top of page

Η κιβωτός της Ζήσης



Νόμιζε πως ζυγώνανε οι μέρες της

την πύλη του αιώνιου

Το γλίσχρο αγιοκέρι στο λιπόσαρκο χέρι, έλιωνε στην καλντέρα της ζωής της


Αδράζοντας τις ελπίδες στον πεζόδρομο του μέλλοντος,τίναζε μακριά τη ναφθαλίνη από το ερμάρι 

των αρχαίων καιρών της


Οι θύμησες αρίφνητες δε χωρούσαν πλέον στο σεντούκι των μάταιων πλησμονών.

Στον απέραντο μπλε θόλο, η ραψωδία του πορφυρού σεληνόφωτος βαλσάμωνε τις σκιές των Θεών

των ζεφύρων 

Άραγε πόσες ψυχές κείνη τη νύχτα εκλιπαρούσαν την ελπίδα;

Μα η δική της άκουγε ήδη τα πνευστά του παραδείσου  


Αίφνης η αύρα Του της πρόσταξε να ζήσει. 

Κι ο ήλιος τη ζωή κατακλύζει τώρα

με το φως του.


Οι  ζουρλές τραμουντάνες μετουσίωσαν μονομιάς τα ραγισμένα ρινίσματα της οδύνης σε ακράδαντα θεμέλια  ριζιμιής τύχης..


Της δικής της τύχης 

Η αύρα του" Ωσαννά εν τοις υψίστοις" 

κάπου  στο βάθος, χάραζε την  πορεία της κιβωτού της αρμονίας της ζήσης.. 



©ΑNASTASIA NEROLI

Comments


bottom of page