Θυμάσαι που περπατούσαμε πιασμένοι χέρι-χέρι;
Τότε που η κάθε βόλτα μας φάνταζε μέρα γιορτινή;
Κεντούσαμε τα χάδια μας στου ήλιου τ’ ανηφόρι
και κάθε ήχος σώπαινε, ώσπου να βυθιστεί.
Θυμάσαι που μας στροβίλιζε το βουνίσιο αγέρι
και μας μεθούσε του πεύκου η άγρια μυρωδιά;
Η γκρίζα πέτρα γυάλιζε και στο χορτάρι
μικρά μαργαριτάρια άφηνε η πρωινή δροσιά.
Και τότε που μας συντρόφευε της θάλασσας η αλμύρα
και των κυμάτων ο γαλήνιος παφλασμός, θυμάσαι;
Σαν χρυσοποίκιλτο, παχύ χαλί απορροφούσε η άμμος
τα βήματα που άπλωνε του έρωτά μας ο χορός.
Είχα τον ήλιο κορδέλα στα μαλλιά
κι εσύ τις φωτεινές αχτίδες του στα σμαραγδένια μάτια σου.
Στα ονειρεμένα χείλη σου αργόσβηνα γλυκά
και απ’ την αρχή γεννιόμουνα για χάρη σου.
Τι κι αν θυμάσαι όσα κάποτε ζήσαμε μαζί,
αφού επέλεξες, τελικά, να τα ξεχάσεις.
Κάθε αγκαλιά σου, κάθε βλέμμα, κάθε στιγμή
μ’ ένα πικρό «γιατί» θέλησες να σκεπάσεις.
ΒΑΣΙΑ ΔΕΛΗΜΗΤΣΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Comments