top of page

Αφρούλα Θεανώ, ένας έρωτας στα δύο



  Στη ζωή η τραγωδία υπερισχύει της κωμωδίας. Οι άνθρωποι όμως, βρίσκουν το κουράγιο να παίξουν την παράσταση ως το τέλος και τον τρόπο να επιβιώνουν. Ειμαρμένη, ριζικό, τύχη, σύμπτωση; όπως και να το πεις, το αποτέλεσμα ίδιο και απαράλλαχτο.

  Δύο σπίτια πέτρινα με αυλή και κήπο, στην άκρη του λασπόδρομου, το ένα απέναντι από το άλλο. Ξέμακρα από το υπόλοιπο χωριό, ήταν τα δυο τους αδερφωμένα. Στο ένα ζούσε η Θεανώ, νιόπαντρη σχεδόν, με τον άντρα και τα δύο τους αγόρια, μικρά και βυζανιάρικα ακόμα. 

  Ήταν όμορφη  η Θεανώ, πρασινομάτα, λυγερόκορμη  και σβέλτη σαν αέρας, κέρδισε αμέσως τον έρωτα του Γιαννακού, ενός ξενόφερτου γόη που πάντα περιποιημένος και παρφουμαρισμένος έκανε τη διαφορά με τα άλλα αρσενικά του χωριού, που είχαν κολλήσει πάνω τους τα ρούχα της δουλειάς και έσταζαν λασπωμένο ιδρώτα. Έτσι, όλα τα κορίτσια του χωριού καλοτύχιζαν τη Θεανώ και κρυφοκοίταζαν τον άντρα που είχε πλάι της.

  Τρία χρόνια μετά το γάμο της, άνοιξε τα πορτοπαράθυρα και το απέναντι πέτρινο σπίτι, που μέχρι τότε ήταν κλειστό και ρημαγμένο και ζεστάθηκε από το χνώτο των ανθρώπων και ζωντάνεψε από τις φωνές τους. Κάτι απελπισμένοι ξενομερίτες, που αποσκέπασε το σπίτι και το βιός τους η πλημμυρισμένη λίμνη, βρήκαν καταφύγιο στο πέτρινο σπίτι απέναντι από τη Θεανώ, και ξεκουβάλησαν εκεί όλο τους το βιός, δύο στρώματα, πέντε έξι βελέντζες και μερικά κατσαρολικά. Ανάμεσα σε όλο τούτο το βιός, μερικές κότες και μία κατσίκα για τις ανάγκες της οικογένειας...

  Ένα καραβοτσακισμένο ζευγάρι, με τρεις λεβέντες στη σειρά και μία πανέμορφη κοπελιά, την Αφρούλα, ίδια η Αφροδίτη στις δόξες της, ήταν οι νέοι της γείτονες. Η Θεανώ, που είχε πλαντάξει στη μοναξιά, τους καλοδέχτηκε και λάτρεψε την Αφρούλα για το αστραποβόλο βλέμμα της και το μόνιμο χαμόγελό της. Συνομήλικη  σχεδόν, πέντε χρόνια μεγαλύτερή της, είχε ανάγκη για συντροφιά εκεί στην ερημιά, που μετρούσε τις ώρες της μοναξιάς της... Έτσι καλοστέριωσε ανάμεσά τους μία μεγάλη φιλία και οι δύο γυναίκες περνούσαν σχεδόν όλη τη μέρα τους μαζί και πολλές φορές η Θεανώ άφηνε τα παιδιά στην επίβλεψη της Αφρούλας, να τρέξει για το μεροκάματο. Ο Θεός σε έφερε στην πόρτα μου, έλεγε, ευγνωμονώντας τη ζωή για την παρουσία της. 

  Όμως όλες οι ιστορίες έχουν ένα  δράκο και ένα λύκο και στην ιστορία των δύο γυναικών ο λύκος ήταν ο Γιαννακός, ο άντρας της Θεανώς. που νάρκισσος και μπερμπάντης, έβαλε στο μάτι τη μικρή, που σε λίγο καιρό ,σπαρταρούσε στην αγκαλιά του. Άνθισε τότε η Αφρούλα από τούτο τον έρωτα πιο πολύ και ομόρφυνε πιότερο αλλά τα ξάστερα μάτια της γέμισαν σκιές και στη ψυχή της φουρτούνα. Έτσι τα βράδια πολλές φορές, στριφογυρνούσε στο στρώμα και έκλαιγε πικρά, αλλά πρωί-πρωί το ξεχνούσε και αποζητούσε την αγκαλιά του Γιαννακού, που μπήκε στο αίμα της σαν ανίατη αρρώστια.

  Έτσι η ζωή κυλούσε πια στο δικό της ρυθμό και η μοίρα έγραφε επιτήδεια το δικό της σενάριο και οι δύο γυναίκες μπλέχτηκαν και βούλιαζαν μέρα με τη μέρα σε επικίνδυνα δίχτυα...

  Πέρασε το καυτό καλοκαίρι του έρωτα και έφτασε το φθινόπωρο με τις βροντές και τις μπόρες του, και η Θεανώ κυνηγούσε, όπου έβρισκε  το μεροκάματο και ο Γιαννακός έστηνε καρτέρι στη μικρή και βούλιαζε σε έναν έρωτα πρωτόγνωρο. Ώσπου μία μέρα σκοτεινή, που ξέσπασε μπόρα κατακλυσμός και το χωράφι έγινε λίμνη, η Θεανώ σχόλασε πάρωρα από τη δουλειά και γύρισε σπίτι ξαφνικά,  με ένα ανεξήγητο βάρος στην καρδιά και τα σκουτιά της να στάζουν. Βρήκε τότε τα αγόρια στην αυλή να πλατσουρίζουν στα νερά μουσκίδι και μόλις  έσπρωξε την πόρτα έπεσε πάνω στο ζευγάρι, που είχε αποξεχαστεί στον παθιασμένο έρωτά του.

  Εκείνη την απερίγραπτη στιγμή, πού απ' τα μάτια καρφώθηκε στην καρδιά της, οι κραυγές της ξαμολήθηκαν στους πλημμυρισμένους δρόμους και έφτασαν μέχρι την άλλη άκρη του χωριού...  Πάνω στον πανικό η Αφρούλα ξεπόρτισε μισόγυμνη, πριν καταφτάσουν απορημένοι οι πιο κοντινοί γείτονες... Εκείνος σιωπηλός και αμίλητος παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα, αμέτοχος  σαν να μην τον αφορούσαν.... Άρπαξε μόνο βίαια από το μπράτσο τη Θεανώ και την έσπρωξε στο βάθος της κάμαρης, με την εντολή να σκάσει...

  Έτσι βράδυ, στα ξαφνικά και στα σκοτεινά, μάζεψαν οι γονείς της Αφρούλας, δηλητηριασμένοι, το ελάχιστο βιός τους, το φόρτωσαν στο κάρο, έβαλαν και εκείνη πάνω του, που έκλαιγε γοερά, και μετακόμισαν στην άλλη άκρη του χωριού, σε ένα μικρό καλυβάκι της γιαγιάς της, κοντά στο σχολείο.     

  Έκτοτε η Θεανώ πλήρωσε το τίμημα για τις κραυγές, τις κατάρες και το ανάθεμα και ο Γιαννακός δεν ξανάπλωσε χέρι πάνω της˙ άφησε να λιώνει από πόθο. Ευθυτενής, ευθύκορμη και περήφανη, έκοβε τη φόρα με το μάτι και δεν επέτρεπε ποτέ ούτε σχόλιο, ούτε λύπηση και συμπόνια.

  Και η ζωή προχωρούσε στο διάβα της και ο χρόνος ακριβώς στο ρυθμό του και ο Γιαννακός, απίστευτο και αληθινό, περνούσε όλη τη μέρα του στην αγκαλιά της Αφρούλας με την οποία απόκτησε και δύο κόρες, και τα βράδια τακτικός στην ώρα του επέστρεφε στο νόμιμο σπιτικό του, στη Θεανώ, που την είχε τελεσίδικα ξεγραμμένη από τη ζωή του.

  Και το χωριό, μεγάλη ρουφιάνα, αφού πέρασε ένα δύο μήνες πιπιλώντας την ιστορία με όλες τις πιπεράτες λεπτομέρειες, μετά ησύχασε και κατάκατσε ο κουρνιαχτός του παράνομου έρωτα και η ιστορία ήταν κοινό μυστικό, βαθιά κουκουλωμένο σε ένοχη σιωπή... και τα χρόνια περνούσαν το ένα μετά το άλλο, κουβαλώντας το φορτίο από τα μυστικά και τις ζωές των ανθρώπων και όλα τυπικά έμοιαζαν ήρεμα... 

  Όμως μια μέρα, λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος, μόλις είχε αποτελέψει η Αφρούλα τα μελομακάρονα και είχε αποστολίσει τη σάλα, όταν εντελώς ξαφνικά σωριάστηκε στη γη και έφυγε από τούτο τον κόσμο αθόρυβα στα πενήντα δύο της χρόνια, διψασμένη ακόμη για έρωτα και για ζωή που δεν πρόλαβε να τα χορτάσει... 

 Τότε όλη μέρα η καμπάνα, ως συνηθίζεται στα χωριά, χτυπούσε πένθιμα, για να υπενθυμίζει το αδιευκρίνιστο όριο της ζωής και του θανάτου... Η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα, και ο Γιαννακός, θηρίο στο κλουβί, κλείστηκε στο νόμιμο σπίτι του και φούμαιρνε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Μεσάνυχτα πια και ενώ τα μάτια του είχαν στραγγίξει από θλίψη, τον έπιασε από τον ώμο η Θεανώ  και τον έσπρωξε στο στρώμα.

  Έκτοτε ρίζωσε στο νόμιμο σπίτι του μόνιμα και έζησε μια ζωή δίπλα στη Θεανώ, αγνοώντας την παρουσία της μέχρι το θάνατό του. Παρόλα ταύτα εκείνη, όταν ήρθε η τελευταία του ώρα, τον κρατούσε σφιχτά αγκαλιά, και σπάραζε λες και έκλαιγε εκείνο τον έρωτα, που δεν πρόλαβε να ριζώσει, λες και έκλαιγε την άδεια της αγκαλιά και τη ρημαγμένη ζωή της, λες και έκλαιγε και την Αφρούλα, τη φιλενάδα της, που την τρύγησε πρόωρα ο Χάρος.

  Μια πληγωμένη γυναίκα, όσο και αν αποσκεπάσει την πληγή δεν αντέχει ούτε ξεπερνά την περιφρόνηση. Έτσι η Θεανώ της ιστορίας μου, έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της ασφυκτικά δεμένη με τα ιερά δεσμά του γάμου και συνάμα απαξιωμένη και περιφρονημένη ως γυναίκα, ενώ η Αφρούλα, ο παράνομος έρωτας, δεν αξιώθηκε ποτέ το στεφάνι, αλλά ευτύχησε να ζήσει εκεί στο σκοτάδι και στην παρανομία έναν παθιασμένο έρωτα, που όμοιός του δεν υπάρχει.

  Αφιερωμένο στα ανθρώπινα πάθη, τις συμβάσεις, τις ανατροπές, τις μαχαιριές και τις ενοχές. Στους γάμους χωρίς έρωτα και στους έρωτες χωρίς στεφάνι.

25/7/2024

Λιάνα Πουρνάρα

 

Comments


bottom of page