top of page

Απόδειπνο στην πλατεία Βάθης

Μόλις είχε τελειώσει το Μέγα Απόδειπνο και τμήμα του Μεγάλου Κανόνα στο εκκλησάκι της Αγίας Άννας και ο κόσμος μετρημένος στα δάχτυλα αυτό το κρύο απόγευμα των πρώτων ημερών του Μάρτη.

Όλοι κι όλοι δέκα άνθρωποι, μαζί με τον παπά, τον ψάλτη και την εκκλησάρισσα,την ηλικιωμένη κυρά Αριστέα.

Λίγες ευχές χαμηλόφωνες, να σβήσουν και τα κεράκια και να κλειδώσουν την βαριά εξώθυρα. Απελπιστικά λίγος ο κόσμος…

Ε... κάτι το κρύο, κάτι που μετά το απόγευμα κι όταν αρχίζει να νυχτώνει δύσκολα βρίσκεις Χριστιανό στην πλατεία… Προφάσεις εν αμαρτίαις…


Είχε ξεκινήσει και η Σαρακοστή, περίοδος μετανοίας, προσευχής και νηστείας αλλά και περισυλλογής.

Είχε να κάνει κι εξομολογήσεις ο παπάς…

Είχε και τα δικά του…

Ενας γιός φαντάρος και δυο κόρες σπουδάστριες και τώρα ένα θεματάκι υγείας…

Κατευθύνθηκε δίπλα από την πόρτα και ξεκρέμασε απ' την κρεμάστρα ένα βαρύ μακρύ παλτό.

Το φόρεσε πάνω από το αντερί, το κούμπωσε μέχρι πάνω και γύρισε να βγει.


-Παπά Βαγγέλη, εμφανίστηκε μπροστά του η εκκλησάρισσα, πριν έρθεις πέρασε η κοπελίτσα από το καθαριστήριο και σας έφερε το παλτό που είχατε δώσει για καθάρισμα.

Δεν γύρεψε λεφτά, απλά μου το άφησε.

Να εδώ το εχω, φρέσκο φρέσκο, είπε και του έδωσε ένα καλοδιπλωμένο μακρύ παλτό.

-Νάσαι καλά ευλογημένη, ευχαριστώ, θα το κανονίσω εγώ, της απάντησε και πήρε το παλτό.

Το νυχτερινό κρύο τον χτύπησε σα γροθιά στο πρόσωπο .

-Πάτερ, δώσε κάνα δεκάρικο, ρε πάτερ, τι είναι για σένα;

Μια σκιά ξεπήδησε απ' την γωνία και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

Ο παπάς ξαφνιάστηκε και γύρισε προς το μέρος της φωνής.

Ένας άντρας, πενηντάρης, ίσως και εξηντάρης, ξερακιανός, φανερά ατημέλητος, με ένα τσιγάρο που κρεμόταν απ' τις άκρες των χειλιών του, τον πλησίασε με απλωμένο χέρι.

-Ελα παπά, εσύ τώρα θα πας σπίτι να φας το σαρακοστιανό σου γουρουνόπουλο, δώσε κι εμένα ένα δεκάρικο να φάω κάνα δυο σουβλάκια που 'χει κολλήσει το στομάχι μου απ' την πείνα, είπε στον γέροντα και με το απλωμένο χέρι τού σκούντησε ελαφριά την κοιλιά.

Τρόμαξε, αγριεύτηκε αλλά και θύμωσε ο παπα Βαγγέλης, παρά τα κιλάκια του, το δικό του στομάχι γουργούριζε απ' την νηστεία και η σκέψη της αλάδωτης φακής της Τετάρτης τον έκανε να σπρώξει με αγανάκτηση το χέρι τού διακονιάρη, λέγοντας:

-Πάψε ευλογημένε με τα γουρουνόπουλά σου μέρα που 'ναι, δεν ντρέπεσαι;

-Παπά, ο πεινασμένος δεν έχει ντροπές, έλα δώσε κανά δεκάρικο μην σε πάρει ο διάολος.

Ο παπάς κοκκίνισε μέχρι τα αυτιά, ένας καταπιεσμένος θυμός χρόνων βγήκε από μέσα του, θυμός που καταπίεζε κάθε φορά που πέρναγε μια πλατεία κι όταν έβλεπαν το μπαλωμένο ράσο του, αγνοώντας κουστουμάτους και καλοντυμένες κυρίες, όρμαγαν σαν τις σφήκες με απλωμένο χέρι από κάθε γωνιά σε αυτόν, τον παπά των 987 ευρώ (ήταν πανεπιστημιακός και τρίτεκνος ), λες κι ήταν Ωνάσης.

Με δυο κόρες να σπουδάζουν κι έναν γιο φαντάρο και την παπαδιά να δουλεύει τετράωρο σε σούπερ μάρκετ.

Σκέφτηκε που ο ίδιος όταν έμπαινε σε κανα μαγαζί να ψωνίσει καμιά προσφορά, την πλήρωνε χρυσάφι από τους φανερούς και κρυφούς επαίτες.

Αυτοί ήταν οι πιο δυστυχισμένοι κι αυτοί που δεν μπορούσε να τους αρνηθεί τίποτα.

Όπως την ευγενική κυρία που την έβλεπε που και που στην εκκλησία και όταν την πέτυχε σε ένα μεγάλο μάρκετ τού ζήτησε κρυφά μια βοήθεια γιατί είχε το δίλημμα, φαγητό ή φάρμακα για τον άντρα της…

Ή εκείνον τον καλοντυμένο ηλικιωμένο κύριο που έμενε κοντά στην εκκλησιά προφανώς, του κούναγε το κεφάλι με ευγένεια κανα δυο φορές που τον είχε ανταμώσει στην περιοχή και μέσα στο μάρκετ τού είπε συνωμοτικά:

-Πάτερ, σήμερα θα δω τα εγγόνια μου, μετά από καιρό με κάλεσε ο γιος μου να φάμε σπίτι του, άκου Μεγαλοδύναμε, το παιδί μου, το σπλάχνο μου μου έχει απαγορέψει να πηγαίνω πάρεξ κι όταν μου πει, κι εγω δεν έχω σχεδόν ούτε για δυό σοκολάτες…

Πώς να αντισταθείς σε εκείνα τα βουρκωμένα και κουρασμένα μάτια; Πλήρωσε εκείνο το απόγευμα πολύ ακριβά την προσφορά 7,99 του απορρυπαντικού που ήρθε να πάρει. Ευτυχώς που τώρα τα ψώνια τα φέρνει η παπαδιά λόγω της δουλειάς της.

Τώρα, μπροστά του εκείνος ο αυθάδης σχεδόν συνομήλικός του που του ζήταγε ΔΕΚΑΡΙΚΟ σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα στον κόσμο.

Αισθάνθηκε να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

-Θα στο δαγκώσω ρε π***** και θα στο κόψω, βούτηξε το λερό χέρι ο παπάς και το έβαλε στο στόμα του.

Τα μάτια του γύρισαν κι η όψη του έγινε διαβολική από τον θυμό.

Πέταξε κάτω το καλοδιπλωμένο παλτό που κράταγε.

Ποιον στέλνεις στο διάβολο ρεεεε; Τώρα τον έπιασε απο τα πέτα του λερωμένου μπουφάν.

Ξαφνικά ο παπάς συνειδητοποίησε ότι τον είχε σηκώσει μερικά εκατοστά από το έδαφος και τρόμαξε.

Μια σκέψη του πέρασε σαν αστραπή απ' το μυαλό "μωρ' λες όπως με έστειλε στον διάολο να με δαιμόνισε κιόλας; "

Τον άφησε κάτω μετανιωμένος.

-Συγνώμη αδερφέ μου, με διαόλισες βραδιάτικά, είπε στον ζητιάνο.


-Παπά μου … χέστηκα πάνω μου, άσε με και πάρε, να τρία ευρώ έχω πάνω μου και λίγο μπάφο, χαλάλι σου, είσαι στην τσίτα…


Ο φουκαράς ο παπά Βαγγέλης αισθάνθηκε τέτοια ντροπή …

Τίποτα ίσως να μην τον είχε κάνει να αισθανθεί χειρότερα από αυτά τα λόγια.

-Σχώρα με, αλλά κι εσύ ρε ευλογημένε, τι δεκάρικα ζητάς, εχω καμιά δεκαρικιά φυτεμένη και δεν το ξέρω;

Αλήθεια, τι μας περνάτε όλοι όσοι έχετε μια ανάγκη ρε αδερφέ, ότι είμαστε οι παπάδες, λεφτάδες;

-Εσείς φταίτε γι' αυτό παπά μου, τα χρυσά σας, τα σκάνδαλά σας, ξέρεις εσύ…

Να σου πω, να κάτσουμε πουθενά να τα πούμε;

-Ελα να σου αγοράσω τα δυο σουβλάκια να φας, άντε κι ο Θεός να μας συγχωρέσει, του είπε κι έσκυψε και πήρε παραμάσχαλα το παλτό από κάτω.

-Τι τον μπλέκεις τώρα τον Θεό, παπά, αυτός έχει και δεν μας δίνει.

Και μην στον κόπο παπάς άνθρωπος, δώσε μου και τα παίρνω μόνος μου.

- Μην λες τέτοια, πάμε μην το μετανιώσω.

Και για λεφτά, ξέχνα το.

Δεν θα σου δώσω εγώ την δόση που θα σε σκοτώσει!

Πήγανε πιο κάτω σε ένα σουβλατζίδικο, δυο τραπεζάκια έξω, στο ένα καθόντουσαν δυο άντρες και μια γυναίκα, με σλάβικα χαρακτηριστικά που τους κοίταξαν με απορία.

Μέσα το αδιαχώρητο με μια σχεδόν αφόρητη ζέστη και μια τσίκνα από τα σουβλάκια που ψηνόντουσαν στην σχάρα έκανε τον παπά να φτάσει στα όρια της λιποθυμίας.

Ενας τεράστιος γύρος χοιρινός αργογύριζε και σταγόνες καυτό λίπος τσιτσίριζαν πάνω του σταλάζοντας στη βάση με το φρεσκοκομμένο κρέας που περίμενε να γεμίσει τις πίτες και τις κοιλιές των "τυχερών" .

Σπάνια ζήλευε ο παπά Βαγγέλης αλλά τώρα …

Η κόλαση, σκέφτηκε, θα ήταν ένα τέτοιο μέρος, γεμάτο πειρασμούς αλλά που να μην αγγίζεις τίποτα. Παράγγειλε δυο σουβλάκια απ' όλα και δυο νεράκια

Πλήρωσε.

Το είχε ξεκόψει.

Θα σε ταϊσω, θα σου ψωνίσω, λεφτά για ουσίες δεν δίνω.

Δεν τον ένοιαζε που τον έβλεπε ο κόσμος εκεί μέσα .

Η δικιά του θεώρηση της ζωής ήταν να κάνει αυτό που πίστευε ότι ήταν σωστό και να μην τον νοιάζει αν θα σκεφτεί κάτι άσχημο ο κακοπροαίρετος.

Ήταν αυτός καθαρός;

Ήταν ειλικρινής στον εαυτό του και τον Θεό;

Ας σκεφτεί ο κόσμος ότι έφαγε μισή στάνη…

Α, μα πια!

Μιλήσανε πολύ.

Η ιστορία του ζητιάνου μοναδική μα και τόσο κοινή.

Από παιδί ατίθασο, μηχανές, παρανομία, κακές παρέες, μικροκλοπές, φυλακή, λίγο ισορρόπησε με μια καλή κοπέλα που της έκανε δυο παιδιά αλλά δεν τον άντεξε και ζει με τα παιδιά της στην Κεφαλονιά. Αυτός τζόγο, αλκοόλ, ουσίες και ζει σε ένα άθλιο δυαράκι με άλλους δυο τρείς.

-Παπά,τέλειωσα εγώ, να το ξέρεις, είπε στον ιερέα.

Τέλειωσε η κουβέντα ή τέλειωσε η ζωή;

Σκέφτηκε.

Εξομολόγηση στο σουβλατζίδικο.

Ο παπάς άκουγε.

Τι μπορούσε να κάνει;

Ίσως πολλά, ίσως τίποτα…

Σηκώθηκε να φύγει.

Αγκάλιασε τον ηλικιωμένο άντρα. Του έβαλε στην τσέπη κι ένα δεκάρικο και το μετάνιωσε την ίδια στιγμή αλλά …Χαλάλι.

-Πάρε ένα τηλέφωνο τα παιδιά σου, ποτέ δεν ξέρεις, του είπε.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Ισως ο Θεός ήθελε να βρεθούμε ομοτράπεζοι (Κι εγώ να σε βλέπω να τρως, σκέφτηκε ο παπάς ).

Πήρε απ' την καρέκλα το παλτό, το ταλαιπωρημένο παλτό, το καλό του παλτό από το καθαριστήριο και το πέρασε ευλαβικά ανάμεσα μπράτσο και μασχάλη.


-Καλή Σαρακοστή ευλογημένε, του είπε.

-Παπά κάτσε, ωραίο παλτό αυτό που φοράς αλλά κι αυτό που κρατάς στο χέρι είπε κι ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο αχείλι του. Παπά, τι λέει το Ευαγγέλιο; Ε!

"Ο έχων τους δύο χιτώνες δίνει τον ένα στους πτωχούς"; Ε, Παπά; Παπαπα την πάπια...

Άπλωσε το χέρι προς το παλτό.

Ο παπα Βαγγέλης ήλθε σε δύσκολη θέση.

Σκέφτηκε το Ευαγγέλιο που ο ίδιος κηρύττει επί άμβωνος.

Αναστέναξε…

-Ναι τέκνον αλλά τι λέει το Ιερό Ευαγγέλιο στην αρχή της περικοπής; είπε στο ζητιάνο

-Τι;

ρώτησε με απορία ο ηλικιωμένος άντρας.


-Τον καιρό εκείνο… απάντησε ο παπάς κι έφυγε…



Πατήρ Ξενοφών Ζαρκάδας 🌹

--

*******************************************

Μέλος εργαστηρίου Διαδικτύου Ψηφιακών Μέσων και Επικοινωνίας

Αργοστόλι, Κεφαλονιά

************************************************



Comentarios


bottom of page