top of page

Η κούκλα της βιτρίνας


Μπροστά στη φωτεινή και στολισμένη βιτρίνα, στέκεσαι ασάλευτος και θαμπωμένος.

Κοιτάζεις τους αντικατοπτρισμούς της αχνής φιγούρας σου κολλημένους σαν πολύχρωμα αυτοκόλλητα πάνω στο λερωμένο τζάμι της. 

Ανάμεσα σε πολλαπλά δακτυλικά αποτυπώματα που δείχνουν θαμπά, διάσπαρτα σημεία των άπιαστων θέλω όλων των ψυχών που το άγγιξαν. 

Παρατηρείς με μάτια ορθάνοιχτα, πασχίζοντας να αποτυπώσεις τη μαγική εικόνα που χάνεται κάθε τόσο στο πέρασμα κάθε βιαστικού περαστικού.

Προσπαθείς επίμονα να αφουγκραστείς τις συνεχείς σιωπές της άκαρδης κούκλας που δεσπόζει μέσα στο κέντρο της. 

Καθισμένη σε ένα λουλουδένιο θρόνο, μοιάζει με αιθέρια ύπαρξη ενός σκοτεινού παραμυθιού στημένου στην άνοιξη του Μάη. 

Με έναν ήλιο ψυχρών βατ, να πέφτει πάνω της σκυφτός, ώστε να πλέξει τα μαλλιά της.

Σε δύο κοτσίδες μακριές από λαμπερές χρυσοκλωστές σε τόνους ξανθού σαντρέ.

Φοράει κόκκινο φανταχτερό κραγιόν και μοστράρει ακίνητα φλογερά χαμόγελα γεμάτα υποσχέσεις. Με ένα στυλ αριστοκράτισσας καρφιτσωμένο πάνω στο λευκό της φόρεμα.

Φτιαγμένο με πλούσια κεντήματα και στρας και φθηνό σατέν. 


Με δυο καρφωμένες θάλασσες στις κόρες των ματιών της, μαγνητίζει με απίστευτη ευκολία κάθε υποψήφιο θύμα της.

Σαν γυναίκα αράχνη που υφαίνει επιδέξια αόρατο ιστό και το τυλίγει σε ένα κουβαράκι βαμβακερό.

Μέχρι που πέφτεις και εσύ μέσα στα δίχτυα της. Μαρμαρωμένος από της μέδουσας το βλέμμα.

Λες και είσαι τυφλός και ανίκανος να δεις τα φίδια που φωλιάζουν σε αυτό το κοφτερό κεφάλι. 

Αυτές τις ύπουλες οχιές που σε τρυπούν και δηλητήριο στις τρύπες στάζουν.

Αργά ρέει στις φλέβες σου, σαν ένα ρυάκι από κόκκινο κρασί.

Μεθάει κάθε λογισμό σου. Πνίγει σιγά σιγά κάθε αμφιβολία σου. Κι ας βγαίνουν σα σανίδες σωτηρίας στην επιφάνεια του κρυστάλλινου ποτηριού σου για να σωθείς, εσύ τις αγνοείς.

Τις αγνοείς και αγνοείσαι σιωπηλά μέσα στου κόσμου τη βοή που αδιάφορα σε προσπερνάει.

Comments


bottom of page