Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς χειρότερα. Ένα παραμύθι με κάστρα αλλά χωρίς καλό τέλος.
Η πολυπόθητη ευτυχία εδράζεται στην αρμονία, στην ψυχική ισορροπία και ηρεμία, στην τάξη και στην απαρασάλευτη ροή που κυριαρχεί στο κοσμικό σύμπαν, που να αναπαύεται αμέριμνο στο εκκρεμές της ισορροπημένης μακαριότητάς του.
Η απόπειρα του ανθρώπου να αποζητά την ευτυχία στα υλικά αγαθά, αφενός ναρκοθετεί αυτή την ισορροπία γιατί διογκώνει το έχειν και συρρικνώνει το είναι και αφετέρου είναι επισφαλής, γιατί τορπιλίζεται από το ακόρεστο και το απύθμενο της επιθυμίας για κτήση και αφήνει τον άνθρωπο ψυχικά αφυδατωμένο και ηθικά απονεκρωμένο.
Παλιά μέσα στον χρόνο, στεκόταν αγέρωχος και περήφανος ένας λόφος, που αγνάντευε τη λίμνη, κατάφυτος από φτελιές, ελιές, μηλιές, κερασιές και όλα τα αγαθά του Θεού, σκέτος παράδεισος.
Ιδιόκτητος σχεδόν, ανήκε στη φαμίλια μας, ένα τσούρμο από παππούδες, θείους, νύφες, γαμπρούς και ένα λεφούσι πιτσιρίκια, αδέρφια, πρωτοξάδερφα και δευτεροξάδερφα, που τρέχαμε αδέσποτα ολημερίς, σκοντάφταμε στις πέτρες και το σούρουπο, κατατσακισμένα και καταλασπωμένα, μαζευόμασταν στα κονάκια μας για ύπνο, ανάκατα και στρωματσάδα στο πάτωμα.
Έτσι ήταν παλιά οι φαμίλιες, διογκωμένες, εκτεταμένες, περιελάμβαναν στα μέσα τους πολλούς και όλοι μαζί μάθαιναν να συζούν, να συνεργάζονται και να συνυπάρχουν.
Τώρα πια, αναμνήσεις, πισωγύρισμα μέσα στο χρόνο και αναλαμπές από κείνη την παιδική συμμορία της νιότης μας, τότε που οργώναμε το σύμπαν ξυπόλητοι, που σκαρφαλώναμε στα κλαδιά και κατατρυγούσαμε τα δέντρα, που ξεσηκώναμε τον κόσμο με τις φωνές μας, και ήμασταν πεινασμένα από ψωμί και χορτασμένα από παιχνίδια.
Έτσι ήλιοψημένα μαυροτσούκαλα και άνιφτα, ήμασταν οι κυρίαρχοι, οι πειρατές και οι κουρσάροι του λόφου και από κει αγναντεύαμε τη λίμνη και την πλάση ολάκερη και μετρούσαμε με το μάτι την απεραντοσύνη του κόσμου.
Έτσι, χρόνο με τον χρόνο μεγαλώναμε και βλασταίναμε σε τούτο τον τόπο και καθώς η άνοιξη και χειμώνες έρχονταν και παρέχονταν και καθώς τα χρόνια διαδέχονταν το ένα το άλλο οι παππούδες πέθαναν και οι μεγαλύτεροι αφανίστηκαν στη λήθη και το χώμα και ένας αδελφός του πατέρα μου, μετανάστης χρόνια στη Γερμανία, επαναπατρίστηκε μεσήλικας πια και φραγκάτος και αγόρασε κοψοχρονιάς όλο τον λόφο και μας φευγάτισε όλους από κει, άλλους με την εξαγορά κι άλλους με το στανιό.
Έτσι έγινε ο μοναδικός κάτοχος του λόφου, εκείνος με τους τρεις γιους του.
Τώρα πια ερήμωσε ο λόφος από ζωή, φωνές και αλήτεμα, σοβάρεψε και δυστύχησε και τα δάκρυά του έπεφταν στη λίμνη και αρμύριζαν τα νερά της.
Τώρα πια, στον λόφο ύψωσε σημαία κατοχής το Γερμανικό μάρκο και αφάνισε εκείνο το γελαστό παρελθόν και την ξενοιασιά της νιότης μας.
Οι νέοι αφεντάδες μπήκαν στον κόσμο του επιχειρείν, του αποκτάν και του έχειν.
Και έκαναν αισθητή την παρουσία τους με τρία οχυρά με τεράστιο μαντρότοιχο, απρόσιτα και αδιαπέραστα, που δεν έβλεπες μέσα τους ζωή, ούτε μάντευες αν υπήρχε.
Από κακό κόρακα κακό αυγό, λέει ο λαός. Έτσι, οι τρεις νέοι οικοδεσπότες του λόφου λίγο πριν λίγο μετά, αφού απόκτησαν φαμελιές, απαρνήθηκαν το αίμα τους και έγιναν τρεις ξένοι, αμίλητοι, αγέλαστοι και συμφεροντολόγοι, εντελώς απόνεκρωμένοι ψυχικά και αναίσθητοι σαν τα ντουβάρια που τους περιτριγύγιζαν.
Δεν καλημέριζαν, δεν καλησπέριζαν, δεν μαζεύονταν σε γιορτές και γιορτινά τραπέζια .
Έτσι ο λόφος βούλιαξε στο τσιμέντο και τη σιωπή και καταπλακώθηκαν τα σωθικά του.
Και επειδή η Γερμανίδα μάνα, εκτός από το γάλα, βύζαξε τους νέους ιδιοκτήτες και με ξενόφερτα ήθη, όταν παραγέρασε ο μετανάστης γονιός με τη σειρά του, δεν χωρούσε στο σπίτι κανενός και βρέθηκε μόνος και ανήμπορος σε μία στέγη γερόντων στην πόλη, να περιμένει τον χάρο.
Δεν ξέρω αν στάθηκε άτυχος ή τυχερός που λίγο πριν φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο, έχασε τη μνήμη του και τα λογικά του και καταβυθίστηκε στο σκοτάδι.
Έτσι απώλεσε διά παντός την ευκαιρία να κάνει απολογισμό στα κέρδη και τη χασούρα, να κάνει τη σούμα, αν εκείνο το Γερμανικό κομπόδεμα που διαφέντεψε τη ζωή του, έκανε απόσβεση σε ευτυχία.
Μόνο την ώρα που τον αποχαιρετούσαμε, χόρεψε στο μάτι του μία λάμψη, μια τόση δα αναλαμπή, μία φευγαλέα μνήμη από τη ζωή στον λόφο, τότε που ήμασταν παιδιά και μετά, το βλέμμα του σκοτείνιασε καθώς έπεσε πάνω του μολυβένιος ο ίσκιος του μαντρότοιχου και τάραξε την γέρικη ψυχή του, καθώς είδε το πετρόκτιστο παρελθόν του να πετροβολά μια μια τις χαρές του .
Comments