top of page

Ένα φανάρι στην πλατεία

Άρχισε να σκοτεινιάζει στη μικρή πολιτεία.

Ο ‘Ηλιος, έδωσε το χώρο του ουρανού στην ετεραδελφή του, τη Σελήνη.

Τα φώτα της πόλης, άναψαν και γλύκαναν την ατμόσφαιρα του σκότους.

Στην άκρη της κεντρικής πλατείας, στο σημείο που ξεκινούσε το μικρό αλσάκι, ήταν ένας στύλος με ένα φανάρι παλαιικό και κάπως σκουριασμένο.

Ένα φανάρι με παλιά γυαλιά και μια λάμπα που τρεμόσβηνε στο άγγιγμα της νύχτας.

Πλησίασε και κοντοστάθηκε.

Εκεί μπροστά στο παλιοφάναρο. Ήταν η πρώτη φορά που περιδιάβαινε την πλατεία, κοιτώντας με περιέργεια όλα τα σημεία, όλα τα στοιχεία που του είχε διηγηθεί ο παππούς Μιχάλης, ο «μπαμπάς», όπως τον αποκαλούσε η μητέρα του και κόρη του παππού.

Έλειπε κοντά εικοσιπέντε χρόνια απ’ την Ελλάδα.

Η επιτυχημένη καριέρα του σαν καθηγητής Γλωσσολογίας, σε πανεπιστήμιο της Αμερικής, τον είχε κρατήσει μακριά απ’ την πατρίδα.

Μα, τώρα, με την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε, πήρε το αεροπλάνο και το καράβι και έφτασε στο μικρό νησί του Αιγαίου, απ’ όπου καταγόταν, τη Δονούσα.

«Αχ! Αυτό το λαμπιόνι», έλεγε ο παππούς του. «Πόσα έχει δει, πόσα έχει φέξει και πόσα φιλιά δόθηκαν κάτω απ’ αυτό».

Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ερευνητικά το φανάρι και τον στύλο που το κρατούσε. Χαραγμένα αρχικά με αιώνια αγάπη, μα και ολόκληρα ονόματα. Γιάννης και Ελευθερία=LOVE, Χ+Ρ=ΑΙΩΝΙΑ ΑΓΑΠΗ, και πολλά άλλα.

Ψάχνοντας με περισσότερη προσοχή, ανακάλυψε και γράμματα που ήταν επιμελώς καλυμμένα από το πέρασμα του καιρού και της θάλασσας την αρμύρα.

Φαινόταν περίεργο, μα, κάποιος σαν αυτόν ήταν παράξενο να ψάχνει εμπεριστατωμένα έναν στύλο στην άκρη μιας πλατείας, κοντά στη θάλασσα. Θα μπορούσε να ήταν κάποιος επιθεωρητής της αστυνομίας που κοιτά για αποτυπώματα και στοιχεία κάποιου σημαντικού γεγονότος.

Ή κάποιος κατασκευαστής για να ελέγξει τη φθορά του υλικού κατασκευής.

Ή κάποιος ερωτευμένος που ψάχνει το παρελθόν της νιότης του, χαραγμένο στα παγκάκια, στους τοίχους και στις κολώνες.

Κοίταξε ακόμη πιο προσεκτικά. Κάποιο γράμμα φαινόταν χαραγμένο στην κίτρινη, τρίτη εσωτερική μπογιά του βαψίματος (παλαιότερα, δεν αφαιρούσαν το χρώμα στους στύλους, αλλά πρόσθεταν από πάνω το καινούριο. Έτσι, μετά από τρεις και τέσσερις βαφές, ο στύλος έμοιαζε πιο χοντρός από την αρχική του εικόνα).

Ένα γράμμα που δε φαινόταν ολόκληρο, κάτι σαν 'Μ'.

Έβγαλε έναν μικρό σουγιά που κουβαλούσε πάνω του —περίεργο που δεν τον εντόπισε το σύστημα ελέγχου στο αεροδρόμιο— και έξυσε λίγο ακόμα το χρώμα. Μ+ …Μ+Σ…Μ+Σ= Ε!

Ναι! Αναφώνησε. Αυτό ήταν.

Ο Παππούς Μιχάλης και η Στέλλα, ο πρώτος του έρωτας. Είχε πάντα τη σκέψη του σ’ αυτήν. Και το πιο σημαντικό, δεν έγραψε αγάπη για πάντα ή Love, αλλά, Ε (Έρωτας).

Γι’ αυτό ήταν πλέον σίγουρος. Ογδόντα χρόνια πριν.

Στο δάκρυ της στιγμής, ένιωσε δίπλα του μια παρουσία.

Γύρισε διακριτικά. Δίπλα του, στεκόταν μια πολύ όμορφη κοπέλα που κρατούσε το σκυλάκι της με το λουρί.

Παραξενεύτηκε, γιατί, κι’ αυτή, είχε πλησιάσει τον στύλο και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις έρευνές του.

-Γεια, της απευθύνθηκε.

-Καλησπέρα, απάντησε. Δεν είσαι από δω, συνέχισε.

-Όχι, μα έχω κάποια σχέση με το νησί.

-Σε είδα να κοιτάς ερευνητικά αυτόν τον στύλο. Έχει κάποιο ενδιαφέρον για σένα;

-Μιχάλης. Ναι, έχει ενδιαφέρον.

Προσωπικά μάλλον βρήκα και αυτό που έψαχνα.

-Στέλλα. Είναι σημαντικό;

-Πως είπες το όνομά σου;

-Στέλλα. Τι το παράξενο έχει;

-Το δικό μου; Δε σε παραξένεψε;

-Ναι, για να πω την αλήθεια. Η γιαγιά μου ανέφερε διαρκώς αυτό το όνομα. Δε μπορεί, μια σύμπτωση θα είναι.

-Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι σύμπτωση, της απάντησε. Ο παππούς μου, λεγόταν Μιχάλης. Μιχάλης Λυβικός. Και στα νιάτα του, ήταν ερωτευμένος με μια Στέλλα,

-Τι; Μια Στέλλα; Άρα, εσύ, είσαι ο εγγονός του;

-Ναι, ο εγγονός του. Και μόλις βρήκα το χάραγμα του έρωτά τους, στην κίτρινη μπογιά του στύλου.

-Δεν το πιστεύω.

Κι’ εγώ, έρχομαι κάθε απόγευμα εδώ, κάτω από αυτόν τον στύλο, όπου η γιαγιά μου είχε γνωρίσει το μεγάλο της έρωτα, τον Μιχάλη. Λες;

-Λες; Απίστευτο μου φαίνεται.

-Μπορώ να το δω το χάραγμα;

-Να 'το!

Εδώ, στην κίτρινη μπογιά.

-Αλήθεια, αυτό είναι, το Ε.!(άπλωσε τα δάκτυλά της και το άγγιξε).

Η γιαγιά μου, διηγούνταν ιστορίες απ’ τον τόπο μας και έλεγε πάντα για τους κίτρινους στύλους στα φανάρια της πλατείας και το κεφαλαίο Ε.

-Πόσο χαίρομαι!

Να ξανασυστηθούμε, Μιχάλης.

-Στέλλα. Κι’ εγώ χάρηκα πάρα πολύ. Κι’ από δω, ο Πάκο, ο σκύλος μου.

-Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο παππούς μου, ερωτεύτηκε τη γιαγιά σου.

Αν είχε την ομορφιά σου και το γλυκό σου βλέμμα…

-Αυτό να το πάρω σαν φιλοφρόνηση; είπε με πλάγιο ενδιαφέρον.

-Όχι, αλήθεια είναι. Είμαι εντυπωσιασμένος.

-Κι’ εγώ. Λες; Λες;

-Τι; Να επαληθευτεί ή να συνεχιστεί αυτός ο παλιός μεγάλος έρωτας;

-Γιατί όχι; Ένιωσα κάτι ιδιαίτερο, όταν σε πρωτοείδα...Κάτι. Σαν ένα μικρό σκίρτημα.

-Εγώ...πάλι, γέμισα ομορφιά και αγάπη για τον τόπο των προγόνων μου.

-Πρέπει να πάω τον Πάκο σπίτι. Μένω στην άκρη του λιμανιού. Θες να συναντηθούμε μετά; Έχουμε πολλά να πούμε.

-Βεβαίως. Εγώ, μένω στο σπίτι του παππού. Ψηλά στο λόφο. Να σε συναντήσω, το θέλω πολύ.

-Δε χρειάζεται να πούμε που! (και οι δύο μαζί)

-Στις οκτώ, εδώ, κάτω από το φανάρι της πλατείας.

Και οι δυο χαμογέλασαν, λίγο αμήχανα.

Ο παλιός έρωτας του παππού Μιχάλη με τη γιαγιάς Στέλλας, μόλις είχε περάσει στον 21ο αιώνα.!

Comments


bottom of page