top of page

ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΑΓΑΠΗ, ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΗ ΑΓΑΠΗ

Writer: logotimis2024logotimis2024

Χτύπησε την πόρτα του και περίμενε να της ανοίξει.

Δεν ήξερε πώς έφτασε μέχρι εδώ στη μέση του πουθενά, έξω από το σπίτι του.

Δεν άντεχε όμως άλλο την άγρια ζωή της στο Μιλάνο!


Είχε ανάγκη την αγκαλιά του, να κουρνιάσει μέσα σαν απροστάτευτο σπουργίτι, να νιώσει τη ζεστασιά του κορμιού του, την καυτή ανάσα του που μύριζε δυόσμο.

Είχε ανάγκη να τον δει, να νιώσει ασφαλής έστω για λίγο.


Άνοιξε σαστισμένος!

Δεν την περίμενε αλλά τα μάτια του χαμογέλασαν σαν την είδε και άνοιξε πλατιά την αγκαλιά του.

Εκείνη τυλίχτηκε στα στιβαρά του μπράτσα και έψαξε τα χείλη του.

Το σμίξιμο τους παθιασμένο και φλογερό!

Ο έρωτας τους ξαφνικός και γεμάτος ένταση, από την πρώτη φορά που βρέθηκαν μόνοι!


Δεν το επιδίωξαν, δεν κατάλαβαν καν πως ερωτεύτηκαν, αλλά ζούσαν τον πιο απίστευτο έρωτά τους!!


Έφτασε μόνο εκείνο το βαθύ βλέμμα στα μάτια τους· τα είχαν πει όλα!!

Στην αρχή εκείνη δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά έπιανε τον εαυτό της καθημερινά να τον σκέφτεται όλο και πιο έντονα!

Δεν ήταν της δικής της τάξης, δεν είχαν κοινά ενδιαφέροντα αλλά τη γέμιζε όσο κανένας άλλος άντρας που είχε γνωρίσει!!

Εκείνη μια σοπράνο όπερας και εκείνος αγρότης!

Και όμως, να που η ζωή τα φέρνει με τέτοιο τρόπο που οι δρόμοι τους συναντήθηκαν!



Βράδυ μιας χειμωνιάτικης νύχτας και εκείνη φεύγοντας από την όπερα, έτρεχε με το μικρό της ΦΙΑΤ500 στον επαρχιακό δρόμο από Μιλάνο προς Ισέο, όταν την έπιασε λάστιχο!

Το κινητό της είχε μείνει από το απόγευμα από μπαταρία και τώρα ένιωθε το πόσο λάθος έκανε που δεν το είχε φορτίσει νωρίτερα στο θέατρο.

Τρομοκρατήθηκε καθώς ήταν έντεκα το βράδυ και παντού ήταν ερημιά.

Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν μια καλύβα στο βάθος του οπτικού της πεδίου, με ένα αχνό φως να τρεμοπαίζει!

Το κρύο και όλη η κούραση της μέρας ήταν αυτά που την οδήγησαν προς την καλύβα του!

Χτύπησε την πόρτα με τις μπότες της λασπωμένες, που μόλις το αντιλήφθηκε ήθελε να βάλει τα κλάματα.

Τις είχε πάρει ολοκαίνουργιες πριν μερικές μέρες!


Η πόρτα άνοιξε και η ζεστασιά από το τζάκι που άναβε, μαζί με το ανάστημά του, τα μεγάλα μαύρα του μάτια αλλά και η αύρα του, την παρέλυσαν.

- Πως μπορώ να σας βοηθήσω;

- Συγνώμη για την ώρα, εεεεε, έμεινα από λάστιχο στον επαρχιακό δρόμο και αν μπορούσα να βάλω λίγο το κινητό μου να φορτίσει για να μπορέσω να καλέσω την οδική βοήθεια…

Κοίταξε πέρα από τους ώμους της, και άνοιξε διάπλατα την πόρτα της καλύβας!

⁃ Ίσως είναι καλύτερα να βγάλω τις μπότες μου γιατί δεν έβλεπα και…

⁃ Ορίστε!! Άστε τις μπότες στο σκαλοπάτι της εισόδου!


Της έδωσε ένα ζευγάρι αντρικές, καρό παντόφλες, με γούνινη επένδυση οι οποίες αμέσως τις ζέσταναν τα πόδια!

⁃ Να σας φτιάξω ένα τσάι; Κάνει κρύο απόψε.

Η φωνή του την ξάφνιασε προς στιγμή, καθώς είχε απορροφηθεί από το εσωτερικό της καλύβας του.

Τα ξύλινα πατώματα και η ξύλινη επένδυση των τοίχων, τα δύο μεγάλα κεφάλια από τάρανδους στον τοίχο πάνω από το τζάκι, την έστελναν σε κάποια άλλη εποχή.

- Όχι, μη σας βάζω σε κόπο, λίγο έναν φορτιστή για το κινητό και να φύγω μόλις…

⁃ Μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το πρωί! Δεν έχω κινητό καρδιά μου και δεν έχω ούτε και φορτιστή!

⁃ Εν έτει 2024!!!


Η έκπληξη στο πρόσωπό της τον έκανε να χαμογελάει και ήταν τόσο όμορφος!!!

Τα μάτια του έλαμπαν και το μούσι μερικών ημερών που είχε τον έκαναν τόσο γοητευτικό!

Πόσο διαφορετικός ήταν αυτός ο πανέμορφος άντρας από όσους γνώρισε μέχρι τώρα.

Χαμένη στις σκέψεις της δεν τον είδε που της πρόσφερε το φλιτζάνι με το γάλα.


⁃ Πιες λίγο, είναι ολόφρεσκο από τις κατσικούλες μου, θα σε δυναμώσει μετά από τόση ταλαιπωρία, της είπε με τη γοητευτική φωνή του.

Και για το τυπικό, είμαι ο Αλεσάντρο!

- Ε... σε ευχαριστώ, τραύλισε η ίδια. Εγώ είμαι η Bianca.


Αρνιόταν να πιστέψει ότι υπήρχαν τέτοιοι άντρες με καθαρή ψυχή ακόμα.

⁃ Αν θες μπορώ να σε ξεναγήσω στο αγρόκτημα αύριο, να τις δεις μαζί με όλα τα υπόλοιπα ζώα, γιατί έτσι όπως το βλέπω θα πρέπει να μείνεις εδώ για το βράδυ,

της είπε κοιτάζοντάς την με αυτά τα ολόμαυρα μάτια του που την μαγνήτιζαν.

⁃ Τι λες; Θα μείνεις εδώ απόψε;

- Δεν... Δεν ξέρω πραγματικά, δεν θα ήθελα να γίνω βάρος, ίσως είναι καλύτερα να ψάξω κάποιο κατάλυμα κάπου εδώ κοντά, του είπε με ευγένεια.

- Εδώ κοντά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, δεν έχεις ούτε αυτοκίνητο άρα δεν υπάρχει κάποια άλλη λύση και, κλείνοντάς της το ένα του μάτι, ξεκίνησε για το δωμάτιο.

Εμφανίστηκε κρατώντας αρκετές γούνινες κουβέρτες.

- Θα ξαπλώσω εδώ κοντά στο τζάκι κι εσύ μπορείς να κοιμηθείς στο κρεβάτι μου, μέσα στο δωμάτιο.


Το σπίτι έλαμπε από καθαριότητα. Το δωμάτιο απλό, με ωραία ξύλινα πατώματα και μια υπέροχη λευκή κουβέρτα από πούπουλα ήταν ριγμένη στο κρεβάτι με τα πολλά μαξιλάρια.

Τα σεντόνια μύριζαν λίγο από αντρικό άρωμα, αλλά και ένα απαλό απορρυπαντικό.

Στριφογύριζε συνεχώς, δεν μπορούσε να κοιμηθεί και ήταν σίγουρος πως δεν έφταιγε το ότι δεν κοιμόταν στο κρεβάτι του.

Η παρουσία της σαν να φώτισε την καλύβα του.

Το άρωμά της περιφερόταν μέσα στο σπίτι γεμίζοντας με ένα περίεργο συναίσθημα την καρδιά του, κάνοντάς την να χτυπά δυνατά και άτακτα.

Πρωτόγνωρα αισθήματα που αντιλήφθηκε ότι δεν ένιωσε ποτέ πριν με κάποια άλλη γυναίκα, συναισθήματα που παρέλυσαν το κορμί του.

Ήταν σίγουρος πως την είχε ερωτευτεί και δεν ήξερε γιατί. Μόνο από τα καστανά της μάτια που αντίκρισε σαν άνοιξε την πόρτα, που ήταν γεμάτα ηρεμία, η λεπτοκαμωμένη σιλουέτα της, η εικόνα που έβγαζε, σε έκανε αμέσως να καταλάβεις τι γυναίκα ήταν.

Μια γυναίκα της πόλης, με κάποιο στάτους.


Χαμένος καθώς ήταν στις σκέψεις του, δεν άκουσε αμέσως τα αναφιλητά που έρχονταν από το δωμάτιο.

Μόλις αντιλήφθηκε ότι την άκουγε να φωνάζει, σηκώθηκε κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει, σκουντουφλώντας από τη βιασύνη του στην πολυθρόνα.

Τη βρήκε να κάθεται στο κρεβάτι και να κλαίει με αναφιλητά. Προσπαθούσε να την παρηγορήσει παίρνοντας την απλά στην αγκαλιά του.

Την άκουγε να κλαίει κι όπως τρανταζόταν από τους λυγμούς που έβγαιναν από την καρδιά της, άρπαξε με τα δυο του χέρια το πρόσωπό της και τη φίλησε.

Ένα φιλί απρόσμενο που δεν περίμενε πως θα ήταν τόσο γλυκό, ερωτικό, τόσο όμορφο.

Η δική της ανταπόκριση τον έφερε ξανά στην πραγματικότητα και την άφησε ήρεμα πίσω στο μαξιλάρι.

⁃ Συγνώμη, ειλικρινά δεν ξέρω πως... Σε άκουσα να σπαράζεις στο κλάμα και το μόνο…

Έβαλε το χέρι της στο στόμα του και τον σταμάτησε.

⁃ Δεν υπάρχει κανένας λόγος να απολογείσαι.

Ήταν ένας εφιάλτης που έρχεται συχνά και έχει να έρθει μήνες, δεν ξέρω τι έγινε.

Ίσως ο φόβος που ένιωσα μένοντας μόνη στο αμάξι, μέχρι να πάρω την απόφαση να έρθω μέχρι εδώ.

⁃ Δεν ξέρω τι είδες, αλλά θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι εδώ είσαι ασφαλής. Κανείς δεν έρχεται στο αγρόκτημα και όλοι οι γύρω αγρότες είναι φίλοι και με γνωρίζουν, ξέρουν ότι δεν ενοχλώ κανέναν και απαιτώ να σέβονται την ιδιοκτησία μου όπως εγώ τις δικές τους. Εδώ υπάρχει μια αλληλεγγύη, που στις πόλεις δύσκολα τη βρίσκεις!

⁃ Δεν θα σου κρύψω ότι ένιωσα ασφαλής από τη στιγμή που μου άνοιξες την πόρτα. Τα μάτια σου έχουν κάτι διαφορετικό, κάτι παράξενα όμορφο…

Κοιτάχτηκαν ξανά έντονα στα μάτια. Ήθελε τόσο να τη φιλήσει ξανά αλλά δεν τόλμησε!

⁃ Θέλεις να ξαπλώσεις εδώ δίπλα μου, σε παρακαλώ, στο ζητάω σαν φίλη, αν και δεν με γνωρίζεις. Αλλά ειλικρινά θα νιώσω πιο ήρεμη αν ξέρω ότι κάποιος είναι πλάι μου.

Έσκυψε στο πλάι, συνεχίζοντας να την κοιτάζει στα μάτια.

⁃ Να μη φοβάσαι τίποτα! Όχι όσο είμαι εγώ εδώ! Και το πρωί, θα σε πάω μέχρι τη διπλανή φάρμα να φορτίσεις το κινητό σου και θα φτιάξουμε και το αμάξι σου.

Δεν του απάντησε, έσκυψε απλά και χώθηκε στην αγκαλιά του. Τον έπιασε απροετοίμαστο και κόπηκε η ανάσα του!

Δεν τόλμησε να κλείσει μάτι, την κοίταζε απλά και δεν κουνιόταν μην την ξυπνήσει!

Τα κάστανα της μαλλιά, με μερικές χρυσαφένιες ανταύγειες έπεφταν στο πρόσωπό της που ήταν βελούδινο και αλαβάστρινο χωρίς ίχνος μακιγιάζ.

Πρώτη φορά έβλεπε γυναίκα να είναι χωρίς μακιγιάζ.

Μόνο στις βλεφαρίδες της καταλάβαινε ότι υπήρχε χρώμα, ένα μπλε χρώμα μάσκαρα που δεν είχε βγάλει πριν ξαπλώσει.

Τα ροδαλά της χείλη ήταν μισάνοιχτα καθώς κοιμόταν στην αγκαλιά του.

Το πρωί σύρθηκε προσεκτικά και έφυγε για να ταΐσει τα ζώα. Εξάλλου ήταν πολύ πρωί ακόμα για να την ξυπνήσει.

Είχε τελειώσει από όλα τα ζώα και είχε μαζέψει και μερικά αυγά από τις λίγες κοτούλες που είχε, αλλά και υπέροχα μανιτάρια που μεγάλωνε στην αποθήκη του! Έκοψε και λίγο σπανάκι από τον κήπο και αφού έκανε ένα μπάνιο, βάλθηκε να φτιάχνει μια ωραία ομελέτα για να φάνε!


Η Bianca, ένιωσε τις μυρωδιές από την κουζίνα να της τρυπάνε τη μύτη!!


Ξύπνησε κοιτάζοντας το ρολόι στον απέναντι τοίχο!! Εννέα και τέταρτο! Και ήταν ξεκούραστη! Αυτή που ήθελε να κοιμάται μέχρι τις δώδεκα τουλάχιστον για να μπορεί να ανοίξει τα μάτια της!


Θυμήθηκε τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ και κοίταξε γύρω της στο δωμάτιο, τώρα που το φως της μέρας την άφηνε να δει λεπτομέρειες. Όλα σε πλήρη τάξη, δεν υπήρχε κάτι που να δείχνει ότι εδώ μένει ένας άντρας μόνος.


Ούτε αταξία, ούτε τίποτε λερωμένο, ούτε καν πεταμένα ρούχα!! Μα πώς γίνεται;

Έβαλε τις παντόφλες του και χαμογέλασε καθώς τα μικροσκοπικά της πόδια χάθηκαν μέσα στη γούνινη επένδυση των τεράστιων παντοφλών του.

- Μπουοντζιόρνο!

Το καλημέρισμά της τον ξάφνιασε ευχάριστα! Τι φτιάχνεις και μυρίζει τόσο υπέροχα;

⁃ Καλημέρα και σε σένα!! Ελα, κάθησε! Έχω φτιάξει μια ομελέτα από αυγά από τις κοτούλες μου, σπανάκι και μανιτάρια από τον κήπο! Επίσης έχουμε φρέσκες φράουλες επίσης από τον κήπο αλλά και ολόφρεσκο γάλα από την Μπέλλα!!

Η έκπληξη στα μάτια της τον έκανε να γελάσει πλατιά!

- Αλήθεια λες; Όλα είναι από εδώ; Εσύ έχεις…

- Ναι, είμαι αγρότης! Αυτό κάνω! Κάθισε!! Χθες δεν μιλήσαμε για εμάς. Ήταν και αργά…

Τα είπαν όλα!

Μια σοπράνο στη Σκάλα του Μιλάνου, με ρίζες από την μακρινή Αραβία, αφού ο γιατρός μπαμπάς της ήταν από εκεί, αλλά η Ιταλίδα μαμά της, κατάφερε να τον φέρει στην Ευρώπη!

Ζούσαν πλέον στο σπίτι τους στο Ισέο, μιας και τα τρία αδέρφια της παντρεύτηκαν εκτός Ιταλίας και ζούσαν σκορπισμένοι στην Ευρώπη!

Στο Ισέο ήταν το σπίτι στο οποίο κατέληγαν όλοι όταν αισθανόντουσαν έλλειψη της οικογενειακής θαλπωρής!

Εκεί πήγαινε το προηγούμενο βράδυ, καθώς της είχε λείψει τόσο η αγκαλιά της μαμάς της!!

Του μίλησε για τον άσχημο έρωτά της με τον Μάσσιμο, τον διευθυντή σκηνής στην όπερα που τραγουδούσε.

Της μίλησε για τον αποτυχημένο γάμο του με τη Τζόρτζια, που δεν ήθελε να μένει στη φάρμα και τα πήρε όλα και έφυγε!

Άνοιξαν τις καρδιές τους ο ένας στον άλλο, έτσι απρόσμενα αλλά και εντελώς φυσιολογικά! Σαν να ήξεραν ο ένας τον άλλο χρόνια!

Στη διπλανή φάρμα που πήγαν για να φορτίσει το κινητό της και καθώς περίμενε τον Αλέσιο να της αλλάξει το λάστιχο, με τον εξαίρετο γείτονά του, η Bianca, μιλώντας με την ιδιοκτήτρια της φάρμας έμαθε ότι ο Αλέσιο ήταν πολύ πληγωμένος από τη ζωή!

Με δύο αδερφές που τον απαρνήθηκαν γιατί δεν ήθελαν την οικογενειακή φάρμα, αλλά εύκολα ζητούσαν τα χρήματα που τους αναλογούσαν!

Από το χάσιμο και των δύο γέρων γονιών του κατά τη διάρκεια του covid και την απόφαση του να πετάξει ακόμα και το κινητό του για να αποκλειστεί από τον κόσμο!

Τα μάτια της βούρκωσαν και ένιωσε περίεργα όμορφα, όταν η γλυκιά σενιόρα Τζούλια της είπε κλείνοντάς της το μάτι «Να τον προσέχεις, χαμογέλασε και πάλι, άρα είναι ερωτευμένος»

Την πήγε με το αγροτικό του αυτοκίνητο μέχρι το δικό της και βλέποντάς την έντονα στα μάτια, είπε κάτι που δεν είχε πει σε καμία άλλη ποτέ του…

⁃ Οποιαδήποτε ώρα και μέρα, να ξέρεις ότι εδώ θα βρεις θαλπωρή και ηρεμία.

Το σπίτι μου είναι ανοικτό, όποτε θες να έρθεις!

Τον αγκάλιασε ζεστά και του έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη.

⁃ Σε ευχαριστώ για όλα!!! Θα τα πούμε! Αριβεντέρτσι!



Μαρία Μιτα-Νικολάου 🌹


Μαριάννα Λαντου 🌹

Comentarios


bottom of page