Χρόνια γκρίζος ο καιρός,
λασπωμένες κι αδιέξοδες οι μέρες,
για να αντέξεις του φασισμού τη δυσωδία,
στο αλώνι του θάνατου έπρεπε να γυμνάζεσαι,
όχι μακριά απ’ την Αχερουσία,
το βρωμισμένο από απάτη και ξενοδουλεία.
Το αληθινό πρόσωπο του θάνατου στους δρόμους,
νυχτάλωπες οι δήμιοι πολλοί,
οι γκιλοτίνες νοικιασμένες από ‘σωτήρες’,
η Ακρόπολη και τα μνημεία να αιμορραγούν,
η ιστορία καιόμενη από του φοίνικα τη φωτιά
κι ο λαός να μηρυκάζει τις μνήμες του,
στον ακίνητο χρόνο να μην του αποκοιμηθούν.
Οι σιωπές από την πείνα για λίγο ψωμί,
η στάχτη των καμένων ποιημάτων,
η ευχή να γυρίσει ο αδελφός
κι ο σύντροφος από την εξορία,
το τελευταίο δάκρυ για τον επόμενο πόνο,
φίλιωσαν σ’ ένα σύνθημα ονείρων κι ελπίδας,
‘Ψωμί, Παιδεία , Ελευθερία’.
Τα όνειρα μας κράτησαν δεμένους στα κάγκελα,
δίπλα, δίπλα αγαπημένη με συντρόφους
αγαπηθήκαμε περισσότερο από το καλοκαίρι κι ήταν Νοέμβρης.
Σαν να φορούσαμε πλατύ πανωφόρι κείνο το απόβραδο,
να τυλίξουμε του κόσμου τις πληγές και το λυγμό,
σαν να κυοφορούσες στη μήτρα σου το αύριο, χίλιες γέννες,
μέσα στις ιαχές ‘απόψε πεθαίνει ο φασισμός’.
Κορμιά συντρόφων λύγισαν στην άσφαλτο,
κάτω από τις μπότες και τις ερπύστριες,
σάρκες και αίμα πολύ στο χώμα πίσω από την πόρτα.
Ορφανεμένα τα όνειρα δραπέτευσαν και γλύτωσαν με θυμό,
έτσι κάνουν πάντα τα όνειρα των έφηβων,
μένουν να κάνουν ύμνο και τραγούδι τον τελευταίο στεναγμό.
Τις καλημέρες τις είπαν στο λυκαυγές οι πρώτοι νεκροί,
ευτυχώς κάποια κυκλάμινα
στο μαντρότοιχο αντιστάθηκαν στη φωτιά
και συντρόφεψαν τον πληγωμένο ήλιο να βγει,
για να ψάξουν οι μάνες τα παιδιά που δεν είχαν γυρίσει.
Η πόλη αλυσοδεμένη, οι δρόμοι σιδερόφρακτοι,
τα όνειρα δειλά ακόμα να ξορκίσουν το θάνατο
και τη μελλούμενη της Κύπρου εκτέλεση.
Αλήθεια τα είπαμε στα παιδιά,
τα διηγηθήκαμε στα εγγόνια;
Comments