Ένα ποτηράκι για σένα αγάπη μου…
Σήκωσε το γυαλί και κατέβασε μονορούφι την ρακή.
Σκέφτηκε τα χρόνια που πέρασαν μαζί. Τριάντα ολάκερα χρόνια.
Την αγαπούσε.
Ήταν η γυναίκα, σύντροφος, φίλος, συνεργάτης…
Μαζί στο χωράφι, μαζί τα ζωντανά. Αυτή και το σπίτι κι όλα .
Λεβέντισσα.
Τριάντα χρόνια και κάθε φορά που ξαπλώνανε αισθανότανε το αίμα του να βράζει όπως την πρώτη φορά που ξαπλώσανε το βράδυ που την έκαμε γυναίκα του.
Η Μαρθούλα του…
Μάρθα …
Μάραθο και λεβάντα η ανάσα της. Κόσμος όλος η αγκαλιά της. Νταρντάνα, γεροδεμένη.
Άλλο ένα μονορούφι για την Μάρθα του.
Μαζί κάνανε και δυό παιδιά. Λεβέντες.
Ξαναγέμισε το ποτήρι του.
Ένα ποτηράκι για σένα ωρέ Σιφαλιό.
Σήκωσε το γυαλί και κατέβασε μονορούφι την ρακί.
Ο πρώτος του γιός. Ψηλός,λεβέντης, θεριό ο γιόκας του και χαμογελαστός, καλό παιδί.
Τον λάτρευε τον Ιωσήφ.
Τον Σίφη του.
Δυό μέρες τουφεκούσε απ' το μπαλκόνι του σπιτιού του τον ουρανό,ευχαριστία στο Θεό για το δώρο όταν γεννήθηκε.
Άλλο ένα μονορούφι για τον Σίφη του.
Ξαναγέμισε το ποτήρι του.
Ένα ποτηράκι για σένα Κωστή μου.
Σήκωσε το γυαλί και κατέβασε μονορούφι την ρακί.
Ο δεύτερος του γιός.
Λιανός κι εύθραυστος, είχε πάρει από την γιαγιά του την μάνα της μάνας του,την κυρία Ευτέρπη ονειροπόλα, ζωγράφιζε και τραγουδούσε στα λούλουδα και στα ζωντανά , ά , να θυμηθεί να πιεί και γι αυτήν ένα ποτήρι μετά , πεθερούλα μου το αξίζεις…
Τον λάτρευε τον Κωστή .
Λογίστηκε τον φόβο που ένιωθε μπας κι ήταν τίποτες ντίγκι ντάγκας και χαμογέλασε.
Σκέφτηκε την χαρά που έκαμε όταν τους έφερε στο σπίτι την Κατερινούλα.
Μια γλυκιά ξανθούλα φοιτήτρια που σπούδαζε κοινωνικών κάτι στο Ρέθυμνο.
Α, να θυμηθεί να πιεί ένα ποτήρι για το Κατερινάκι. Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της… Ενας κόμπος ήρθε στο λαιμό του.
Κουνήθηκε λίγο να ξεμουδιάσει. Έβγαλε το μπουφάν του.
Είχε αρχίσει να ιδρώνει .
Ήπιε μονορούφι μερικά ποτηράκια μνημονεύοντας ψυχούλες.
Έβγαλε την μπλούζα και το πουκάμισο.
Έμεινε με το φανελάκι.
Θυμήθηκε ένα παλιό ανέκδοτο βασισμένο σε μια δημοφιλή διαφήμιση σόμπας.
Κι η μαμά ; με το φανελάκι ! κι ο μπαμπάς με το φανελάκι ! κι ο παππούς ; Α , αυτός πέθανε απ το κρύο !!! Χά !!!Πέθανε απ το κρύο !!!!
Χά χά χά !!!
Γέλασε βαριά δυνατά λεβέντικα . Τρία χρόνια είχε να γελάσει και γέλαγε τώρα με την ψυχή του. Εβαλε τα κλάματα …
Το ποτήρι του έπεσε απ τα χέρια. Σήκωσε με χέρι που έτρεμε το μπουκάλι και ρούφηξε αχόρταγα. Τώρα το μεγάλο μπουκάλι του αναψυκτικού που κάποτε ήταν γεμάτο ρακί είχε στερέψει.
Το πέταξε πέρα.
Ένας γλυκός ύπνος άρχιζε να τον τυλίγει.
Έγειρε δίπλα .
Το κούτελό του ακούμπησε στο παγωμένο χιόνι …
Το επόμενο πρωί τον βρήκαν δυό κυνηγοί.
Μισόγυμνο ξαπλωμένο στο χιόνι στα ριζά ενός ελάτου πάνω, ψηλά στον Ψηλορείτη, παγωμένο.
Στο χωριό αμέσως κατάλαβαν τι είχε γίνει.
Δεν άντεξε.
Σε ένα χρόνο έχασε δυό γιούς σε ένα φρικτό τροχαίο που τα δυό αδέρφια σκοτώθηκαν επι τόπου και το τρίτο άτομο, η κοπέλα του ενός που επέβαινε στο αυτοκίνητο ακρωτηριάστηκε και στα δύο κάτω άκρα. Μέσα στο χρόνο πέθανε κι η γυναίκα του απ τον καημό της , δεν έτρωγε δεν μίλαγε μέχρι που κατέβασε ένα μπουκάλι φυτοφάρμακο.
Άντεξε τρία χρόνια ο δόλιος.
Εκείνο το βράδυ είχε δώσει ραντεβού με τον χάρο.
Ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με όπλο ένα μπουκάλι ρακί..
コメント