Στεκόταν στο παράθυρο·
κοιτούσε τη σκοτεινιά,
το σιωπηλό απόγευμα να φεύγει
σαν πλοίο
από λιμάνι.
Ήταν Κυριακή.
Ψυχή στο δρόμο.
Μόνο τα σκυλιά.
Πίσω του ξαπλωμένη
βρισκόταν η Στέλλα.
Οι ματιές της απαλές νυχιές
στο σώμα του.
Στεκόταν αυτή τώρα στο ίδιο
παράθυρο.
Κοιτούσε το λιμάνι, τον όχλο, το
πρωινό μελάνι να σβήνει το φως. Ήταν Δευτέρα.
Τα σκυλιά είχαν κρυφτεί.
Πίσω της στο κρεβάτι
ένα γράμμα, μια εξήγηση, ένα βιαστικό αντίο.
Γιώργος Καστρουνής, “Εκτός Ορίων”,
Wonderful