Δίσταζες χρόνια ολόκληρα,
σε ώρες και στιγμές που υπέφερα και μάτωνα.
Το γέλιο κι η χαρά σου, σφιχτός κισός στο σώμα μου,
κι η αγάπη σου μια κόκκινη, ανοιχτή πληγή.
Δίσταζες,
κι εγώ ξενύχταγα ανασαίνοντας αρώματα φυτών,
κοιτώντας το φεγγάρι το ολόγιομο,
να ρίχνει μέχρι εδάφους τις ανταύγειες,
κι η καρδιά μου ξεχείλιζε απ' την προσμονή.
Δίσταζες,
και τα μεσάνυχτα στον κήπο μου,
άκουγα μόνο το θρόισμα των φύλλων,
το ελαφρύ σου βήμα,
την έντονη φωνή σου,
και μες στο σκοτάδι διέκρινα,
τα μαύρα , μεγάλα μάτια σου.
Δίσταζες,
και τα Φθινόπωρα ήταν τόσο γλυκά
που δεν μπορούσα να ξαπλώσω.
Σκεφτόμουν εσένα αγαπημένη,
που θα κοιμόσουν ξέγνοιαστη
και τα πυκνά , μαύρα μαλλιά σου,
σαν χείμαρρος θα χύνονταν,
και η καρδιά μου ξεχείλιζε από ευτυχία...
Μα πάντα, δίσταζες...
Άλλο μην αναβάλλεις.
Το χέρι σου άπλωσε πολύτιμη οπτασία,
γίνε η καρποφόρα κάθε χαράς η αγκαλιά,
γίνε το όνειρο που παίρνει υπόσταση,
γίνε τα χείλη που στάζουν έρωτα,
πέρνα επιτέλους τις δεντροστοιχίες του νου,
φοβίες, ανασφάλειες κι αδιέξοδα,
μιας και μόνο τα έργα των θεών,
μένουν για πάντα αθάνατα,
κάτω απ' το φως του ήλιου!
コメント