Αργά το απόγευμα, συνήθως κατά τις οκτώ, μαγειρεύει το φαγητό της επόμενης μέρας. Ο σύζυγος και τα παιδιά γκρινιάζουν. "Είναι μπαγιάτικο", λένε. Μα αυτή έχει πατήσει πόδι σ' αυτό. Πού χρόνος το πρωί που φεύγει για τη δουλειά!
Απόψε μαγειρεύει κοκκινιστό με πατάτες. Ανακατεύει με την κουτάλα την κόκκινη σάλτσα.
Από κάτω της, βλέπει μια θάλασσα αυγουστιάτικη του δειλινού. Αυτή ακουμπάει αμέριμνη το κεφάλι της σ' ένα αντρικό γόνατο και μια φωνή τής αφηγείται τη γενναία ιστορία δυο εικοσάχρονων που ταξίδεψαν στον κόσμο περιπαίζοντάς τον.
Οι πατάτες λάμνουν νωχελικά στη σάλτσα τους σαν πολιτείες στα γκρίζα ποτάμια τους. Τις ενοχλεί επίμονα με την κουτάλα της, θέλει να της παραμερίσει, σαν ιστίο που αυθαδιάζει στον άνεμο. Πώς σκίστηκαν τα πανιά της απ' τις κουτάλες και τα όσπρια; Δεν το 'νιωσε πώς έγινε. Άρχισε με μια υποχρέωση από αυτές που δεν πολυσκέφτεσαι, έγινε πεισματάρα εξέγερση και τώρα πια ανακωχή, μια ήρεμη συνθηκολόγηση, μια ανταλλαγή οπλισμού: κουτάλες αντί ιστίων. "Τι να μαγειρέψω γι’ αύριο;" Συλλογίζεται. Τι μπελάς κι αυτός κάθε μέρα!
Comentários