top of page

Η πριγκίπισσα και ο στρατιώτης

Writer: ΜΑΡΙΛΕΝΑ  ΞΥΨΙΤΗΜΑΡΙΛΕΝΑ ΞΥΨΙΤΗ

[Της Μαριλένας Ξυψιτή]


Το παλάτι του Βασιλιά Ερρίκου ήταν γεμάτο από χρυσάφι και όμορφα ρούχα, όμως, την Ανδριάνα, την πριγκίπισσα, δεν την ενδιέφεραν όλα αυτά.

Η καρδιά της ήταν πιο βαριά από ποτέ. Το βάρος του θρόνου, της εξουσίας και των αποφάσεων που της επέβαλλε το πεπρωμένο της, την είχε κουράσει.


Ο πατέρας της, ο Βασιλιάς, ήθελε μόνο ένα πράγμα για εκείνη: να κυβερνήσει το βασίλειο.

Να παντρευτεί ένα ισχυρό πρίγκιπα, να φέρει ειρήνη στους γειτονικούς λαούς και να εξασφαλίσει την ευημερία του κράτους.

Όμως, η Ανδριάνα ήξερε ότι η ελευθερία της δεν είχε καμία σχέση με αυτόν τον κόσμο.

Την είχε χάσει όταν έγινε κληρονόμος του θρόνου.


«Θα ήθελα να παραδώσω τον θρόνο και να βρω τελικά την ηρεμία μου» σκέφτηκε με ένα βαθύ αναστεναγμό. «Δεν με ενδιαφέρει καθόλου η εξουσία ή η δόξα.

Αυτό που νιώθω μέσα μου είναι όλος ο πλούτος που χρειάζομαι». Σκεπτόμενη αυτά, θυμήθηκε τον άντρα που πραγματικά αγαπούσε, εκείνον που δεν ήταν πρίγκιπας, δεν είχε τίτλους ή δύναμη, αλλά είχε καταφέρει να κερδίσει την καρδιά της. Και για εκείνη, αυτό ήταν το μόνο που είχε αξία.


Η Ανδριάνα αγαπούσε τον Αλέξιο, έναν ταπεινό στρατιώτη από το γειτονικό χωριό.

Εκείνος ήταν πάντα δίπλα της στις δύσκολες στιγμές και της έδωσε κάτι πολύτιμο: την ελευθερία να αγαπήσει αληθινά, χωρίς περιορισμούς και πολιτικά συμφέροντα. Όμως, οι κανόνες του βασιλιά δεν επέτρεπαν μια τέτοια σχέση. Η αγάπη τους ήταν απαγορευμένη.


Μια μέρα, καθώς περπατούσε στον κήπο του παλατιού, είδε μια γνώριμη φιγούρα από μακριά. Ήταν ο Αλέξιος. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Παρά τις υποσχέσεις της να τον ξεχάσει, εκείνος είχε επιστρέψει, όπως της είχε πει, για να τη βρει.


«Ανδριάνα,» είπε με φωνή γεμάτη ένταση και ένα βαθύ αναστεναγμό. «Πρέπει να φύγουμε. Η εξουσία δεν είναι για σένα, ούτε για κανέναν που έχει αγνή καρδιά. Μαζί μπορούμε να βρούμε την ελευθερία μας, μακριά από όλα αυτά».


«Δεν μπορώ,» απάντησε η Ανδριάνα, με δάκρυα στα μάτια. «Το βασίλειο, ο λαός μου... Δεν μπορώ να τους εγκαταλείψω».


«Το μόνο που αφήνεις πίσω είναι ένα βάρος που δεν σου αξίζει,» της είπε, κρατώντας το χέρι της. «Η καρδιά σου ανήκει αλλού».


Η Ανδριάνα ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Η αγάπη της για τον Αλέξιο ήταν πιο δυνατή από τον θρόνο, και η επιλογή της δεν ήταν εύκολη.


Τελικά, πήρε την απόφασή της. Θα άφηνε τον θρόνο πίσω για να ακολουθήσει την καρδιά της και την ελευθερία που της πρόσφερε.


Το ηλιοβασίλεμα έβαφε τον κήπο με χρυσό φως. Η Ανδριάνα κοίταξε τον Αλέξιο και είδε στα μάτια του την ίδια σιγουριά που ένιωθε και εκείνη. Ο θρόνος και οι ευθύνες της άρχισαν να ξεθωριάζουν.


«Αλέξιε,» είπε με τρεμάμενη φωνή, «αν φύγω, δεν θα υπάρχει γυρισμός. Κι αν δεν τα καταφέρω; Αν ο κόσμος με κυνηγήσει;»


«Θα είμαι δίπλα σου,» της είπε, κρατώντας σφιχτά το χέρι της. «Δεν θα είσαι ποτέ μόνη. Μαζί μπορούμε να βρούμε την ησυχία μας, μακριά από ίντριγκες και εξουσία».


Η Ανδριάνα ένιωσε μια ζεστασιά να την πλημμυρίζει. Ο Αλέξιος ήταν η μόνη σταθερή αλήθεια στη ζωή της, και μαζί του πίστευε πως μπορούσε να αφήσει τα πάντα πίσω. Όμως, η σκιά του θρόνου ήταν ακόμα εκεί, έτοιμη να την τραβήξει πίσω.


«Πρέπει να διαλέξεις τώρα,» είπε ο Αλέξιος, ρίχνοντας μια ματιά προς το παλάτι. «Ο Βασιλιάς δεν θα περιμένει για πάντα. Όλοι σε παρακολουθούν, οι ευγενείς, οι σύμβουλοι. Είσαι η τελευταία ελπίδα του θρόνου, αλλά η καρδιά σου δεν ανήκει εδώ».


«Το ξέρω,» είπε η Ανδριάνα, με τα μάτια γεμάτα αβεβαιότητα. «Αλλά φοβάμαι. Εδώ, τουλάχιστον, υπάρχει κάποια σταθερότητα. Αν φύγουμε και αποτύχουμε, τι θα απογίνουμε;»


Ο Αλέξιος την κοίταξε τρυφερά. «Η ειρήνη που έχεις εδώ είναι ψεύτικη, Ανδριάνα. Είναι φτιαγμένη από ψέματα και φόβο. Η αληθινή ζωή είναι εκεί όπου επιλέγεις να ζήσεις με ειλικρινή καρδιά».


Η Ανδριάνα έμεινε σιωπηλή και το μυαλό της ήταν γεμάτο σκέψεις. Ο θρόνος, η οικογένεια, οι ευθύνες… Τα είχε ζυγίσει όλα για χρόνια. Όμως, τώρα η επιλογή ήταν ξεκάθαρη. Ήθελε να ζήσει για τον εαυτό της, να αγαπήσει χωρίς φόβο, χωρίς τα δεσμά του αίματός της.


«Αλέξιε,» είπε τελικά, με μια σιγουριά που δεν είχε ξανανιώσει, «θα φύγω. Όχι μόνο για μένα, αλλά για εμάς. Θα αφήσουμε πίσω μας αυτόν τον κόσμο και θα φτιάξουμε τον δικό μας».


Ο Αλέξιος την αγκάλιασε σφιχτά, και για μια στιγμή, όλα γύρω τους έπαψαν να υπάρχουν. Δεν υπήρχαν ίντριγκες, δεν υπήρχαν υποχρεώσεις. Μόνο αυτοί και το μέλλον που θα δημιουργούσαν μαζί, ελεύθεροι.


Το σχέδιό τους ήταν ριψοκίνδυνο. Έπρεπε να φύγουν από το παλάτι χωρίς να τους δει κανείς.

Η Ανδριάνα θα περνούσε την αυλή κρυφά και θα συναντούσε τον Αλέξιο στο δάσος, πέρα από τα όρια του βασιλείου.

Εκεί, μακριά από τα βλέμματα και τους κανόνες του παλατιού, θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή.


Η νύχτα έπεσε γρήγορα και το σχέδιό τους ξεκίνησε.

Όμως, μέσα στην ησυχία της αυλής, ένας κρύος αέρας φύσηξε.

Οι φρουροί είχαν καταλάβει ότι έλειπε και πλησίαζαν. Δεν είχαν άλλο χρόνο.


«Πρέπει να φύγουμε τώρα,» είπε ο Αλέξιος με τη φωνή του να είναι γεμάτη ένταση. «Πριν να είναι αργά».


Η Ανδριάνα δεν γύρισε πίσω. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να ακολουθήσει τον άντρα που αγαπούσε. Μπροστά τους, ένας ολόκληρος κόσμος τους περίμενε.


Πίσω στο παλάτι, οι ψίθυροι δυνάμωναν. Οι φρουροί κινούνταν ανήσυχα, ψάχνοντας την πριγκίπισσα.


Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, αλλά δεν δίστασε. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο παλάτι που τη φυλάκιζε τόσα χρόνια, έπιασε το χέρι του Αλέξιου.


«Πάμε,» ψιθύρισε, και μαζί χάθηκαν στο σκοτεινό μονοπάτι που οδηγούσε μακριά από το βασίλειο.


Ο δρόμος μπροστά τους ήταν γεμάτος κινδύνους, αλλά και ελπίδα. Η νύχτα τους έκρυβε, και οι φωνές των φρουρών χάνονταν όσο απομακρύνονταν από το παλάτι. Ο Αλέξιος ήταν δίπλα της, ο σύντροφός της στην αναζήτηση της ελευθερίας. Δεν χρειάζονταν λόγια, τα βλέμματά τους τα έλεγαν όλα.


Καθώς έφταναν στο δάσος, η Ανδριάνα ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω της, σαν να έσπαγαν αόρατες αλυσίδες. Ο κόσμος που ήξερε, γεμάτος πολιτικές ίντριγκες και φόβους, απομακρυνόταν. Μπροστά τους, μια νέα ζωή γεμάτη υποσχέσεις ξεκινούσε. Δεν ήξεραν τι τους περίμενε, αλλά ήξεραν πως θα το αντιμετώπιζαν μαζί.


Η φύση ήταν γαλήνια. Ήταν σαν ο κόσμος να τους καλωσόριζε σε μια νέα πραγματικότητα, όπου μόνο η αγάπη και η ελευθερία είχαν σημασία. Ο Αλέξιος την κοίταξε με αφοσίωση, σαν να της έλεγε πως αυτό δεν ήταν απλώς μια φυγή, αλλά η αρχή της δικής τους ιστορίας.


Λίγες ώρες αργότερα, βρήκαν καταφύγιο σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι στην άκρη του δάσους. Ήταν απλό, αλλά για την Αδριάνα, ήταν το πρώτο μέρος όπου ένιωθε πραγματικά ελεύθερη. Ο Αλέξιος άναψε φωτιά, και κάθισαν, χαζεύοντας τις φλόγες που χόρευαν μπροστά τους.


«Είμαστε ασφαλείς προς το παρόν,» είπε ο Αλέξιος, αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης.


Η Αδριάνα έκλεισε για λίγο τα μάτια, νιώθοντας τη ζεστασιά της φωτιάς και τον απαλό αέρα του δάσους γύρω της. Ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. «Δεν θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού,» ψιθύρισε.


«Ο κόσμος μπορεί να μας κυνηγήσει, αλλά έχουμε ο ένας τον άλλο. Και τίποτα εκεί έξω δεν είναι πιο δυνατό από την αγάπη μας».


Η Αδριάνα κοίταξε τον Αλέξιο στα μάτια. Η αγάπη του ήταν η μόνη σταθερή αλήθεια στη ζωή της, και ήταν έτοιμη να ζήσει για αυτήν.


«Αφήνω πίσω μου θρόνους και τίτλους,» είπε ήρεμα, κοιτάζοντας τον νυχτερινό ουρανό. «Η μόνη δύναμη που χρειάζομαι είναι αυτή που έχω μαζί σου».


Ο Αλέξιος την έκλεισε στην αγκαλιά του, και η Ανδριάνα ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά, σε απόλυτη αρμονία με τη δική της. Ήταν ελεύθεροι. Ελεύθεροι να ζήσουν χωρίς φόβο, να αγαπήσουν χωρίς περιορισμούς, να φτιάξουν τη ζωή τους όπως ήθελαν.


Το βασίλειο μπορεί να είχε χάσει την πριγκίπισσά του, αλλά εκείνη είχε κερδίσει κάτι πολύ πιο πολύτιμο από την εξουσία: την αληθινή ελευθερία. Και με τον Αλέξιο δίπλα της, τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει.


Η ιστορία τους μόλις ξεκινούσε. Και αυτή τη φορά, ο κόσμος ήταν δικός τους.


Μαριλένα Ξυψιτή 🌹



Comments


bottom of page