top of page

Η απελευθέρωση της χώρας



Είμαστε παλαβοί εμείς οι Έλληνες. Παράξενη ράτσα. Όλα ανάποδα. Ακόμα και στις γιορτές μας. Ακόμα και στα πανηγύρια μας. Αλήθεια, πως αλλιώς εξηγείται ότι σε όλο τον κόσμο γιορτάζουν τη λήξη του πολέμου ενώ μόνο εμείς γιορτάζουμε την έναρξη, με το “ΟΧΙ”;

Θα τολμήσω να πω τώρα κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό: πρώτα απ’ όλα, είναι λογικό να γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου καθώς κανείς άλλος δεν μπορεί να τη γιορτάζει˙ είμαστε η μοναδική χώρα που νίκησε τον Άξονα. Το ότι δε γιορτάζουμε τη λήξη του πολέμου έχει να κάνει με το ότι αμέσως μετά ξεκίνησαν τα Δεκεμβριανά, εδώ στην Αθήνα, και λίγο αργότερα ο Εμφύλιος Πόλεμος. Η 12η Οκτώβρη υπάρχει ως γιορτή  στην Αθήνα, αλλά δεν ασχολείται κανείς με αυτήν, πέρα από κάποια τυπική κατάθεση στεφανιού από τον εκάστοτε Δήμαρχο.

Οκτώβρης, ο μήνας που ξεκίνησε για μας ο πόλεμος, με το “ΟΧΙ”  και την άρνηση να παραδώσουμε γη και ύδωρ στον Γερμανό κατακτητή. Οκτώβρης, κι ο μήνας που τελείωσε η φρίκη της Γερμανικής κατοχής, με την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα.

Ο Οκτώβρης εντέλει είναι ο μήνας ορόσημο κατά του Φασισμού. Ο μαύρος μήνας του.  Έναν Οκτώβρη  ο λαός έστησε τείχος αποφασιστικό απέναντί του και τον πολέμησε με χιλιάδες νεκρούς. Έναν Οκτώβρη ο ίδιος λαός τον αποχαιρέτησε πανηγυρικά, χτυπώντας σήμαντρα και κουνώντας λάβαρα λευτεριάς.

Γι’ αυτόν το λαό, που είχε ξεχυθεί στους δρόμους τον Οκτώβρη του ’45, όταν οι καμπάνες σήμαιναν Ανάσταση και η σβάστικα είχε κατέβει απ’ τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Όταν ο κόσμος είχε ορμήσει ακράτητος στα καντούνια σε κάθε γειτονιά και φώναζε «ΛΕΥΤΕΡΩΘΗΚΑΜΕ!», « ΝΙΚΗΣΑΜΕ!», «ΤΕΛΕΙΩΣΕ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ!».

Γι’ αυτόν το λαό αλλά και για εκείνη τη μέρα, θα μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία, πέρα για πέρα αληθινή, που αξίζει να διαβαστεί. Μια ιστορία που μου διηγήθηκε ο πατέρας μου, ένα γνήσιο παιδί της Κατοχής, πάντα πεινασμένος και πάντα ανασφαλής.

Η πόλη, ο τόπος, η γειτονιά του, Αθήνα, Τρείς Γέφυρες, καπεταν-Λαχανά. Χαμόσπιτα, φτωχολογιά, μια Αθήνα βαριά πληγωμένη από το θεριό του φασισμού που, με όπλο την πείνα, είχε τσακίσει κορμιά και ψυχές. Χιλιάδες οι νεκροί από την πείνα... Αλλά, τώρα τα κορμιά είχαν ξεχυθεί στους δρόμους ουρλιάζοντας  θριαμβευτικά  και οι ψυχές πετάγαν αναστημένες στα σύννεφα της λευτεριάς. Όχλος, κοπάδι ξέφρενο, ασταμάτητο. Και έλυσαν και παλιούς λογαριασμούς, κρέμασαν μαυραγορίτες που τους είχαν ρουφήξει το αίμα, χαφιέδες κουκουλοφόρους που το δάχτυλό τους είχε στήσει στον τοίχο παλληκάρια, ξυλοκόπησαν άγρια όσους γλείφαν τη μπότα του κατακτητή.

Και τώρα, έσερναν και μια κοπέλα απ’ τα μαλλιά, με τα ρούχα της ξεσκισμένα, τα λευκά της στήθη γυμνά, χτυπημένη και ματωμένη, βουβή, παγωμένη απ’ τον φόβο και γύρω της το πλήθος μαινόμενο, λυσσασμένο, αγέλη λύκων… Την κούρεψαν με μια φαλτσέτα ματώνοντάς της το κρανίο. Την φτύναν και προσπαθούσαν να περάσουν το πόδι τους μέσα απ το ανθρωπομάνι και να την φιλέψουν κάποια κλωτσιά, κάποια μπουνιά. Μίσος…

Ο πατέρας μου σκαρφάλωσε σε μια συκιά στην άκρη του δρόμου και παρακολουθούσε, με την περιέργεια των δεκατεσσάρων του χρόνων, το δράμα. Ήταν η πόρνη, που κοιμόταν με τον εχθρό, μια «κοινή» γυναίκα, έμενε λίγες γειτονιές πιο πάνω, μια όμορφη καλοζωισμένη γυναίκα. Ο  κόσμος μάζευε πέτρες να την λιθοβολήσει, κανείς και τίποτα δεν είναι ικανό να σταματήσει την αγέλη, την κρυμμένη στην ανωνυμία μανία. Μια μανία, ένα μίσος που το τροφοδοτούσε η σκέψη όσων «έφυγαν» απ’ το χέρι του κατακτητή, το ίδιο  που χάιδευε το κορμί της, απ’ την πείνα  και το θάνατο που τους τσάκισε  και  που αυτή δε γνώρισε, από τη φρίκη που είχε όνομα… “Ναζί”, και που αυτή, ήταν  πόρνη τους…

Μια φωνή τους έκανε να σταματήσουν. Εκείνα τα χρόνια άκουγαν ακόμη εκείνη την φωνή με σέβας. Ήταν ο παπάς που τους σταμάτησε.

—    Τι πάτε να κάνετε ευλογημένοι! τους φώναξε.

—  Παπά, στον δρόμο σου εσύ, του αντιγύρισε μια λεβεντογυναίκα που την ήξερε ο πατέρας μου. Και μην μας πεις για τον αναμάρτητο και τον λίθο γιατί εμείς θα την κάνουμε να πληρώσει την παλιοπόρνη. είπε με θράσος στον παπά. Ήταν η περιβόητη κυρά Ανδριανή ‒κυρά Άνδρα την φωνάζανε‒ και κρυφά τα παιδιά της γειτονιάς την λέγαν κυρά Γκαούρ Ταρζάν. Χήρα από μικρή, ο άντρας της είχε σκοτωθεί στη Μικρά Ασία και την είχε αφήσει με δυο μωρά ‒δίδυμοι λεβέντες‒ στρατιωτικοί τώρα, το είχαν σκάσει τελευταία στιγμή και πολεμούσαν τον εχθρό κάπου στην Ευρώπη. Θρύλος η κυρά Άνδρα.

Το πλήθος σιγοντάρισε τα λόγια της κι άρχισε δειλά δειλά να αποδοκιμάζει τον παπά.

—  Είστε αποφασισμένοι βλέπω, τους είπε με δυνατή φωνή. Τότε κάποιοι πρέπει να πάρουν την αμαρτία, κάποιοι να λογοδοτήσουν, λοιπόν ποιος θα την σκοτώσει, ενάντια στο «ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ», ποιος θα βάψει τα χέρια του με αίμα; τους φώναξε.

 Το πλήθος ξεθάρρεψε. «ΕΓΩ!», «ΕΓΩ!», ακούστηκαν πολλές φωνές και μετά πιο δυνατά, «ΕΓΩ!», «ΕΓΩ!», σχεδόν απ’ όλους.

—  Μπράβο προθυμία, αναφώνησε ο Ιερέας. Εγώ  θα διαλέξω, εγώ την αμαρτία, τους είπε κι άρχισε να διαπερνά με το βλέμμα του το πλήθος.

Ο πατέρας μου αγριεύτηκε, στον νου τού ήρθε η εικόνα των κουκουλοφόρων που σηκώναν το δάχτυλο και οι ναζί σέρναν τον καταδικασμένο στην κομαντατούρα.

Ο παπάς διάλεξε πρώτη πρώτη την κυρά Ανδριανή κι αυτή ικανοποιημένη πήγε πίσω του. Μετά, το δάχτυλο σταμάτησε σε έναν ξερακιανό άντρα που πισωπάτησε κι έκανε νόημα ότι δεν θέλει.

—    Εσύ,  Νικόλαε, του φώναξε, έλα.

Σειρά είχε μια νέα κοπέλα που κι αυτή διστακτικά ήρθε πίσω από τον παπά. Έπειτα, ένας νεαρός άντρας, γεροδεμένος για την εποχή εκείνη, κι εκείνος υπάκουα προχώρησε.

Ο παπάς ζήτησε από το πλήθος να απομακρυνθεί και έχοντας ακουμπισμένο το χέρι του στο κεφάλι της γυναίκας, που φάνταζε αφάνταστα χλωμή  και τον  κοίταζε με ικεσία, άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα στον καθένα ξεχωριστά. Αδιαφορούσε για την γυναίκα, απλά  είχε ακουμπήσει το χέρι του στο κεφάλι της και μίλαγε… Ύστερα, αποχαιρέτησε τους δημίους, χάιδεψε το ματωμένο κεφαλάκι κι έφυγε…

—  Μα καλά, δεν θα “την διαβάσει”; αναρωτήθηκε ο κόσμος που περίμενε να γευτεί αίμα.

Η κυρά Ανδριανή έσκυψε κι αγκάλιασε την γυναίκα, έσκισε ένα κομμάτι απ’ τη φούστα της και της σκούπισε το ματωμένο της κούτελο. Η άλλη γυναίκα έπιασε τα χεράκια της και άρχισε να τα χουχουλιάζει. Ο ξερακιανός άντρας έβγαλε το σακάκι του και σκέπασε τους γυμνούς της ώμους, με μια απαλή κίνηση σαν να σκέπαζε το παιδί του. Κάποιος φώναξε και προσπάθησε να πλησιάσει με άγριες διαθέσεις, για να εισπράξει ένα δυνατό σπρώξιμο απ’ τον νεαρό άνδρα, που με τραχιά φωνή, διέταξε το απορημένο πλήθος να διαλυθεί.

Οι τέσσερις δήμιοι σήκωσαν την γυναίκα απαλά, σχεδόν ευλαβικά και σε λίγο μπήκαν στο σπίτι της κυρά Ανδριανής και κλείσαν την εξώπορτα. Η απορία όλων θαρρείς και είχε υπόσταση, μπορούσες να την αγγίξεις,  κι ο πατέρας μου, παλληκαράκι, κατέβηκε απ’ το δέντρο, μην μπορώντας κι αυτός να καταλάβει τι συνέβηκε.  Το πλήθος έφυγε κι ο πατέρας μου μαζί, με ένα τεράστιο ερωτηματικό και με μια αδιόρατη δίψα απ’ το αίμα που δεν γεύτηκαν…

Την άλλη μέρα, η αλήθεια είχε μαθευτεί  και τα ερωτήματα είχαν απαντηθεί από το στόμα των ίδιων των δημίων. Ο παπάς, όταν τους μάζεψε, αφού τους κοίταξε έναν έναν διαπεραστικά, μετά τους κατακεραύνωσε…

—  Εσύ θα την σκοτώσεις, Νικόλαε, που τα τρόφιμα που σου έφερνα για να μην χάσεις τα αγγελούδια σου, ΑΥΤΗ μου τα έφερνε να σου τα δώσω, το γάλα που έπινε το μωρό σου, απ’ τα πόδια της έβγαινε. ΕΣΥ θα την σκοτώσεις!   

Εσύ θα την σκοτώσεις, είχε πει στο νεαρό άντρα, τα φάρμακα που έσωσαν την γυναίκα σου, ΑΥΤΗ  μου έφερε να σου δώσω, ΑΥΤΗ τα πήρε για κείνη, με τα πόδια της. ΕΣΥ θα την σκοτώσεις!

Εσύ θα την σκοτώσεις, είχε πει στη νεαρή γυναίκα, όταν είχαν τον  μικρό σου αδερφό στην κομαντατούρα, που τον είχαν καρφώσει για σαλταδόρο,  ΑΥΤΗ  παρακάλεσε και τον βγάλαν, είχε πει πως ήταν ανιψάκι της, τα πόδια της τον ‘βγάλαν. ΕΣΥ θα την σκοτώσεις!

Τέλος στράφηκε στην κυρά Ανδριανή.

Ανδριάνα, μεγάλωσες μόνη σου δυο παιδιά, λεβέντες, πολεμιστές, και τους κυνήγησε η γκεστάπο  για θάνατο. Ποιος νομίζεις ότι τους είχε κρυμμένους στην κάμαρή της μέχρι να φύγουν για Κάιρο; Ποια ρίσκαρε την ζωή της για τα παιδιά σου; ΕΣΥ θα την σκοτώσεις, αν μπορείς…

Κανείς δεν ξανάκουσε για την «κοινή» εκείνη γυναίκα.  Είπαν ότι έφυγε για τα μέρη της. Κάποιοι, είπαν ότι έγινε καλόγρια. Άλλοι, ότι συνέχισε τη «δουλειά» της στην Τρούμπα. Το σίγουρο είναι ότι κανένας πια δεν βρίσκεται στη ζωή, ούτε καν ο πατέρας μου.

Αιωνία η μνήμη αυτού του παπά. Ο Θεός να αναπαύσει αυτή την κοπέλα. Αιωνία η μνήμη όσων χάθηκαν από τα βρωμερά νύχια του φασισμού.

Comments


bottom of page