Μόλις την είδε μπροστά του, του έκοψε την ανάσα. Έμεινε να την κοιτάει από μακριά χωρίς να κάνει ένα βήμα να της μιλήσει.
Αυτός ο σκληρός άντρας έλιωσε σαν πάγος που τον έκαψε ο δυνατός ήλιος του καλοκαιριού.
Την κοιτούσε αφοσιωμένος για να απομνημονεύσει την κάθε της κίνηση. Ήθελε να θυμάται την παραμικρή της πράξη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.
Χρόνια είχε να έρθει μπροστά του μία τέτοια γυναίκα.
Ήταν σαν αερικό, σαν μία νύμφη του δάσους, σαν μία νεράιδα που ήρθε να του πάρει την μιλιά και να τον αφήσει άλαλο για πάντα.
Το πρόσωπο της έλαμπε και τα μάτια της ήταν σαν φωτεινοί μετεωρίτες που όπου χτυπήσουν θα ανοίξουν κρατήρα.
Έτσι άνοιξε κρατήρας στην καρδιά του εκείνο το βράδυ.
Ρώτησε τον μπάρμαν αν την γνωρίζει μόλις την είδε να φεύγει. Του απάντησε ότι έρχεται κάθε βράδυ Σαββάτου μαζί με μία φίλη της. Κάθονται για ένα, δύο ποτά πάντα την ίδια ώρα και μετά φεύγουν. Ποτέ δεν είναι κάποιος άλλος μαζί τους. Τον ευχαρίστησε, τον πλήρωσε αφήνοντας του ένα καλό φιλοδώρημα και έφυγε.
Το επόμενο Σάββατο και πολλά Σάββατα την ίδια ώρα την περίμενε να την δει να μπαίνει μέσα.
Καθόταν στο ίδιο εκείνο τραπέζι που καθόταν όταν την πρωτοείδε.
Κάθε φορά σκεφτόταν να κάνει το επόμενο βήμα και πάντα κάτι τον κρατούσε μακριά από το να το πραγματοποιήσει.
Κάθε φορά έλεγε την επόμενη, περνώντας ο καιρός. Η δειλία του ήταν όχι μήπως του αρνηθεί, αλλά μήπως χάσει την μαγεία στο να πιστεύει ότι δεν υπάρχει άλλος που του ανήκει η καρδιά αυτής της υπέροχης οπτασίας.
Κάποιες φορές του είχε ρίξει και το βλέμμα της επάνω του και ανατρίχιασε ολόκληρος.
Όμως το θεώρησε τυχαίο, καθαρή σύμπτωση. Μετά από μήνες πολλούς με την καθιερωμένη συνήθεια πια να έχει γίνει κομμάτι της ζωής του, μπήκε και κάθησε στο τραπέζι του.
Παρήγγειλε ένα ουίσκι με πάγο και περίμενε. Σάστισε όταν είδε την φίλη της να μπαίνει μέσα χωρίς εκείνη. Πλησίασε στο μπαρ, κάτι είπε στον μπάρμαν και περίμενε όταν εκείνος απομακρύνθηκε.
Ιδρώτας τον έλουσε και έντρομος αποφάσισε να πλησιάσει να ρωτήσει. Μισή ντροπή δική του, μισή ντροπή των άλλων που τον βλέπουν ταραγμένο. Ήθελε απεγνωσμένα να μάθει γιατί δεν ήρθε εκείνη. Τα βήματα του όσο πιο σταθερά γινόταν τον έφεραν κοντά.
- Συγγνώμη δεσποινίς. Να σας ρωτήσω κάτι;
- Παρακαλώ, αν μπορώ να απαντήσω.
- Έχω παρατηρήσει ότι έρχεστε με μία φίλη σας. Σήμερα δεν ήρθε. Είναι καλά;
- Καλά είναι. Απλά είχε κάτι άλλο να κάνει απόψε.
Έσκυψε το κεφάλι σαν να ήθελε να κρύψει την πίκρα του.
- Συγγνώμη για τα νέα που σας είπα.
Την άκουσε να ψελλίζει. Γύρισε πίσω και εκείνη συνέχισε.
- Ερχόμαστε εδώ και ένα χρόνο. Κάποια στιγμή σας είχε ξεχωρίσει. Πίστευε ότι κάποια στιγμή θα σας τραβούσε την προσοχή. Όμως θεώρησε ότι δεν υπήρχε ανταπόκριση. Έτσι αποδέχτηκε την πρόταση για ένα ραντεβού με κάποιον που της είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον του. Λυπάμαι...
Την κοίταξε χωρίς να μιλήσει... Τι να πει... Είχε χάσει την μιλιά του. Του την έκλεψε η νεράιδα...
Comentários