Κάθε που μ’ ακούς να γίνομαι ο άλλος, ρίχνε μου και μία σπρωξιά – με χέρι ή με λέξεις.
Αν θες, μπορείς να καιροφυλακτείς κιόλας·
απ’ το παράθυρο έρχεται
πότε με βροχή, πότε με το σούρουπο, πότε ντυμένος άγιος και καλοσυνάτος.
Μην του απευθύνεις τον λόγο, θα σε ταράξει στη λεπτομέρεια και στην ανακρίβεια.
Εμένα να πιστεύεις, είμαι ο άλλος-άλλος, ο πρώτος, πριν απ’ τη νόθα ανάσα, πριν από τον παραμυθά·
δεν γεννήθηκα ούτε από φωτιά, ούτε από αρρώστια.
Εύλογα θα αναρωτιέσαι τώρα, πώς αντιμετωπίστηκα απ’ το εξαγριωμένο πλήρωμα, αφού ήδη έχεις καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι αυτό που ζωγράφισα αντίβαινε τους όρους που είχα αποδεχθεί στο Σαιν-Μαλό.
Κι αν τώρα με κοιτάς όπως εκείνοι, είναι σφάλμα δικό μου· σφάλμα από φόβο μήπως και προκαλέσω τη διάθεση των λέξεων, μήπως και αρχίσω να πλάθω περισσότερο κόσμο απ’ όσο αντίκρισα κι αντέχεις. Θέλω να σου μιλώ από ψυχής, σαν από όνειρο αδιάστατο που δεν γνωρίζει όρια στη φυλακή του σώματος.
Θέλω να δεις, αλήθεια σου λέω θέλω, όλα όσα μαράζωναν στον ίσκιο των βλεφάρων, να ακούσεις τις εκκωφαντικές σιωπές τού νου που διέστειλαν τα πέρατα της συνείδησης, να φωνάξεις όσα ανόητα ξεστόμισε η γλώσσα μου στην άκρη του γκρεμού, κι ύστερα, να με κρίνεις από τον μακρινό αντίλαλο. Ναι, με κατηγόρησαν για ανευθυνότητα, για απροκάλυπτη παραβίαση των καθηκόντων μου, ότι έμπλεξα το αλμυρό νερό με τον λάγνο ιδρώτα, τον ιερό άνεμο με το ερωτικό ξεφύσημα και την πλώρη – αχ, η πλώρη που σκίζει και ορθώνεται στη θάλασσα, είπαν ότι ήταν η κάψα μου για εκείνη. Βλακείες, τίποτα δεν έστεκε από όσα μου καταλόγισαν, κι όμως, στον πίνακα επάνω ήταν αποτυπωμένες όλες τους οι κατηγορίες.
Ορισμένες φορές κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι, μοιραζόμασταν το ίδιο σεντόνι, ενδέχεται και τα ίδια όνειρα. Εγώ, πάντα ανήσυχος, δίχως φιλοδοξίες όμως.
Στα πλάγια και μαζεμένος, επ’ ουδενί συνεσταλμένος. Κι όταν το κατεργάρικο βλέμμα σκόνταφτε σε αθηλύκωτο κουμπί, έτρεμα από ντροπή και επιθυμία. Και πάντα το στρώμα σαν να ’χε μία κλίση – παιχνίδι της μοίρας, και βούλιαζα ανέλπιστα προς τη μεριά της.
Στο τέλος, όλο κατέληγα στον κόρφο της.
Dans ses bras αποκάλεσα τη σχέση μας όταν στο απογύμνωμα του ρόδου της ανακάλυψα στίγμα μαύρο.
Ο Τούρκος την περιέγραψε κάπως αλλιώς, ένα αγκάθι στα χείλη μου επάνω. Σου μοιάζω όμως για ποιητής; Αλήθεια πες μου, μοιάζω έστω και λίγο στον άγνωστο σ’ εμένα, Rimbaud;
«Περπάτησε» μου είπε ο καπετάνιος «μη χασομεράς, ίσια μπροστά στη σανίδα, άντε, παλαβιάρη, τελείωνε». Ακόμα σαν τα σκέφτομαι με πιάνει ταραχή. Δεν είναι επειδή έπεσα στη θάλασσα, ούτε η ακατανόητη λύσσα τους για επιβολή δικαιοσύνης· είναι ότι ο πίνακας τούς έμεινε αμανάτι, πειστήριο-απόδειξη ενοχής για όσους τους ήταν δύσκολο να κατανοήσουν το τι σημαίνει εναγκαλισμός.
Βούτηξα ως άνθρωπος ελεύθερος, χωρίς να βαραίνει τη συνείδησή μου κανένα παράπονο.
Μάλιστα, τους αποχαιρέτησα λέγοντας πως θα τους σκαντζάρω σύντομα. Έκλεισα τα μάτια και πήδηξα στην παιδική μου έρημο· εκείνη με την πεταλούδα, την καμήλα και το αειθαλές ηλιοβασίλεμα. Στην αφετηρία, λοιπόν, επέστρεψα, σ’ εκείνο το μικρό τέλος απ’ όπου ξεκίνησαν όλα…
Απόσπασμα από τη νουβέλα, Ένας άλλος Rimbaud, εκδόσεις γράφημα.
Comments