσα είχε περάσει αυτή η γυναίκα.
«Δεν τρελάθηκες, καλή μου. Πέρασες πολλά κι ήρθε ο καιρός να βρεις τον εαυτό σου, να πάρεις πίσω τη ζωή σου. Δεν ξέρω αν μπορώ να σε βοηθήσω για τα παιδιά σου, μα υπόσχομαι να κάνω ότι μπορώ για εσένα. Σου υπόσχομαι να βγεις νικήτρια ζωής».
Τη φίλησε στοργικά στο μέτωπό της και τη σκέπασε. Για πρώτη φορά αντιλήφθηκε ότι ήταν μια νέα γυναίκα, με όμορφο πρόσωπο, υπέροχα μαύρα μάτια και μεγάλες βλεφαρίδες. Τα μάγουλά της σχημάτιζαν βούλες και το χρώμα των μαλλιών της ήταν φυσικό ξανθό, με μπερδεμένα λίγα λευκά.
Έκλεισε την πόρτα πίσω του κι έφυγε. Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι μέχρι το ξημέρωμα. Το επόμενο κιόλας πρωινό, στο γραφείο ερευνών που απευθύνθηκε, δύο ώρες μετά τη λεπτομερή περιγραφή του και τα γεγονότα που γνώριζε, τον διαβεβαίωσαν ότι σύντομα θα είχε και τ’ αποτελέσματα των ερευνών. Ο Στέλιος πλήρωσε ένα σημαντικό ποσό, ξέροντας πως τίποτα δε γίνεται στις μέρες μας αν δεν πληρώσεις αδρά.
Όλο αυτό το διάστημα, ένιωθε να πνίγεται από θυμό για τους άτιμους που θέλησαν να καταστρέψουν τη ζωή τόσων ανθρώπων˙ της κυρίας Νίκης, που χάθηκε για πάντα και της κυρίας Μέμης, των παιδιών της… Αυτά δεν έφταιγαν σε τίποτα και δεν άξιζε να υποφέρουν, επειδή τρία καθάρματα βίασαν τη μητέρα τους διαδοχικά και προπάντων γιατί κατέστρεψαν τόσες ζωές, χωρίς να τιμωρηθούν.
Εν τω μεταξύ, η κυρία Μέμη ευτυχώς ήταν καλύτερα με τη θεραπευτική αγωγή που της χορηγούσε. Ο Στέλιος δεν φαντάστηκε ότι μέσα σε δέκα ημέρες θα ‘πρεπε να βρεθεί αντιμέτωπος με τις απαντήσεις για τη ζωή της γυναίκας και των παιδιών της. Άραγε, ήταν δικό του καθήκον να πει στη γυναίκα την αλήθεια; Μήπως ήταν καλύτερο να την αφήσει στην άγνοιά της; Πώς θα της έλεγε οτιδήποτε δυσάρεστο; Ένιωθε ότι ίσως δεν έπρεπε να έχει ανακατευτεί. Μα…, όχι. Τι είναι αυτά τώρα που μονολογούσε; Θα πήγαινε στο γραφείο ερευνών κι έπειτα θα περνούσε απ’ τους δικούς του.
Με κομμένη την ανάσα ζήτησε το φάκελο απ’ τον ερευνητή κι αφού πλήρωσε τα υπόλοιπα χρήματα, τον ευχαρίστησε.
«Δε θα τον ανοίξετε;», ρώτησε ο ντετέκτιβ, απορημένος.
«Όχι, αργότερα, με ησυχία», απάντησε ευγενικά ο Στέλιος. Με το φάκελο στα χέρια, οδήγησε τ' αμάξι του. Σαν κάτι να τον καθυστερούσε να δει τη ζωή της γυναίκας που συμπαθούσε.
Στο πατρικό του, η μητέρα του τον φίλησε με θέρμη.
«Καλώς το παιδί μου. Σε χάσαμε… Αδυνάτισες. Σου ‘χω κάνει τ’ αγαπημένο σου φαγητό!».
Ο πατέρας του ήταν ήδη καθισμένος στο μεσημεριανό τραπέζι, ανυπομονώντας. Αστειεύτηκαν λίγο κι έπιασαν κουβέντα για τα πολιτικά. Έφαγαν το φαγητό της κυρίας Ιωάννας και λίγο πριν φύγει, τη φίλησε στο μάγουλο. Μπήκε στ’ αυτοκίνητο. Ο φάκελος ήταν ακουμπισμένος στο διπλανό κάθισμα. Πριν βάλει μπροστά, τον κράτησε με χέρια που έτρεμαν. "Ας πάει στο καλό! Ας μάθω, να τελειώνουμε! Αφού θα περάσω που θα περάσω, να δω την κυρία Μέμη απ’ το νοσοκομείο..." .
Μέσα στο φάκελο, ο Στέλιος βρήκε φωτογραφίες, έγγραφα κι αποκόμματα εφημερίδας της εποχής, μιας τοπικής εφημερίδας με κίτρινο χαρτί και φωτογραφία της ταυτότητας της κυρίας Μέμης, της συγχωρημένης της αδερφής της. Αν δεν είχαν διαφορετική ηλικία, έναν χρόνο διαφορά, θα ‘λεγε κανείς ότι ήταν δίδυμες ˙ έμοιαζαν πολύ. Πολυνίκη Ανδρεάτου και Γερασιμία Ανδρεάτου. Έτος γέννησης 1973. Τόπος γέννησης Κεφαλονιά. Η εφημερίδα περιέγραφε τον θάνατο της Γερασιμίας ως αυτοχειρία για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, που μάλωσαν οι αδερφές μεταξύ τους κι έπεσε η μία στο πηγάδι, να σκοτωθεί.
Ο Στέλιος, σαστισμένος, νόμιζε θα βγάλει τα σωθικά του. Φωτογραφίες των βιαστών δεν υπήρχαν. Πώς να υπάρχουν άλλωστε; Τα χρήματα καλύπτουν τα πάντα. Όμως, εντελώς τυχαία, το βλέμμα του έπεσε σ’ ένα απ’ τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας. Υπήρχε κι άλλη είδηση, πως ο συγχωριανός, Ευθύμιος Ντάνης, σκόνταψε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού του κι έχασε τη ζωή του. "Μα τόσο νέος..." σκέφτηκε αυθόρμητα. Τα υπόλοιπα χαρτιά στον φάκελο ήταν της υιοθεσίας. "Ανδρεάτου Γερασιμία ή δεν ξέρω κι εγώ πώς να την πω…", διάβαζε ο Στέλιος. Έδωσε τα δίδυμα τέκνα της στην οικογένεια του Φώτη Λυμπερόπουλου, στο Κολωνάκι, να τα μεγαλώσει. Η υπογραφή φάνταζε ψεύτικη, γιατί η κυρία Μέμη του είχε πει ότι τα παιδιά της, τ’ άφησε στην αγκαλιά της γυναίκας που τα πήρε κι έφυγε. "Μητέρα, Ιωάννα Σταυροπούλου.
Πατέρας, Φώτιος Λυμπερόπουλος. Τόπος κατοικίας, Αθήνα, Κολωνάκι. Τόπος καταγωγής, Θεσσαλονίκη".
Η μάνα του κι ο πατέρας του…! Η μάνα του, πώς μπόρεσε και έκανε όλο αυτό; Η γυναίκα που τον πήρε από την κυρία Μέμη από τη βιολογική του μητέρα, ήταν η ίδια του η μάνα! Ο πατέρας του…; Ο δικός του πατέρας! Πώς μπόρεσε να δεχτεί να διώξει την αδελφή του; "Έχω αδερφή!", μονολογούσε ο Στέλιος. Ήταν σε κατάσταση σοκ. Έχοντας πάθει κρίση, έκλεισε το παράθυρο, ουρλιάζοντας και χτυπώντας το κεφάλι του στο τιμόνι. Γύρισε απότομα και κοίταξε το σπίτι που τον φιλοξένησε τόσα χρόνια. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου κι έτρεξε προς το κουδούνι. Δεν χρειάστηκε να το χτυπήσει. Χτυπούσε τα χερούλια της πόρτας με όλη του τη δύναμη! Η κυρία Ιωάννα κι ο κύριος Φώτης, εμφανίστηκαν στην εξώπορτα ανήσυχοι.
«Παιδί μου, τι τρέχει;»
«Ο φάκελος αυτός λέει, ότι με πήρατε παράνομα από την καθαρίστρια του νοσοκομείου που εσύ νοσηλευόσουν! Πες το μου!»
Ο Στέλιος θύμιζε πληγωμένο πουλί που σπαρταρούσε η καρδιά του, αλλά δεν σταμάτησε.
«Πες μου γιατί; Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί δεν την βοήθησες πιότερο, παρά μας πήρες και διαλέξεις εμένα; Γιατί έδιωξες την αδερφή μου σ’ άλλη κ@λοοικογένεια κι ανάγκασες τη μάνα μου να δουλεύει στο νοσοκομείο, στα σκατά; Μετά εκείνη για να τη βλέπει, συμφώνησε να δουλεύει στο σπίτι της φίλης σου; Έκανες την καλή; Βρήκε την κόρη της κι έπειτα, τι; Έμεινα εδώ εγώ, μαζί σας, το καλό παιδί! Την αδερφή μου την στείλετε στην κόλαση! Την χτυπούσαν, γιατί τα ζωηρά παιδιά μπαίνουν τιμωρίες! Μετά, την ξαπόστειλαν, μικρό παιδί ακόμα, σε μοναστήρι! Είστε άνθρωποι εσείς, μωρέ; Εσύ δεν μιλάς; Γιατί δεν μιλάς, στρατηγέ; Έτσι είναι η τιμή, η ηθική σας! Αν δεν είναι ήσυχα παιδιά, γ@μ∞ τη μάνα τους, έτσι; Τα ξαποστέλνετε στα μοναστήρια! Δεν θέλω να σας δω ποτέ ξανά στη ζωή μου! Όχι, δεν είμαι αχάριστος ˙ δίκαιος είμαι. Σας ευχαριστώ που με κάνατε ότι είμαι, αλλά πατήσατε πάνω σε πτώματα, πάνω σε ψυχές και πάνω σ’ άλλες πλάτες κι όλοι οι υπεύθυνοι θα πληρώσετε, να το θυμάστε!»
Νεκρική σιγή στο σπίτι, στο Κολωνάκι. Έξω οι γάτες νιαούριζαν, σαν να καταλάβαιναν τον πόνο του, λυπημένες.
Την επόμενη μέρα πήρε τ’ αεροπλάνο, πετώντας για το νησί της Κεφαλονιάς. Το ταξί τον άφησε έξω απ’ το μοναστήρι που έγραφε η αναφορά του ερευνητή. Ήταν ένα υπέροχο μοναστήρι, με ψηλά δέντρα, με τον τεράστιο κήπο να πρεσβεύει παντού την νησιωτική αρχοντιά, καθαρό, υπέρλαμπρο.
Μπήκε στη Μονή κάνοντας το σταυρό του και προσευχήθηκε, προσκυνώντας μπροστά στον Άγιο και στα λείψανά του. Ημέρα λειτουργίας, Κυριακή και οι πιστοί περίμεναν με ευλάβεια την Θεία Κοινωνία. Κοίταξε γύρω τις μοναχές, με πόση αγάπη ανταποκρίνονταν στο έργο του Θεού, στην πίστη τους προς Αυτόν. Αν η αδερφή του δεν ήταν εδώ; Αν είχε φύγει; Αν δεν ζούσε πια;
Σηκώθηκε και βγήκε έξω σκεπτικός. Μια καλόγρια τον πλησίασε και τότε η ομοιότητα ήταν καταπληκτική! "Θεέ μου, είναι η αδερφή μου!" Την κοίταξε, αιφνιδιασμένος, στα μάτια. Η ίδια τον κοιτούσε απορημένη. Πλησίασε και της έπιασε απαλά το χέρι, φιλώντας το.
«Είμαι ο αδελφός σου, ο δίδυμος. Δώσε μου λίγο χρόνο να καθίσουμε και θα σου πω τα πάντα».
Τα μάτια του δεν σταματούσαν να κοιτούν με θυμό. Ήταν έτοιμος να κλάψει, έπρεπε όμως ν’ αντέξει.
Η μοναχή Σωτηρία τον οδήγησε στο αρχονταρίκι της Μονής. Έτρεμε και η ίδια από την απρόσμενη ομοιότητα.
Πόσο αστείο και τραγικό συγχρόνως! Η γυναίκα με τα μαύρα ρούχα και το μαντήλι ήταν πανέμορφη, με αθώο βλέμμα, ήρεμο πρόσωπο και μια τούφα από τα καστανά μαλλιά της φαινόταν ελάχιστα.
«Πηνελόπη! Θα σου πω όλα όσα ξέρω. Όταν τελειώσω, έχεις κάθε δικαίωμα να με διώξεις ή να μη με πιστέψεις».
Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά.
«Με λένε μοναχή Σωτηρία».
Ο Στέλιος κούνησε το κεφάλι του. Ναι, σωστά. Έπρεπε να σεβαστεί την επιθυμία της. Ανοίγοντας τον φάκελο μπροστά του, της εξήγησε τα πάντα από την αρχή, με ψυχραιμία. Η αδερφή του μάταια πάλευε να διατηρήσει τη δική της νηφαλιότητα, έχοντας αλλάξει στο πρόσωπό της χρώμα. Κάτασπρη σαν το πανί, μα η φωνή της απαλή σαν χάδι.
«Εμείς είμαστε αδέλφια, δεν υπάρχει αμφιβολία. Τους θετούς γονείς δεν τους θυμάμαι», του αποκρίθηκε. «Θυμάμαι όμως τους δικούς μου». Το πρόσωπο της συννέφιασε. «Πρέπει να ήμουν εφτά ή οχτώ χρονών περίπου, που θυμάμαι ότι με είχαν σπίτι τους και δεν έχω καλές αναμνήσεις. Όμως, μία κυρία με φρόντιζε κρυφά και μου έκλεινε τις πληγές όταν, όταν...»
«Όταν τι, Σωτηρία;», φώναξε ο Στέλιος.
«Όταν με χτυπούσαν...", του αποκρίθηκε.
Ο Στέλιος σηκώθηκε όρθιος, μα, ευθύς, γονάτισε μπροστά της.
«Θεέ μου, βοήθησέ με! Θα τρελαθώ τελείως! Τι σου έκαναν;» την ρώτησε με πίκρα.
Η αδελφή Σωτηρία έδειξε τις παλάμες της και τα σημάδια. Σήκωσε τα μανίκια της και του έδειξε τα κοψίματα και τις αμυχές που στοίχειωναν τα χέρια της. Ο αδελφός της δεν κρατήθηκε και ξέσπασε.
«Μάρτυς μου ο Θεός, αν δεν τους στείλω όλους στη φυλακή!»
Η Σωτηρία μίλησε στο Στέλιο με σοφία.
«Στέλιο μου, σε παρακαλώ. Τα χρόνια πέρασαν, δεν πρέπει να έχεις κακία. Ναι, μάλλον ήμουν ζωηρή, αλλά εδώ βρήκα την ηρεμία μου. Εδώ είναι το σπίτι μου, θα ήθελα όμως να γνωρίσω τη μητέρα μας. Θα ζητήσω άδεια από την αγία ηγουμένη λίγες μέρες. Δεν θα μου αρνηθεί. Εξάλλου, δεν έχω λείψει ποτέ».
Τα δυο αδέλφια έμειναν για ώρα αγκαλιασμένα.
Το ταξίδι με το αεροπλάνο για την Αθήνα, την ίδια μέρα το απόγευμα, ήταν φοβιστικό για την Σωτηρία, που δεν είχε ταξιδέψει ποτέ της. Δεν ήξερε πως είναι να μπαίνει επιβάτης μέσα σ’ αυτό.
«Μη φοβάσαι. Είναι σύντομο το ταξίδι, γύρω στις σαράντα πέντε λεπτά και θα 'μαι δίπλα σου. Θα είμαι για πάντα δίπλα σου, αδελφή μου».
Χέρια σφιγμένα με αγάπη και δίψα για γαλήνη και ηρεμία. Δυο πλάσματα που δεν έφταιξαν, δυστυχισμένα. Δεν μίλησαν καθόλου για το ποιος από τους τρεις βιαστές της μητέρας τους μπορεί να ήταν ο πατέρας τους, δεν τους ένοιαζε άλλωστε.
Στην Αθήνα, η Σωτηρία ήταν ακόμα πιο ανήσυχη. Είχαν περάσει τόσα χρόνια και δεν πίστευε σε ότι έβλεπε... Ήταν 2023 και όλα φαίνονταν ξένα κι αλλιώτικα.
Ο Στέλιος κοιτούσε το κινητό του. Οι κλήσεις απ’ την κλινική και τους γονείς του ήταν αρκετές. Δεν έδωσε σημασία. Πήρε τ’ αυτοκίνητό του απ’ το πάρκινγκ του αεροδρομίου και με φροντίδα, φόρεσε τη ζώνη ασφαλείας στην αδελφή του. Μία ώρα μετά έφταναν στην κλινική.
«Εδώ την έχουν;» τον ρώτησε με αγωνία.
Της έγνεψε καταφατικά. Ο Στέλιος σταμάτησε πρώτος στη ρεσεψιόν της κλινικής. Ζήτησε από την υπεύθυνη, να τον ενημερώσουν την επόμενη μέρα, στην πρωινή βάρδια που θα ήταν ανοιχτά τα γραφεία, ποιος πλήρωνε τα νοσήλια στην κλινική όλα αυτά τα χρόνια, για την κυρία Μέμη και να την ετοιμάσουν για την αποχώρησή της.
Η πόρτα στο δωμάτιο ήταν μισάνοιχτη.
«Πάμε κι ο Θεός μαζί μας», μουρμούρησε πριν μπουν κι οι δυο τους στο δωμάτιο της κυρίας Μέμης.
Η Σωτηρία ένιωσε πόνο στην καρδιά, αντικρύζοντας τη γυναίκα που την έφερε στον κόσμο, ένα θύμα πολλαπλού βιασμού, μια ύπαρξη στα όρια της παραφροσύνης. Ναι, την θυμήθηκε. Ήταν αυτή που την έπαιρνε με προσοχή στην αγκαλιά της, βάζοντάς της ιώδιο και βαμβάκι στις πληγές. Κάποιο βράδυ μάλιστα, της είχε ψιθυρίσει στο αυτί "Θα σε πάρω σύντομα και θα φύγουμε από δω". Δεν πρόλαβε. Την επόμενη μέρα έφυγε αυτή από το σπίτι, με το σκληρό πατέρα της, που την ταξίδεψε ως το μοναστήρι.
Έμειναν να την κοιτούν και οι δυο, μην ξέροντας πώς ν’ αρχίσουν. Άγγιξε την κόρη της η κυρία Μέμη και τότε χαμογέλασε.
«Είσαι η κόρη μου κι εσύ ο γιος μου! Ναι, είμαι σίγουρη… Εσείς είστε! Είμαι βέβαιη... Πώς με βρήκατε γιατρέ; Είσαι ο γιος μου εσύ. Είμαι τόσο σίγουρη. Εσύ κόρη μου μόνασες, γιατί; Σε προστατεύουν οι Άγιοι, γιατί εγώ δεν μπόρεσα».
Λυγμοί κυρίευσαν την κυρία Μέμη. Αβάσταχτος πόνος.
«Ότι και να πείτε, συγχωρέστε με. Για όλα εγώ φταίω. Αν όμως δε σας άφηνα σ’ αυτήν την κυρία, μαζί μου δεν θ’ αντέχατε. Κοιμόμουν στο πλυσταριό...»
«Σώπασε μάνα, δε φταις εσύ». Η Σωτηρία μίλησε πρώτη φορά. «Μάνα μου, κανείς δε φταίει. Η ζωή για άλλους είναι εύκολη και για άλλους δύσκολη, μα ο Θεός δεν αφήνει το άδικο να κυριαρχήσει. Ήρθα ως εδώ, για να σου πω ότι δεν κρατώ κακία, ότι σ’ αγαπώ και θα σε φροντίσω μαζί με τον αδερφό μου».
«Θα πληρώσουν όλοι, μάνα. Όλοι, όσοι σου έκαναν κακό», είπε ο Στέλιος με οργή.
Η Σωτηρία του έδειξε το ράσο της, την φορεσιά της.
«Δεν χρειάζεται να πληρώσει κανένας. Ο καθένας θα πάρει ότι αξίζει σαν έρθει η ώρα του κι εμείς, μαμά… Εμείς εδώ θα είμαστε και το πρωί θα φύγουμε μαζί σου. Όχι, μη φοβάσαι, δεν θα σ’ αφήσουμε».
Ο Στέλιος και η Σωτηρία ακούμπησαν στο στήθος της γυναίκας.
«Σ’ ευχαριστώ, Παναγία μου. Αδερφή μου, δες. Δες τα παιδιά μου, τα παιδιά μας…»,είπε κλαίγοντας μ’ αναφιλητά.
Έναν μήνα μετά…
Η μητέρα τους φορούσε ένα υπέροχο τιρκουάζ ταγέρ, με το λαμπερό πρόσωπό της, το απαλό κραγιόν στα χείλη, χτενισμένα τα καστανόξανθα μαλλιά της, καθισμένη στο ακριβό εστιατόριο του Λυκαβηττού. Δίπλα της, η Σωτηρία. Αποποιήθηκε τον μοναχισμό και συντηρητική καθώς ήταν, μέσα στο μαύρο-λευκό, ασορτί σακάκι-φούστα, καθόταν γαλήνια, δίπλα απ’ τη μητέρα της. Ο Στέλιος casual ντυμένος, δεν άφησε τίποτα απ’ όλο τον κατάλογο, που να μην παραγγείλει.
Τα μάτια της κυρίας Μέμης έπεσαν στο σταυρουδάκι, στον λαιμό του Στέλιου.
«Αυτό, το είχα αφήσει για σένα, όταν ήσουν μωρό», του είπε συγκινημένη. Το βλέμμα της συνέχισε κι έπεσε στην αλυσίδα, στο χέρι της Σωτηρίας.
«Μου την έδωσε η Ηγουμένη πριν φύγω. Είπε πως ήταν στα πράγματά μου, αυτά που άφησαν όταν με έδωσαν στη Μονή. Σκέφτηκα να τη φορέσω».
«Είναι δική μου, δηλαδή της θείας σου, παιδί μου».
«Μάνα; Μητέρα; Μαμά; Πώς θα σε λέμε;»
«Παιδιά μου είστε. Αυτό να λέτε παντού».
Τρία χέρια ενώθηκαν. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ποτέ ξανά χωριστά.
2025
Ο Στέλιος, η Σωτηρία και μητέρα τους έμειναν μαζί στο σπίτι του, στο Κολωνάκι. Η Σωτηρία ίδρυσε ένα μικρό γηροκομείο, για φτωχούς και άπορους, με την υποστήριξη της Μονής και του Στέλιου. Η μητέρα της ήταν υπεύθυνη για το σπίτι, κάνοντας όσα της στέρησε η ζωή και βοηθώντας την κόρη της στο ίδρυμα, που ονομάστηκε "Η Πολυνίκη της αγάπης", στη μνήμη της αδερφής της. Οι θετοί γονείς των παιδιών έζησαν χωρίς να έχουν επαφή μαζί τους. Η κυρία Μέμη, κρυφά από τα παιδιά της, φρόντιζε να έχουν νοσηλευτές στο σπίτι τους, ώστε τα γεράματά τους να είναι αρμονικά. Τα παιδιά της δεν θέλησαν να μιλήσουν ποτέ για τα προηγούμενα χρόνια τη ζωής τους . _
Το παρόν διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.
Commentaires