top of page

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΖΗΤΗΣΑ


Κι όπως καθόμουν στη μωβ πολυθρόνα

Αντίκρυ στα μάτια της

Που έλεγαν, έλεγαν

Κι ο θόλος των βλεφάρων σαν περβάζι που προστατεύει απ τη βροχή

Με μια στρώση απο βαθύ μπλε χρωματισμό

Και τα μάτια έλεγαν

Και το στόμα κοίταζε υποδυόμενος τη φωνή.


Και κάθε τόσο τα βλέφαρα σείονταν

Και ξανά και ξανά ένας μαγνητισμός

Και κάτω απ το στόμα ένας κύκνος κι ένας μικρός πίδακας νερού.

Και μετά δυο στήθη λευκά πάλλονταν ίσα που φαίνονταν απ το πλεχτό που τα τύλιγε.


Και μετά και μετά ο ιδρώτας ένας ασημένιος Ευφράτης.

Ενας άγουρος παραπόταμος,ορατός στην καμπύλη του στήθους.

Αόρατος στον κάτω κόσμο του στήθους, στο τέλος της μυστικής θηλής.



Έτσι κουβέντιαζα με τη γυναίκα εκείνο το πρωινό του θέρους

Κι άκουγα τα μάτια της χρωματισμένο

Κι έβλεπα τη φωνή της κατά κύματα σε ενα πέλαγος αδυσώπητο που μας χώριζε.

Κι εκεί στο δρόμο που λέγεται ονειροπόληση, ιδού η άλλη.


Ζυγίζεται στα μάτια της τα πράσινα εξίσου.

Ζυγίζεται στο κεφάλι της πρώτης

Και φορά τα ίδια μαλλιά

Σαν άχυρα Αυγούστου στο ξανθό της κεφάλι.

Και οι δυο γυναίκες συγχωνεύονται σαν δίδυμος χρησμός.

Και το πρόσωπο ενιαίο πλέον παίρνει τη μορφή της χαράς.

Και το πρόσωπο,ρόδινο, απέναντι μου συνεχίζει να μιλά με τα μάτια

Συνεχίζει να κοιτά με το στόμα

Κι ο ίδιος Ευφράτης , η ίδια κοίτη, η άλλη γυναίκα.

Αυτη η δεύτερη σύζυγος που κάθισε αργοπορημένη στην απέναντι πολυθρόνα στη θέση της άλλης.

Ηταν η γυναίκα της σωστής στιγμής.

Η γυναίκα που ζήτησα.


Πέτρος Κασιμάτης


Comentarios


bottom of page