top of page

ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΟΤΕ...ΤΗΝ ΔΡΑΧΜΗ


Κοιτώ το γραφείο μου και παρατηρώ ένα προς ένα τα αντικείμενα που βρίσκονται πάνω.

Τα απαραίτητα… μια θήκη γυαλιών μυωπίας, ένα ακριβό αλλά άδειο πορτοφόλι μάρκας (παλιές καλές εποχές βλέπετε), μια μολυβοθήκη και μια πάμφθηνη λάμπα φωτός, που θα με αποστραβώσει εντελώς.


Το βλέμμα μου πέφτει πάνω σε δύο κέρματα, ένα δίευρο και ένα δεκάδραχμο.

Δραχμές λέω και χαμογελώ πικρά. Ήμουν μικρή σε ηλικία (δεν θέλω γέλωτες) όταν ο παππούς μου προσπαθούσε να μου εξηγήσει τι κέρμα είναι αυτό.

Μου άρεσε που μου εξηγούσε ποιος ήταν αυτός πάνω στα κέρματα.


«Ο Αριστοτέλης, από τη μια μεριά και το πέντε από την άλλη.

Αυτό…» μου έλεγε, «είναι πέντε φράγκα και αυτός στο δεκάρικο είναι ο Δημόκριτος».

«Ποιος είναι πάλι ο Δημόκριτος, βρε παππού;»

«Ήταν φιλόσοφος παιδί μου, τούτο το κέρμα κυκλοφόρησε το 1978».



Εμένα μου άρεσε αυτός ο Δημόκριτος, γιατί αργότερα έμαθα ότι ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι ο γαλαξίας είναι φως από μακρινά αστέρια.

Με μπέρδευαν τα κέρματα αλλά μου άρεσαν κιόλας.

Είχαν μια ιστορία όλα!


Το κράτησα εκείνο το δεκάδραχμο και τώρα στέκεται δίπλα από το δίευρο.

Όπου και να πήγα πάντοτε αυτά για κάποιο λόγο τα είχα έτσι, χωρίς να τα ακουμπώ ποτέ.

Μα σήμερα το βλέμμα μου δεν φεύγει από αυτά.

Κοιτιούνται θλιμμένα και νομίζω ότι ήρθε η στιγμή να αναμετρηθούν.

Το δεκάδραχμο είναι θλιμμένο και θυμωμένο, πονεμένο.

Πικραμένο ξεσπάει, φωνάζοντας στο δίευρο:

«Τι με κοιτάς; ήρθες πριν είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια στη ζωή μας και μας κατέστρεψες,μας πέταξαν εξαιτίας σου».

Το δίευρο με θλίψη απαντά:

«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι είμαι ικανοποιημένο ή χαρούμενο;

τι πιστεύεις για μένα;

από όταν με δημιούργησαν, όλοι με μαλώνουνμε καταριούνται, με πετούν με απαξίωση από χέρι σε χέρι.

Ευτυχώς εδώ έχω βρει την ησυχία μου, χωρίς να με αγγίξουν.

«Ναι, μόνο που ανήκεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση!

Σε κάθε χώρα κι άλλο ντύσιμο!

Εγώ ήμουν η Ελλάδα όμως!

Η δραχμή κι εγώ, πάντα πρόθυμες, για χρόνια εξυπηρετούσαμε το σκοπό μας!

Εσείς μας ρημάξατε!

Εξαιτίας σας μας πέταξαν, μας έκαναν στην άκρη, μας υποτίμησαν. Αν θες όμως την αλήθεια, εμένα και την οικογένειά μου, μας νοσταλγούν όλοι!

Εσείς φέρατε την πείνα.

Στο περίπτερο ήμασταν περήφανες δραχμές.

Μια εφημερίδα είχε εκατό δραχμές!Τώρα έχει δύο ευρώ!

Δηλαδή εξακόσιες ογδόντα ολόκληρες δραχμές!

Να μην σου πω για το γάλα, πόσα παιδιά μένουν νηστικά εξαιτίας σας! Μήπως για το ψωμί; Ούτε ένα σαν εσένα δεν φθάνει για τα παιδάκια τα μεσημέρια!»


Το δίευρο μένει σιωπηλό στον πόλεμο.

«Γιατί δεν απαντάς;»

Με χαμηλωμένη φωνή ψιθυρίζει :

«Δεν φταίω εγώ, είμαι μικρό για να έχω άποψη.

Άλλοι αποφάσισαν για μένα, όπως και για σένα.

Είμαι και εγώ θύμα.

Ας μείνουμε παρέα.

Ας μην μαλώνουμε εμείς.

Άλλωστε τώρα, μας έχουν ξεχάσει. Όλοι έχουν αυτές τις κάρτες, σε διάφορα χρώματα ».


Το δεκάδραχμο πλησίασε το δίευρο.

«Συγχώρα με για το θυμό…»

Για δες τα…τους χαμογελώ.

Εσάς τα δυό, τα θύματα

στου κέρδους τα«διαστήματα»,

καθίστε πάντα αγκαλιά.

Εκεί έξω έχει ίντριγκα

μακρυά από συστήματα!


Εύα Αλιβιζάτου 🌹



Комментарии


bottom of page