top of page

Η σιωπή της Άννας


«Η Σιωπή της Άννας»

Η Άννα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη, βλέποντας το πρόσωπό της που είχε γίνει σχεδόν αγνώριστο.

Μια νέα μελανιά στο μάγουλο και μια μικρή κοψιά στο χείλος.

Δεν ήταν η πρώτη φορά.

Ούτε θα ήταν η τελευταία, όπως η ίδια ήξερε πολύ καλά.

Σιωπούσε χρόνια τώρα, δεμένη σε έναν γάμο που μόνο στο όνομα ήταν τέτοιος.

Ο Πέτρος, ο σύζυγός της, από την αρχή έδειχνε σημάδια ζήλειας, αυταρχισμού και οργής, μα η Άννα τα απέδιδε σε αγάπη.

Τα πρώτα χρόνια είχαν κυλήσει σχετικά ήσυχα.

Μικρά σχόλια για το ντύσιμό της, οι πρώτες εντάσεις, όταν ήθελε να βγει με φίλες, αλλά τίποτα που να την προειδοποιήσει γι' αυτό που θα ακολουθούσε.

Με τον καιρό, η συμπεριφορά του έγινε πιο ακραία.

Κάθε της κίνηση ελεγχόταν, κάθε της λέξη μπορούσε να προκαλέσει μια έκρηξη.

Οι φωνές έγιναν καθημερινότητα, και έπειτα ήρθαν τα χτυπήματα.

«Φταις εσύ», έλεγε ο Πέτρος κάθε φορά που σήκωνε χέρι πάνω της. «Εσύ με προκαλείς».

Η Άννα, μπερδεμένη και αδύναμη, άρχισε να το πιστεύει.

Της έλειπε η αυτοπεποίθηση, η δύναμη να μιλήσει.

Σκεφτόταν την κοινωνία, τις φήμες, τον φόβο για το τι θα έλεγαν οι άλλοι. Βυθιζόταν στη σιωπή, πιστεύοντας πως έτσι ίσως να μπορέσει να σώσει την οικογένειά της.

Τα βράδια κοιμόταν με τα δάκρυα να μουσκεύουν το μαξιλάρι, αλλά κάθε πρωί σηκωνόταν για να συνεχίσει τη ρουτίνα της.

Στη δουλειά, ήταν η ήσυχη, καλή συνεργάτιδα που δεν έδινε δικαιώματα.

Στο σπίτι, η γυναίκα που έπρεπε να ικανοποιεί κάθε απαίτηση του Πέτρου για να αποφύγει την οργή του. Κι όταν κάτι πήγαινε στραβά, οι δικαιολογίες που έβρισκε για τις μελανιές της ήταν ατέλειωτες: «Χτύπησα κατά λάθος», «Έπεσα από τις σκάλες».

Μια μέρα, όμως, κάτι άλλαξε.

Ήταν η στιγμή που έπεσε κάτω από ένα δυνατό χτύπημα του Πέτρου και ένιωσε πως δεν μπορούσε να σηκωθεί ξανά.

Το σώμα της πονούσε, αλλά περισσότερο πονούσε η ψυχή της. Έμεινε ξαπλωμένη στο πάτωμα, κοιτάζοντας το ταβάνι, και σκέφτηκε: «Ως εδώ».

Ήταν σαν να έσπασε κάτι μέσα της.

Η σιωπή της, η υπομονή της, είχαν φτάσει στο τέλος τους.

Το επόμενο πρωί, η Άννα δεν σηκώθηκε για να φτιάξει καφέ στον Πέτρο, όπως συνήθως.

Δεν του είπε ούτε λέξη, όταν εκείνος της φώναξε, γιατί δεν έβρισκε καθαρά ρούχα.

Αντίθετα, έβαλε σε μια βαλίτσα μερικά από τα ρούχα της και βγήκε από την πόρτα.

Ο Πέτρος φώναζε από πίσω της, μα η Άννα δεν γύρισε.

Αυτή τη φορά, δεν θα γύριζε πίσω.

Περπατώντας στους δρόμους, με την βαλίτσα στο χέρι, αισθανόταν ελαφριά, ελεύθερη, αν και πληγωμένη.

Δεν ήξερε πού θα πήγαινε, δεν ήξερε τι θα ακολουθούσε.

Αλλά το σημαντικό ήταν ότι είχε φύγει.

Και αυτή η πρώτη απόφαση ήταν το πιο δύσκολο βήμα.

Στο καταφύγιο για κακοποιημένες γυναίκες που βρήκε αργότερα, συνάντησε κι άλλες γυναίκες που είχαν περάσει τα ίδια.

Εκεί άρχισε να ξαναχτίζει τη ζωή της. Σιγά σιγά βρήκε τη δύναμη να μιλήσει, να πει την αλήθεια της χωρίς ντροπή, και να δει πως δεν ήταν μόνη της.

Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, η Άννα ένιωσε πως είχε μια φωνή, μια φωνή που κανείς δεν θα μπορούσε να της κλέψει ξανά.

Η κακομεταχείριση των γυναικών συχνά ξεκινά με μικρές σιωπές που γίνονται βουνά. Η Άννα κατάφερε να σπάσει τη δική της σιωπή, και έτσι, έδωσε μια νέα ευκαιρία στη ζωή της. Γιατί κάθε γυναίκα αξίζει να ακούγεται, να ζει με αξιοπρέπεια και χωρίς φόβο.



Comments


bottom of page