Όχι δεν είμαι ποιητής… Ένας απλός παπάς είμαι με άταχτη γραφίδα στο χέρι και μπήκα στην όμορφη ομάδα που η καλή μου φίλη δημιούργησε. Για χάρη της θα στείλω ένα από τα πολύ λίγα ποιηματάκια που έχω δημιουργήσει, γιατί πίσω από αυτό κρύβεται μια πονεμένη ανθρώπινη ιστορία.
Μια κόρη, στόλιζε τον τάφο της μητέρας της με λουλούδια.
Της μίλαγε, την είχε δίπλα της, ιδιαίτερα όταν καθόταν κάτω απ τον ίσκιο του φίκου που είχε φυτέψει και που ήταν παραφυάδα από τον αγαπημένο φίκο στο πατρικό σπιτόπουλο.
Ήταν κομμάτι από την μάνα της ο φίκος αυτός.
Ψηλός, καταπράσινος πάντα, μια αγκαλιά φάνταζε…
Και μια μέρα, φτάνοντας στο νεκροταφείο, βρήκε το περήφανο δεντρί κομμένο από τη ρίζα…
Με πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας… Αναθέματα και κατάρες.
Σπαραγμός σαν δεύτερη κηδεία… Και το τραγικό…
Ο πεσμένος νεκρός φίκος είχε αγκαλιάσει τον μικρό διπλανό τάφο ενός βρέφους που έφυγε πριν κλείσει έξι μήνες ζωή…
Τότε έγραψα το γράμμα στον φίκο μάνα…
«Ένα γράμμα στην ψυχή σου»
Σ’ αυτή τη ζήση την τρελή, όλο χαρές και λύπες
κι ο λογισμός μας σα γυαλί, ξεσκίζει αρχές κι αξίες.
Από την πρώτη Ανατολή, από την πρώτη μέρα
τον πρώτο ρόλο στην ψυχή έχει η γλυκιά μητέρα.
Το πρώτο χάδι, το φιλί, η γεύση απ’ το ρωγοβύζι
όλη η ζωή μας η μικρή, μανούλα να μυρίζει.
Θα ‘ρθει ο καιρός κι η χαραυγή στον ουρανό θα φύγει
κι ένα κενό μες στην καρδιά, για πάντα θα αφήσει.
Και τότε θα την έχουμε απάγκιο και παρέα
σεμνή, βουβή κι αμίλητη μα πάντα Πανωραία.
Κάτω από μάρμαρο φτενό, σε λαξευμένο μνήμα
Και μια ζωή που τέλειωσε, θα αναπολούμε… κρίμα…
Λούλουδα θα στολίσουμε, κι όπως εσύ, ένα φίκο,
το αγαπημένο της δεντρί, στον νέο της τον οίκο.
Και θα τον αγναντεύουμε, σαν να ‘τανε η ψυχή της
ξανά πάλι να ορθώνεται, γλυκιά η ανάμνησή της.
Θεριεύει, γιγαντώνεται, ανοίγει τα κλωνιά του
όμοια με χέρια γλυκερά, μητέρας, αγκαλιά του.
Κάθε φορά που λαχταράς γλυκά να της μιλήσεις,
Σ’ εκείνον απευθύνεσαι, τους κώνους θα φιλήσεις.
Κι αυτός, στο ανεμοθρόισμα, σου γλυκοψιθυρίζει
Μα …όχι, δεν σου φαίνεται! Στ’ αλήθεια μουρμουρίζει!
Μες στην ψυχούλα σου μιλεί, στα μάτια σε κοιτάζει
και το πλατύ το φύλλο του, κάθε σου έγνοια βγάζει.
Κι όταν ανθάκια θα φανούν, γλυκό χαμόγελό της,
μα… πως μπορείς σε ένα δεντρί να δεις το πρόσωπό της;
Κι ένα πρωί, μαύρο πρωί, καταραμένη μέρα
το δέντρο το πλατύφυλλο, το βρίσκεις κάτω… Ξέρα.
Να ‘χει αγκαλιάσει το μωρό, στον διπλανό τον τάφο,
Σαν στη ζωή, με μια στοργή, που δύσκολο να γράφω…
Ποιο χέρι όμορφο δεντρί, εσέ, γλυκιά μανούλα
σε μάτωσε, σε πόνεσε κι έκοψε την ψυχή μου;
Ποιο χέρι ιερόσυλο, τόλμησε να σε γκιάξει;
Να το ‘βρισκα, να το ‘κοβα, άλλον να μην πειράξει…
ΠΑΤΗΡ ΞΕΝΟΦΩΝ ΖΑΡΚΑΔΑΣ
Comments