Η πηγή της γνώσης
- ΓΕΩΡΓΙΑ ΧΑΪΔΕΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ
- Mar 31
- 7 min read

Σ’ ένα όμορφο χωριουδάκι ζούσε με την οικογένειά του ο Γιαννάκης που ήταν ένα πολύ έξυπνο και καλό παιδί, τεμπελάκος όμως στο σχολείο, δε διάβαζε αρκετά. Μετά το σχολείο, καθημερινά, αφού τέλειωνε τα μαθήματά του βιαστικά, έτρεχε στον κάμπο για να παίξει με τ’ άλλα παιδιά. Η δασκάλα στο σχολείο του έλεγε ότι η εξυπνάδα δεν αρκεί...θα 'πρεπε δικά του πράγματα να δημιουργεί και μέσα στη ζωή να περιπλανηθεί.
«Εγώ», του έλεγε, «σου μαθαίνω γράμματα πολλά, πρέπει όμως κι εσύ μόνος σου να ξεφυλλίζεις βιβλία και να σκέφτεσαι βαθιά....
Την ψυχή σου θα γεμίσεις,
αν καινούργιες γνώσεις αποκτήσεις...
Αλλά ο Γιαννάκης που ν’ ακούσει....τεμπέλιαζε καινούργια ενδιαφέροντα ν’ ανακαλύψει, τον κόσμο να παρατηρήσει και...βιβλία να εξερευνήσει!
Κάποια στιγμή είχε ακουστεί ότι μεγάλο παζάρι θα γινόταν στην περιοχή. Θα έρχονταν από παντού πραματευτές, γυρολόγοι και μικροπωλητές. Η μητέρα του Γιαννάκη, που του είχε αδυναμία, του είπε μια μέρα:
«Αν σήμερα τελειώσεις νωρίς τα μαθήματά σου κι είσαι καλό παιδί, θα πάμε στο παζάρι ν’ αγοράσουμε διάφορα πράγματα και παιχνίδια μαζί.» Έτσι κι έγινε. Άκουσε ο Γιαννάκης για καινούργια παιχνίδια και...μέσα σε λίγες ωρίτσες είχε κιόλας τελειώσει το διάβασμα!
Εν τω μεταξύ, πολλοί πάγκοι με κάθε λογής εμπορεύματα είχαν στηθεί στην αγορά. Ο Γιαννάκης με τη μητέρα του έψαχνε αντικείμενα ξεχωριστά. Ξαφνικά, το μάτι του έπεσε πάνω σε μια γριούλα που πουλούσε κάτι παλιά βιβλία. Αλλά το παράξενο ήταν ότι ένα από τα βιβλία αυτά είχε κλειδαριά! Του κέντρισε λοιπόν το ενδιαφέρον και ζήτησε από τη μητέρα του να του το αγοράσει. Αυτή παραξενεύτηκε, γιατί ο γιος της σπάνια ζητούσε βιβλία από τους γονείς του! Ο Γιαννάκης στράφηκε στη γριούλα και τη ρώτησε:
«Γιατί το βιβλίο αυτό δεν έχει τίτλο αλλά έχει κλειδαριά;» Η γριούλα άπλωσε το χέρι της και του απάντησε:
«Σου δίνω τούτο το κλειδί
για να βρεις το μυστικό
στην ιστορία αυτή.»
Ο Γιαννάκης όταν επέστρεψε στο σπίτι, ξέχασε τα παιχνίδια του! Είχε αγωνία να διαβάσει του βιβλίου την ιστορία! Πήρε λοιπόν το κλειδί και το ξεκλείδωσε στο πι και φι. Και τι να δει! Κάθε σελίδα του βιβλίου ήταν... κενή! Ξεφύλλιζε, ξεφύλλιζε, ώσπου έφτασε στην τελευταία σελίδα...Εκεί υπήρχε γραμμένο το εξής:
Αν θελήσεις τις σελίδες να γεμίσεις, πρέπει να ξεδιψάσεις και στην ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ να ξεδιψάσεις. Εάν βρεις της Γνώσης την Πηγή, τότε θα καταλάβεις το μυστήριο που κρύβει η σελίδα αυτή.
Ο Γιαννάκης ξαφνιάστηκε. Κι όλα άλλαξαν εκείνη τη στιγμή γι’αυτόν. Είχε πεισμώσει...είχε βάλει σκοπό να λύσει το μυστήριο αυτό...Το ίδιο βράδυ ύπνο δεν είχε. Στριφογύριζε στο κρεβάτι του και δούλευε μέσα στο μυαλό του διάφορες ιδέες...Πού να βρισκόταν άραγε η πηγή για την οποία μιλούσε η τελευταία σελίδα του βιβλίου; Θα κατάφερνε να τη βρει; Έτσι, την άλλη μέρα το απόγευμα κίνησε για το κοντινό δάσος. Τότε θυμήθηκε τη δασκάλα του που τον συμβούλευε να τολμήσει, καινούργιες γνώσεις να κατακτήσει και «μυστικά» της Φύσης, του Κόσμου, της Ζωής ν’ αναζητήσει...
«Δεν μπορεί, πηγές υπάρχουν μέσα στο δάσος πολλές, κι αν πιω νερό σε κάποια από αυτές, είμαι βέβαιος ότι θα γεμίσουν του βιβλίου οι σελίδες οι κενές.»
Αυτά που λέτε παιδιά σιγοψιθύριζε και μέσα στα δέντρα τριγύριζε. Πού να φανταστεί όμως, ότι μέσα από τους θάμνους θ’ άκουγε τα λόγια του μια νυφίτσα που ζήλεψε το θάρρος του Γιαννάκη για περιπέτεια και του είπε:
«Θα σε οδηγήσω εγώ από έναν γρήγορο κι εύκολο δρόμο, σ’ ένα μέρος απ’ όπου πηγάζει άφθονο νερό και καταλήγει στον ποταμό.» Ο Γιαννάκης την ακολούθησε χωρίς να πολυσκεφτεί, γιατί η νυφίτσα θέλησε να τον βοηθήσει στη διαδρομή του αυτή. «Ευχαριστώ νυφίτσα», της είπε, «ευχαριστώ...Θα βρούμε την πηγή και θα πιούμε μαζί νερό...» Ο δρόμος ήταν ομαλός, δίχως πέτρες πολλές, ανηφόρες και στροφές. Έφτασαν γρήγορα στην πηγή κι η νυφίτσα άρχισε να γελάει η πονηρή....Ο Γιαννάκης θυμωμένος στράφηκε στη νυφίτσα και της είπε:
«Μα αυτή η πηγή δεν έχει γάργαρα νερά, λίγες σταγόνες τρέχουν μοναχά...» Τότε η νυφίτσα του απάντησε: «Κι εσύ πίστεψες ότι χωρίς να κοπιάσεις και να ψάξεις πολύ, θα κατάφερνες να βρεις του ποταμού την ΠΗΓΗ;»
Κι έφυγε, αφήνοντας πίσω το Γιαννάκη που μονολόγησε:
«Καλά να πάθω! Πίστεψα σε μια νυφίτσα κι αυτή με κορόιδεψε...Όμως, αν και το νερό είναι λιγοστό, ίσως λυθεί του βιβλίου μου το μυστικό...» Έσκυψε λοιπόν να πιει λίγο νερό...
Μόλις λοιπόν επέστρεψε στο σπίτι, αφού έφαγε κολατσιό κι ετοίμασε την τσάντα του για το σχολειό, άνοιξε το βιβλίο...Οι σελίδες με μεγάλη του απογοήτευση παρέμεναν αδειανές, δίχως λόγια, δίχως ζωγραφιές...Όταν έφτασε στην τελευταία σελίδα, με έκπληξη είδε ότι το μήνυμα του βιβλίου είχε αλλάξει!
Με τις εμπειρίες της ζωής μαθαίνεις πολλά. Πρέπει να έχεις ΕΠΙΜΟΝΗ και να πας πιο μακριά. Έφτασες μέχρι εδώ, και αυτό είναι σημαντικό. Αν πιστέψεις περισσότερο στον εαυτό σου, θα φτάσεις στον τελικό ΣΚΟΠΟ σου.
Ο Γιαννάκης για ακόμη μία φορά ξαφνιάστηκε. Το βιβλίο αυτό από την αρχή που το αγόρασε τον καθοδηγούσε και τα βήματά του ακολουθούσε! Ένιωσε εκείνη τη στιγμή ΜΑΓΕΙΑ και για του βιβλίου την ΑΞΙΑ, δεν είχε πια ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ! Έπρεπε να φτάσει στον τελικό ΣΚΟΠΟ και από την ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ να πιει νερό...
Έτσι, την άλλη μέρα το απόγευμα, αποφάσισε να μπει σε νέα περιπέτεια!
«Τελείωσες τα μαθήματά σου Γιαννάκη», του είπε η μητέρα του, «και πας για παιχνίδι;» Όμως απάντηση δεν πήρε...Ο Γιαννάκης έκλεισε την πόρτα του σπιτιού πίσω του αφήνοντας τη μητέρα του απορημένη και βυθισμένος σε σκέψεις κίνησε για το δάσος...
«Πρέπει να φτάσω στον τελικό ΣΚΟΠΟ και από την ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ να πιω νερό», σιγοψιθύριζε...που να φαντάζονταν όμως ότι καθώς βάδιζε ανάμεσα στα δέντρα, θ’ άκουγε τα λόγια του...όχι παιδιά μια νυφίτσα πάλι, αλλά...μια κουκουβάγια που πέταξε πάνω από του Γιαννάκη το κεφάλι!
«Εγώ», του είπε, «μπορώ να σε οδηγήσω από ένα στενό κι απόκρημνο μονοπάτι, σ’ ένα μέρος απ’ όπου πηγάζει άφθονο νερό και καταλήγει στον ποταμό.» «Γιατί να σε πιστέψω; Κι η νυφίτσα εχθές προσφέρθηκε να με βοηθήσει και στην ΠΗΓΗ να με οδηγήσει, αλλά με γέλασε! Γιατί λοιπόν τώρα να έρθω μαζί σου και μάλιστα από τον παλιόδρομο;» Η κουκουβάγια απάντησε:
«Η νυφίτσα σου έδειξε το σύντομο μονοπάτι. Μήπως όμως ο μακρύς και δύσβατος δρόμος σε κάνει πιο δυνατό; Μπορεί να δυσκολευτείς και να ιδρώσεις, δεν έχεις όμως την περιέργεια κάτι καινούργιο ν’ ανταμώσεις;»
ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ
ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ ΣΤΗ ΖΩΗ,
ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙΣ ΘΑ ΒΡΕΘΕΙ
«Έχεις δίκιο», απάντησε ο Γιαννάκης, «δε χάνω τίποτα αν δοκιμάσω...Από την αρχή πίστεψα πως το βιβλίο με το κλειδί κρύβει μια ιστορία σημαντική. Ναι, λαχταρώ της ΓΝΩΣΗΣ ΤΗΝ ΠΗΓΗ να βρω.» «Ξεκινάμε λοιπόν», είπε η κουκουβάγια. «Βασίσου πάνω μου!»
Το μονοπάτι που διέσχισαν δυσκόλεψε πολύ τον Γιαννάκη. Άρχισε να διψάει, αλλά πού να έπινε νεράκι; Ανάμεσα σε τσουκνίδες, πυκνούς θάμνους κι άγρια δεντράκια, συνάντησαν ανηφόρες, πέτρες, χαλίκια και βραχάκια. Μάλιστα σε κάποια σημεία όπου ήταν επικίνδυνο να πέσει, χρησιμοποιούσε και τα χέρια του αναγκαστικά, βάδιζε αργά, προσεκτικά…ώσπου ξαφνικά βρέθηκαν μπροστά σε κάτι πελώρια βράχια.
«Εδώ τελειώνει το μονοπάτι», του είπε η κουκουβάγια, «πρέπει να συνεχίσουμε την πορεία μας μέσα από τον ποταμό… στην αρχή το νερό είναι γάργαρο, ρηχό… όμως θα είναι όλο και πιο βαθύ, όσο θα πλησιάζουμε στην ΠΗΓΗ. Και τότε, δε θα μπορείς να περπατήσεις, θα χρειαστεί να κολυμπήσεις…Ο Γιαννάκης έδειξε να φοβάται και κοίταξε πίσω έτοιμος να εγκαταλείψει την περιπέτεια…Η κουκουβάγια προσπάθησε να ενθαρρύνει τον Γιαννάκη λέγοντάς του:
«Είναι κρίμα πίσω τώρα να γυρίσεις...πρέπει τη διαδρομή να τερματίσεις. Αφού έφτασες ως εδώ, κι εγώ, θα καθίσω στον ώμο σου για να σου δίνω θάρρος, καθώς θα προχωράμε μες στον ποταμό...» Τα λόγια αυτά καθησύχασαν τον Γιαννάκη κι όταν η κουκουβάγια κάθισε στον ώμο του, ένιωσε ένα ψυχικό δέσιμο μαζί της...Ένιωσε εμπιστοσύνη στον εαυτό του και μια σιγουριά.
Μέσα στο ποτάμι δεν μπορούσε φυσικά να περπατήσει γρήγορα! Το νερό κυλούσε με δύναμη, υπήρχαν αναρίθμητα πετραδάκια κι ο Γιαννάκης αισθανόταν την πίεση στα πόδια του. Είδε όμως εικόνες που δεν γνώριζε πριν: γύρω του θεόρατα βράχια, επιβλητικά και μικρές πηγές απ’ όπου ανάβλυζε δροσερό νεράκι.
«Αχ να πιω λιγάκι», είπε ο διψασμένος Γιαννάκης. Όμως η κουκουβάγια του είπε:
«Κράτησε τη δίψα σου...Όταν φτάσουμε στην ΠΗΓΗ θα είσαι κουρασμένος και θα διψάς πολύ. Γι’ αυτό θα δροσιστείς, θα ξεδιψάσεις και το νερό περισσότερο θα απολαύσεις.»
Την ώρα που έλεγε αυτά τα λόγια η κουκουβάγια, ο Γιαννάκης παρατήρησε ότι το νερό του ποταμού άρχισε να βαθαίνει...να βαθαίνει και...σε κάποιο σημείο δεν πατούσε πια! Τότε, άρχισε να κολυμπάει, να κολυμπάει, να κολυμπάει...Το ρεύμα του ποταμού γινόταν ολοένα και πιο δυνατό, ώσπου κάποια στιγμή είδε έναν καταρράκτη ορμητικό! «Εδώ» του είπε η κουκουβάγια, «η διαδρομή σου τελειώνει….».
Ο Γιαννάκης βγήκε από το ποτάμι και κάθισε στην όχθη να θαυμάσει τον καταρράκτη. Ήταν κατάκοπος αλλά πολύ χαρούμενος...σα ν’ ανακάλυψε κάτι σπουδαίο! Η κουκουβάγια συνέχισε:
«Μακρύς και δύσκολος ο δρόμος για τη γνώση...Η διαδρομή σου αυτή μέσα από τα δύο μονοπάτια σου χάρισε ικανοποίηση και πίστη στον εαυτό σου. Η αποφασιστικότητά σου δείχνει ότι κρύβεις μέσα σου τόλμη και δύναμη. Η διαδρομή σου αυτή σου έμαθε να προσπαθείς, να έχεις ενδιαφέρον για τον γύρω κόσμο! Και έχεις Γιαννάκη πολλά ακόμα να μάθεις...Η γνώση ποτέ δε σταματάει, όπως το νερό της πηγής συνεχώς κυλάει...» Αυτά είπε η κουκουβάγια και πέταξε μακριά.
«Ευχαριστώ...» ψέλλισε ο Γιαννάκης κι έσκυψε να πιει νερό...Τότε, φωτεινά συννεφάκια άρχισαν να ξεπηδούν από τον καταρράκτη κι ένα-ένα κατευθυνόταν προς τον ουρανό και του έδιναν λάμψη. Είχε ήδη σουρουπώσει και το θέαμα ήταν πιο μαγικό. Όμως το εκπληκτικό ήταν ότι μέσα στα συννεφάκια ο Γιαννάκης διέκρινε λεξούλες και φρασούλες! Ήταν τόσες πολλές! Δεν προλάβαινε να τις διαβάσει! Ξαφνικά, άνεμος φύσηξε δυνατός και βρέθηκε χωρίς να το αντιληφθεί στη ζεστασιά του δωματίου του και δίπλα στο βιβλίο του!
«Μήπως ονειρευόμουν;» αναρωτήθηκε ο Γιαννάκης. Όταν όμως ξεκλείδωσε το βιβλίο, τι να δει! Οι σελίδες είχαν γεμίσει με λεξούλες και φρασούλες, εκτός...από την προτελευταία σελίδα που παρέμενε κενή! Γύρισε στην τελευταία και τι να δει! Το μήνυμα του βιβλίου για ακόμη μία φορά είχε αλλάξει!
Η προτελευταία σελίδα είναι κενή, γιατί για να γεμίσει πρέπει τρόπο αυτή τη φορά να βρεις ΕΣΥ και…
Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΘΑ ΣΕ ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ
Γεωργία Χαϊδεμενοπούλου 🍁
Kommentare