ΑΓΑΠΗ ΑΠΟ ΘΡΥΨΑΛΑ
- ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΛΑΝΤΟΥ
- Jan 22
- 4 min read

Ανέβηκαν στην μηχανή.
Ο άνεμος παρέσυρε μακριά όλα τα προβλήματα και τις μαύρες σκέψεις που τριγυρνούσαν στο μυαλό τους. Έφτασαν στην κορυφή του βουνού.
Η πόλη ζωγραφισμένη σε ασπρόμαυρο καμβά στην σκοτεινιά της νύχτας.
Την βοήθησε να βγάλει το κράνος της. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά ακανόνιστα από τους λυγμούς.
Πήρε στα χέρια του τα χέρια της και τα φίλησε ευλαβικά.
-Μίλησε μου, μοιράσου τον πόνο σου μαζί μου, δεν μπορώ να βλέπω τα μάτια σου να σηκώνουν καταιγίδες μάτια μου, της είπε.
-Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί Στράτο, του απάντησε σκουπίζοντας ένα δάκρυ που ξέφυγε από την άκρη του ματιού της.
Δεν θα το δεχτεί κανείς ποτέ, άσε που μια ζωή θα είμαι η σημαδεμένη, η σκάρτη, αυτή που άφησε τον άντρα της.
-Αγάπη μου, σε καταλαβαίνω αλλά αν μείνεις ακόμα λίγο θα σε σκοτώσει, είναι παρανοϊκός, είδες μέχρι πού μπορεί να φτάσει,της είπε ακουμπώντας τα χέρια του στα μάγουλά της.
Μέσα στα μάτια της αντίκρισε τον πόνο του κόσμου όλου.
Μια υπέροχη γυναίκα, που δεν αγαπήθηκε όπως έπρεπε κι αυτός ένας περαστικός.
Αρνιόταν να πιστέψει πως θα παρέμενε ένας περαστικός για εκείνη όμως προς το παρόν έπρεπε να θάψει τα όνειρα που είχε για εκείνη.
Έτρεμε μήπως τους δει κάποιος και το μάθει ο "άλλος".
Ήξερε πως έπρεπε να είναι απόλυτα προσεκτικός μήπως τους πάρει κανένα μάτι.
Την αγκάλιασε από τους ώμους και την άφησε να κλάψει στην αγκαλιά του.
Σιωπηλά άναψε τσιγάρο και τραβώντας μια μεγάλη τζούρα προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη.
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που την αντίκρισε έξω από το νοσοκομείο. Ήταν χτυπημένη πολύ που μετά βίας περπατούσε.
Την βρήκε στην αίθουσα επειγόντων και την βοήθησε να κάνει εγγραφή. Τις επόμενες μέρες την επισκεπτόταν τα πρωινά πριν την δουλειά.
Όταν άκουσε την ιστορία της έφριξε. Ο σύζυγος της την χτυπούσε σχεδόν καθημερινά, έπινε, μεθούσε και όταν επέστρεφε στο σπίτι έβγαζε το άχτι του πάνω της.
Δεν είχε κανένα στον κόσμο γι' αυτό και δεν μπορούσε να βρει καταφύγιο πουθενά και για να μην του δώσει αφορμή να την χτυπήσει κι άλλο, απλά σιωπούσε.
Ποτέ δεν φανταζόταν πως μέσα από τα θρύψαλα θα γεννιόταν αυτή η αγάπη.
Αυτός ακούγοντας την ιστορία της Ρεγγίνας πόνεσε πολύ.
Το ίδιο βράδυ βρέθηκε σε ένα μπαρ κι ήπιε πολύ ποτό.
Τον βρήκε το ξημέρωμα χαμένο στις σκέψεις του.
Δεν ήταν δυνατό να την ερωτεύτηκε, βασικά ήταν αδύνατο.
Παντρεμένη κοπέλα ήταν και όχι με κάποιο κανονικό άνθρωπο αλλά όπως φαινόταν, με ένα ψυχοπαθή. Βλέποντας την κάθε μέρα μόνη χωρίς κανένα άνθρωπο να την στηρίξει έστω μια καλή κουβέντα να της πει τον πονούσε.
-Πάμε; τον ρώτησε η Ρεγγίνα βγάζοντας τον από τις σκέψεις του.
- Ναι αγάπη μου, της απάντησε φιλώντας την στο μέτωπο.
Θα την άφηνε λίγο μακριά από το σπίτι παρόλο που δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει από τώρα ο άντρας της.
Την φίλησε στο μέτωπο ξανά προσπαθώντας να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Περίμενε να απομακρυνθεί και μετά να φύγει. Γυρίζοντας πίσω του έγνεψε και κίνησε να φύγει.
Μπαίνοντας στο σπίτι της μια δυσάρεστη έκπληξη την περίμενε αφού ο σύζυγος της τελικά επέστρεψε νωρίτερα.
-Πού ήσουν; την ρώτησε θυμωμένος.
-Πήγα ένα περίπατο να πάρω αέρα, του απάντησε με θάρρος.
Προσπάθησε να την αγκαλιάσει με τα χέρια που την χτυπούσε κάθε φορά αλλά του ξέφυγε. Δεν ήθελε να έχει καμιά επαφή μαζί του.
Κάθε φορά που την χτυπούσε πέθαινε ένα κομμάτι της, μέχρι που πέθαναν όλα τα κομμάτια μέσα της, κάθε ίχνος αγάπης που είχε για εκείνο. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού κι έτρεξε, έπαιξε την ζωή της κορόνα γράμματα μα έπρεπε να το κάνει. Έπρεπε να ξεφύγει, είχε δικαίωμα να ζήσει όλα όσα της στέρησε η ζωή.
Όσο έτρεχε τόσο περισσότερη δύναμη έπαιρνε για να συνεχίσει.
Στην στροφή του δρόμου μύρισε μια γνώριμη οσμή, οικεία, στοργική. Ο Στράτος, την περίμενε μάλλον, ίσως δεν πρόλαβε να φύγει. Το ένιωσε, ήταν κοντά της. Μόλις την είδε ασυναίσθητα της έβαλε το κράνος και ανέβηκε στην μηχανή. Τα κατάφερε, θα έφευγε μακριά από τον εφιάλτη της, με την μεγάλη της αγάπη.
Την αγάπη αυτή που ήρθε ξαφνικά στην ζωή της και την άλλαξε. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως δεν την ένοιαζε τι θα έλεγαν για αυτή. Μια φορά θα είχε την ευκαιρία να ζήσει τον μεγάλο έρωτα αυτό η Ρεγγίνα και ήταν σίγουρη πως ο Στράτος θα ήταν ο ιδανικός σύντροφος για αυτή. Άνοιξε τα χέρια της και ανάσανε ελεύθερη για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.
Όφειλε να ζήσει αυτή την αγάπη, αυτό τον τεράστιο έρωτα που είχε για τον Στράτο της, χωρίς να την εμποδίζει τίποτα.
Η μάνα του Στράτου τους περίμενε στο κατώφλι.
Στην αρχή ντράπηκε δεν ήθελε να την δει, θεωρούσε τον εαυτό της κατώτερο και ότι άξιζε στον Στράτο κάτι καλύτερο από εκείνη που ήταν ήδη παντρεμένη.
Την αγκάλιασε και κρατώντας τα χέρια της, της φόρεσε το μενταγιόν που φύλαγε για αυτή την στιγμή.
Άργησες αλλά ήρθες, της είπε η κυρά – Δέσποινα φιλώντας την στο μέτωπο, χαρίζοντας της μια μητρική αγκαλιά που πάντα είχε ανάγκη.
Η Ρεγγίνα έγινε βασίλισσα δίπλα στον Στράτο και στο σπιτικό του.
Την αγκάλιασαν όλοι με στοργή και σαν να σύνδεσαν όλα τα σπασμένα κομμάτια της καρδιάς της, χαρίζοντας της μια καινούρια.
Η αληθινή αγάπη μια φορά έρχεται στην ζωή σου, είτε θα την ζήσεις χωρίς να υπολογίσεις τα συντρίμμια που θα αφήσει πίσω της, είτε θα την αφήσεις να φύγει και θα το μετανιώνεις μια ζωή.
Μαριάννα Λάντου
Comments