top of page

Η Ισιδώρα και το Κάστρο της χαράς

Θα έχουν περάσει είκοσι, τριάντα χρόνια, ποιος ξέρει! Αυτό που αξίζει να πω, είναι πως η αφήγηση μου ξεκινάει στη Θεσσαλονίκη, στην όμορφη νύφη του Θερμαϊκού!

Μήνα Αύγουστο. Τότε ήμουνα νέος ακόμη, με όρεξη και θέρμη. Διορισμένος δάσκαλος σε δημοτικό βλέπεις!

Λαχταρούσα την πρώτη μου επαφή με τα παιδιά στη τάξη μου! 

Στα χρόνια που έζησα στην πόλη αυτή, μια ξεχωριστή ιστορία με σημάδεψε. Ξεκινήσαμε να τακτοποιούμε το νέο μας σπίτι μαζί με τη γυναίκα μου. Βρισκόταν σε μία ήσυχη γειτονιά στα ανατολικά της πόλης. 

Σε μία εβδομάδα τακτοποιηθήκαμε. Αρχίσαμε τις βόλτες στη παραλία και τα μπάνια στη θάλασσα. Κάθε βράδυ γυρνούσαμε στο σπίτι μας ευτυχισμένοι κι ερωτευμένοι με τη πόλη και την ζωή μας εκεί. 

Δεν μου έλειπαν και οι πρωινές βόλτες στο κοντινό πάρκο της γειτονιάς μας. Μετά από δύο τρεις επισκέψεις, έκανα και τις πρώτες φιλίες εκεί. Η γυναίκα μου προτιμούσε την ησυχία του σπιτιού και τις γειτόνισσες μας. Ευτυχώς για μένα!

Όσο κι αν την λάτρευα, αγαπούσα τον προσωπικό μου χρόνο.

Από τους πρώτους ανθρώπους που γνώρισα, ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος με την εγγονή του. Ερχόντουσαν σχεδόν κάθε πρωί εκεί οι δύο τους. Ο άνδρας φαινόταν ταλαιπωρημένος στη ζωή του. Μα καλοντυμένος με γκρι κοστούμι, μαύρα παπούτσια και το μπαστούνι του. 

Το μικρό κοριτσάκι στριφογυρνούσε συνεχώς δίπλα του.

Τα πλούσια κατάξανθα σγουρά μαλλιά της την έκαναν να ξεχωρίζει από μακριά. Παρατήρησα πως φορούσε κάθε φορά φορεματάκι, με έντονα χρώματα και σχέδια. Λουλούδια ή διάφορα σχήματα.

Το σώμα της φαινόταν αδύνατο μα το βλέμμα της ήταν αποφασιστικό. 

Καθόταν δίπλα στον παππού της στην αρχή. Τον ρωτούσε κι αυτός με υπομονή της εξηγούσε τις απορίες της.

Σήμερα μοιραστήκαμε το ίδιο παγκάκι. 

Αμέσως είπε ο παππούς της μικρής:

«Δεν θα συστηθείς λοιπόν εσύ, όπως σου έμαθα;».

Το κορίτσι στην αρχή δίστασε. Μετά σηκώθηκε, έκανε μία μικρή υπόκλιση εμπρός μου χαμογελώντας. Μου φάνηκε πολύ αστεία!

«Γεια σας, είμαι η Ισιδώρα! Εσάς πως σας λένε;», είπε ντροπαλά.

Απάντησα πως με λένε Γεώργιο. Ξαφνικά, έφυγε η ντροπή της!

«Ξέρω, ξέρω ήρθατε τώρα με τη γυναίκα σας! Είστε ο νέος δάσκαλος! Μένουμε κοντά, σας έχω δει! Θα έρθετε στη τάξη μου να κάνετε μάθημα και χαίρομαι πολύ για αυτό!», πήρε φωτιά η γλώσσα της.

Άστραφτε το πρόσωπο της. 

«Όλα τα ξέρεις εσύ πια!», γέλασε ο παππούς της μαζί της.

«Είμαι η πριγκίπισσα Ισιδώρα, δεν είμαι παππού;» ρωτάει και δίνει και μόνη της την απάντηση:

«Φυσικά και είμαι!».

Σχεδόν φλύαρη, μιλούσα συνεχώς θα έλεγα! Γύρω στα εννιά την υπολόγιζα αλλά φαινόταν πιο μεγάλη. Όταν ο ηλικιωμένος την ρώτησε τι ώρα θέλει να φύγουν, αμέσως σκυθρώπιασε. Πήγε να παίξει λίγο παραπέρα με άλλα κοριτσάκια που γνώριζε. Ο παππούς της μου έπιασε τη κουβέντα.

Η μικρή Ισιδώρα δεν είχε άλλον στον κόσμο εκτός από τη μητέρα της και τον ίδιο. Ο πατέρας της είχε σκοτωθεί σε εργατικό ατύχημα πριν χρόνια. Η γλυκιά της μητέρα βρισκόταν άρρωστη στο κρεβάτι εδώ και αρκετό καιρό. Κακιά αρρώστια, τι τα θες! Μάχη άνιση και ψυχοφθόρα! Κι όσα χρήματα είχε στην άκρη ο παππούς της, όλα έφυγαν σε ελάχιστο χρόνο για γιατρούς, νοσηλείες και φάρμακα! 

Δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη η μέλλουσα μαθήτρια μου. Να είσαι όλη μέρα στο ίδιο σπίτι με έναν άνθρωπο που θέλει φροντίδα δεν είναι δα κι εύκολο πράγμα! Πρωταρχικός στόχος σου η έννοια της μανούλας σου! Τις πρώτες μέρες που μαθεύτηκε αυτή η τρομερή είδηση της αρρώστιας, η Ισιδώρα ήταν συνεχώς θλιμμένη. Δεν έβγαινε καθόλου από το δωμάτιο της. Μετά, κατά ένα παράξενο τρόπο η Ισιδώρα άλλαξε! Έδειχνε του παππού της ότι δεν φοβόταν! Μάλιστα δεν ήθελε καν να το αναφέρουν! Απλά την ενδιέφερε να ασχολείται με οτιδήποτε θα έκανε καλό στη μητέρα της!

Μαγειρεύανε μαζί παππούς και εγγονή! Αρακά με πατάτες, κοτόπουλο στο φούρνο, φακές τις Τετάρτες. Η Ισιδώρα βοηθούσε σε όλα, με χαρά και με χαμόγελο. Πήγαινε και μέχρι το περίπτερο ή το μπακάλικο, με προσοχή! Δεν παραπονιόταν ποτέ! 

«Εγώ είμαι η πριγκίπισσα του σπιτιού! Πρέπει όλα να είναι όμορφα!», μονολογούσε με καμάρι.

Συζητήσαμε πολύ ώρα με τον παππού της, τον κύριο Βαγγέλη. Απόστρατος της Αεροπορίας αυτός, χήρος εδώ και χρόνια. Η ζωή του όλη γυρνούσε γύρω από τη μικρή του εγγονή. 

Δεν άργησε να μου έρθει η υπέροχη ιδέα: έπρεπε να κάνουμε κάτι για το κοριτσάκι αυτό! Κάτι για να κάνουμε την Ισιδώρα να χαρεί!  Κάτι για να της δείξουμε ότι οι άνθρωποι και οι φίλοι είναι πάντα κοντά στις δύσκολες στιγμές! Τι όμως; Είχανε περάσει ήδη δύο χρόνια που είχε αρρωστήσει η μητέρα της. Όταν μίλησα για το θέμα αυτό με τη γυναίκα μου, όχι μόνο ήξερε ήδη αλλά είχε ήδη σκεφτεί να μου προτείνει λύση στους προβληματισμούς μου:

«Άστο σε μένα αυτό, αύριο θα σου πω!», μου είπε.

Ήμουν περίεργος να δω τι θα σκεφτεί! Την άλλη μέρα όταν επέστρεψα το μεσημέρι μου ανακοίνωσε και την απόφαση της.

«Θα φτιάξουμε στη μικρή Ισιδώρα ένα κάστρο!», μου είπε χαμογελώντας και μου εξήγησε το σκεπτικό της:

Στο σπίτι τους η μεγάλη αυλή στη πίσω μεριά είναι ανεκμετάλλευτη. Θα μαζέψει εκεί τα παιδιά της γειτονιάς μας, φίλους και συμμαθητές της Ισιδώρας. Ένα ορμητήριο για τα παιχνίδια τους, το «κάστρο». Θα ήταν μια απλή ξύλινη κατασκευή, με ότι υλικά είχαμε. Φτιαγμένο όμως με φροντίδα κι αγάπη. Ομολόγησα ότι μου άρεσε πολύ η ιδέα! Θα χαιρόντουσαν με κάτι διαφορετικό πριν μπλέξουν με τα βιβλία του σχολείου τους. Και θα τους έδενε όλη αυτή η εμπειρία!

«Μπράβο Αθανασία μου!», επαίνεσα με θριαμβευτική ματιά τη σύζυγο μου αγκαλιάζοντας την για επιβράβευση. 

Μιλώντας με δύο - τρεις μαμάδες, η γυναίκα μου κατάφερε να ορίσει ημερομηνία και ώρα για συνάντηση των παιδιών. Αποστόλης, Μαρία, Νικολάκης, ο Νεκτάριος, η Γεωργία, η Ιωάννα, ο Μάριος και η μικρότερη Κωνσταντίνα που φέτος θα πήγαινε Δευτέρα Δημοτικού. Όλοι οι υπόλοιποι θα πήγαιναν Τετάρτη. Όλα παιδιά του σχολείου μου! 

Στο πάρκο που γνώρισα την Ισιδώρα, κάναμε τη πρώτη μας οργανωμένη συνάντηση. Η Ισιδώρα έλειπε φυσικά. Όλα τα παιδιά ήθελαν να προσφέρουν σε αυτή τη δημιουργία! Μάλιστα ο Νεκτάριος είπε και κάτι σημαντικό που δεν το γνώριζα:

«Από εβδομάδα θα πάει κατασκήνωση η Ισιδώρα!».

Ρώτησα κι έμαθα. Το κορίτσι θα έφευγε την Δευτέρα. 

«Παιδιά, τσιμουδιά σε κανέναν, έτσι! Εσείς, να σκεφτείτε τι πράγματα μπορείτε να φέρετε ο καθένας από το σπίτι του!», τους είπα.

Αυτό άρεσε πάρα πολύ στα παιδιά. Άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους με φωνές και γέλια. Χαλασμός, φασαρία! Μα απόλαυση η παρέα!

Μετά από λίγο γεννήθηκαν και οι πρώτες απορίες:

«Κύριε, μπορούμε να φέρουμε και αγορίστικα παιχνίδια;» με ρώτησε με αφέλεια ο Αποστόλης. 

«Φυσικά! Αφού θα μαζεύεστε όλοι μαζί εκεί και θα παίζετε! Το κάστρο θα το φτιάξουμε για την Ισιδώρα, όμως θα είναι για όλους! Όλοι είστε φίλοι, έτσι δεν είναι; Δεν είστε απλά συμμαθητές!», τόνισα.

«Εγώ θα φέρω παλιά μαξιλάρια, να καθόμαστε!», είπε η Γεωργία.

«Εγώ κόμικς να χαζεύουμε και τετράδια πρόχειρα, να σημειώνουμε τα παιχνίδια μας!», απάντησε κι ο Νεκτάριος.

Γελαστά προσωπάκια, μπολιασμένα με την αγάπη και τη φιλία! Παιδιά που μου δίνουν ιδιαίτερη χαρά με τις δημιουργικές σκέψεις τους! Κάτι πολύ ωραίο θα δημιουργούσαμε στην οδό Καλύμνου!

Comments


bottom of page