Για ένα ποτήρι γάλα
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ
- Oct 30, 2024
- 4 min read
Updated: Oct 31, 2024

«Είμαι ο ασήμαντος! Θα υποφέρω νιώθοντας ότι ποτέ δεν θα μπορέσεις να ταΐσεις την κόρη μας ένα πιάτο φαγητό από μένα, τον ταπεινό και άχρηστο ακαμάτη».
Η Θέκλα άνοιξε το στόμα της να πει μια λέξη, μα κατά βάθος ήξερε ότι ο Κωστής είχε δίκαιο.
Τίποτα δεν πήγαινε καλά στη ζωή τους.
«Η φτώχεια τρώει τον παρά» του μουρμούρισε άπνοα.
«Το παιδί πρέπει να ζήσει, να χαμογελάς να νιώσει τον πλούτο» άρχισε το γνωστό τροπάριο ο Κωστής.
«Το παιδί τον πλούτο τον έχει μέσα του. Τον έχει μέσα στην οικογένεια, κακομοίρη, ακούς!
Μέσα στην οικογένεια, εδώ, μέσα!» είπε αγανακτισμένη η Θέκλα.
«Ακούω» της είπε. «Μόνη σου τα λες, εγώ είμαι ένας κακομοίρης.
Τι μπορώ να κάνω; Πες μου…».
Τα δάκρυα στάλαξαν στο τραχύ πρόσωπο του άνδρα.
Το μπαλωμένο ρούχο του επιβεβαίωνε την ανέχεια και τη φτώχεια του.
Το ορφανοτροφείο ήταν το δικό του σπίτι και κατόπιν, η κηπουρική η απασχόληση του.
Τα χρόνια που πέρασαν.
Μα σαν γνώρισε τη Θέκλα κατάλαβε ότι ήταν ο μοναδικός έρωτας στη ζωή του.
Κάθε μέρα αναρωτιόταν "Γιατί, πες μου, Θεέ μου, γιατί; Γιατί τόσο πόνο; Γιατί να ζούμε έτσι;
Γιατί κάθε μέρα να παλεύω για το μεροκάματο;"
Τόσο αυτός όσο και η γυναίκα του, όπου έβρισκαν, πήγαιναν για λίγες δραχμές.
Μα όταν το ορφανοτροφείο έκλεισε, μεταφέρθηκε σε άλλο χωριό, στην επαρχία.
Η μετακίνηση είχε παραπάνω έξοδα από έσοδα και η απογοήτευση άφησε το στομάχι τους αδειανό.
Η μικρή Αλεξάνδρα κοιτούσε και τους δύο.
"Θα κρατήσω την πείνα μου ακόμα ένα βράδυ..." σκέφτηκε.
«Γιατί μαλώνετε; Εγώ δεν πεινάω, ούτε έχω όρεξη να φάω.
Όλη μέρα με το ζόρι να τρώω! Ορίστε, θα πιω ένα ποτήρι γάλα κι αυτό για να σας κάνω το χατίρι».
Οι δυο γονείς ήξεραν ότι η μικρή έδινε ακόμα μία παράσταση καλύτερη ακόμα και από τη δική τους.
«Μικρή μου μάγισσα, πάμε για ύπνο» της ψιθύρισε ο πατέρας της. «Σου υπόσχομαι ότι αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα».
Ο Κωστής όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι.
Στο μυαλό του τριβέλιζε η απόφαση που πήρε. Ναι, θα έφευγε και θα περνούσε στην Ιταλία.
Εκεί, θα έβρισκε την αληθινή του οικογένεια.
Πριν φύγει η διευθύντρια από το χωριό τού είπε τη μισή αλήθεια της ζωής του.
Η άλλη μισή αλήθεια της ζωής του βρισκόταν εκεί, στο Παλέρμο της Σικελίας.
Δεν έχασε χρόνο, το ξημέρωμα πέρασε από την εκκλησία˙
Ο παπάς είχε γνώση για τα πάντα και ο Κωστής τον εμπιστευόταν χρόνια τώρα.
Του έδωσε λίγα χαρτονομίσματα και δύο λίρες, τον σταύρωσε και του έδωσε την ευχή του.
«Να γυρίσεις γρήγορα, παιδί μου. Θα προσέχω τις γυναίκες της καρδιάς σου».
Η ψυχή της Θέκλας πόνεσε σαν είδε να λείπουν τα ρούχα από την ντουλάπα.
Είπε στην Αλεξάνδρα τα ωραιότερα ψέματα και τα μεγαλύτερα της ζωής της, αρκεί να μην καταλάβαινε η κόρη της που ήταν ο πατέρας της.
Ο παπάς έπαιρνε το δρόμο και την ανηφόρα καθημερινά, αφήνοντας ότι μπορούσε, πότε μπομπότα, πότε ζυμαρικά, πότε αλεύρι και, καμιά κότα από την παπαδιά.
Το ταξίδι του Κωστή δύσκολο, γεμάτο αγωνία και φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Σκέψεις μπερδεμένες στο κεφάλι του.
Το ταξί τον άφησε μπροστά από το βικτωριανό σπίτι στην πλατεία Κοστέλο.
Το κουδούνι στην πόρτα τής πανσιόν ήταν αυτό που θα καθόριζε το μέλλον του.
Ο πατέρας του τον κοιτούσε... Ήταν ολόιδιος, ολόιδιος αυτός. Τα χέρια του ηλικιωμένου άνδρα έτρεμαν. "Κάτι έχει, σίγουρα" σκέφτηκε ο Κωστής.
«Είμαι ο Κωστής Συριανός.
Τη διεύθυνσή σας μου έδωσε η κυρία Ισμήνη, πριν χρόνια».
«Από το ορφανοτροφείο... Δεν είμαι εγώ ο πατέρας σου, εγώ είμαι ο αδερφός του πατέρα σου˙
είμαστε δίδυμοι. Πέρασε μέσα, παιδί μου».
Ο Κωστής πάντα απέφευγε την καταραμένη αλήθεια, μα τώρα βρισκόταν μπροστά της. Ο θείος του ο Φώτης, ξεκίνησε να διηγείται τι συνέβη πριν από είκοσι εφτά χρόνια, στην ορεινή Μακρυνίτσα.
Του εξιστόρησε ότι η μητέρα τού Κωστή έφυγε απο τη ζωή τη στιγμή της γέννας του.
«Μα ο πατέρας σου δεν άντεξε το σοκ.
Αφηρημένος οδηγούσε καθημερινά.
Έχασε τη ζωή του με τον μικρό σκαραβαίο, ένα χρόνο μετά. Δεν ήξερα για σένα.
Ήμουν στην Αφρική, στο κυνήγι των ελεφαντόδοντων...
Γύρισα πριν δέκα χρόνια.
Για σένα είχα μάθει από την διευθύντρια του ορφανοτροφείου, μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Της έστελνα πολλά χρήματα για σένα... Ζούσα στην Αφρική, με την ελπίδα να επιστρέψω να σε βρω.
Μα μου έστειλε πριν δύο χρόνια επιστολή πως δεν επιθυμείς να με γνωρίσεις.
Συνέχισα να στέλνω χρήματα, να στα δίνει».
Ο θείος του έδειχνε λυπημένος. Ο Κωστής κόπηκε στα δυο. Αποκαλύψεις, πικρία, μα όλα θα άλλαζαν. Οι επόμενες μέρες θα ήταν αυτές που θα έκαναν χαρούμενο τον νεαρό άνδρα. Σύντομα, θα έφερνε την οικογένειά του στο Παλέρμο, για μια καλύτερη ζωή. Δόξα τω Θεώ, ο θείος του ήταν ευκατάστατος. Είχε μία μικρή πανσιόν που πήγαινε πολύ καλά.
Ο ύπνος αγκάλιασε το ταλαιπωρημένο κορμί του.
Τη νύχτα οι αστραπές δεν τον αφήσαν ν’ αγαλλιάσει, ώσπου ο πόνος φώλιασε στην καρδιά του. Ένα κακό προμήνυμα ή το άγχος του να ήταν;
Το ξημέρωμα, ο θείος του χτύπησε την πόρτα στην καθαρή του κάμαρα. Κρατούσε ένα τηλεγράφημα στα τρεμάμενα χέρια του. Ήταν ο παπα-Σταύρος. Λέξεις μπερδεμένες, θολές έγραφε:
ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ Η ΘΕΚΛΑ ΕΦΥΓΕ ΧΑΘΗΚΕ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΑΝΑΘΥΜΙΑΣΕΙΣ Η ΣΟΜΠΑ ΞΕΡΕΙΣ Η ΚΟΡΗ ΣΟΥ Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ Η ΚΟΡΗ ΣΩΘΗΚΕ
Ο Κωστής ούρλιαξε σαν πληγωμένο ελάφι.
«Γιατί; Γιατί;» ούρλιαζε, «Γιατί...;»
*****
Χρόνια μετά…
Η Αλεξάνδρα τον κοιτούσε, αφοσιωμένο στον υπολογιστή. Πίσω του, η φωτογραφία του, αγκαλιά με τον θείο του, κρεμόταν σε περίοπτη θέση στον τοίχο.
«Μπαμπά, θα αργήσω. Η ταινία δεν κρατά αιώνια, με περιμένει η Ντενίζ. Μπαμπά, με ακούς;»
Ο Κωστής την κοιτούσε στα μάτια.
«Πρόσεχε, παιδί μου, η ζωή είναι σκληρή. Η ζωή δεν χαρίζει τίποτα και δεν χρωστά σε κανέναν. Πρόσεχε τώρα...»
Τώρα έτρεμε το δικό του χέρι... Η κόρη του θα έπρεπε να μάθει από μικρή να ζει μόνη της. Η Αλεξάνδρα γύρισε την πλάτη στον πατέρα της να μη δει το δάκρυ της. Είχε καταλάβει ότι θα χαθεί και αυτός, ότι κι αυτός θα φύγει από τη ζωή… Μα η ζωή δεν μοιράζει επιθυμίες. Η ζωή έχει τα δικά της γραμμένα για τον καθένα.
*****
Στον τάφο του πατέρα της, σήμερα θα μετέφεραν και την σωρό της αγαπημένης της μητέρας, μετά από πολλά γραφειοκρατικά προβλήματα. Η ίδια, συνέχισε να προσεύχεται. Δεν αλλαξοπίστησε. Τα χρόνια πέρασαν, πολλά άλλαξαν, ένα μόνο δεν άλλαξε στη ζωή της Αλεξάνδρας. Κάθε βράδυ, συνέχισε να πίνει ένα ποτήρι γάλα. Για όλη της τη ζωή…
Opmerkingen