ΚΑΡΜΙΝΑ ( Η κόρη του Δημάρχου)
Ώρα 7.00 το πρωί στο χωριό Αντιάνο στη Νότια Ιταλία.
Ο πατέρας φεύγει για δουλειά.
Η μητέρα πλένει στη σκάφη τα ρούχα, στην πίσω αυλή του λιθόκτιστου σπιτιού.
Είναι από τα καλύτερα σπίτια στο χωριό.
Και πως να μην είναι;
Ο πατέρας είναι ο Δήμαρχος ο Δήμαρχος Μάρκελλο.
Εδώ δεν υπάρχουν γκουβερνάντες και οικιακοί βοηθοί.
Η κυρία Δημάρχου, η μάμα Αντέλλα, πλένει, απλώνει, σιδερώνει μόνη της τα δικά της ρούχα, του άντρα της και της μονάκριβης κόρης τους Καρμίνα.
Η Καρμίνα;
Χαρά ειδέσθαι!
Ένα κορίτσι λίγο πιο στρουμπουλή απ’ το κανονικό, λίγο πιο κοντή απ’ το κανονικό, λίγο πιο ομιλητική απ’ το κανονικό και.. λίγο στερημένη σε συναναστροφές από το κανονικό!
Η μέρα είναι ήδη ηλιόλουστη και κάνει ζέστη.
Έχει αράξει στο μπροστινό μπαλκόνι φορώντας καλοκαιρινό μπλουζάκι και σορτς, ένα μεγάλο καπέλο και γυαλιά ηλίου.
Δίπλα της, ανοιγμένο, γυρισμένο ανάποδα ένα φωτορομάντζο. Κουράστηκε από το διάβασμα και ανιχνεύει κοιτάζοντας προς τον κεντρικό δρόμο και τα σοκκάκια του χωριού, κριτικάροντας τα πάντα και τους πάντες:
ΚΑΡΜΙΝΑ (Μονόλογος)
Άααα! Ο κύριος Φάσι! Τι φάση κι’ αυτή.
Ο μοναδικός καπελάς του χωριού. Δεν είναι γιατί φτιάχνει καπέλα, βάζοντας καπέλο στις τιμές, αλλά γιατί έχει φορέσει φέσι σε όλους. Χαχαχαχ! Ώχ! Μου ξέφυγε (χαμηλόφωνα).
Λες να με άκουσε;
Αχαχαχα!
Να και η κυρα-παρδάλω, η μαντάμ Φουριόκα,,, ¨εμ, σίγουρο ήτανε. Αφού εμφανίστηκε ο Φάσι και η Φουριόκα από κοντά!
Πότε θα του φορέσει την κουλούρα, δεν ξέρω (καγχάζοντας αθόρυβα). Θα είναι ο μοναδικός άνθρωπος που θα βάλει φέσι στον Φάσι.
(ξαφνικά κοιτάζει προς τα πίσω)Καλέ, τι κάνει η μάνα μου τόση ώρα;(απευθύνεται σε αυτήν, χωρίς να περιμένει απάντηση) Καλέ, μάνα, τι κάνεις;
Πάλι πλένεις;
Έχει εκδήλωση ο μπαμπάς;..
Ο Δήμαρχος ήθελα να πω.
Πότε θα φάμε;
Βαρέθηκα να κάθομαι.
Αν και έχει πολύ πλάκα. Ώωω!
Να και ο Φερνάντοοο.
Ο χαζός του χωριού.
Κάθε φορά που τον φωνάζω, με κοιτάει σα χαζός για δέκα δευτερόλεπτα και κατόπιν παίρνει τη χαζομάρα του και φεύγει.
Και πάντα ξεσπάω σε γέλια.
Αλλά…το μεγαλύτερο χάζι το έχει η καφετζού, η Γκαμπριέλα.
Μόνιμα μ’ ένα φλυτζάνι ανάποδα στο πιατάκι του καφέ.
Και κρυφοκοιτάζει μήπως την παρακολουθούνε από που θα βγει και που θα μπει.
Κι’ όλο μονολογεί στο δρόμο:
Ω! Ντόνα Καλενίτα, τι ακό θα σε ‘βρει πάλι!
Σου φεύγει και ο τρίτος εραστής βρήκε άλλη. Να το, το λέει και το φλυτζάνι.
Μα τι σε νοιάζει; Χήρα με λεφτά, θα βρει άλλον.
Και η πλάκα είναι πως όταν τα λέει αυτά, πάντα εμφανίζεται ο πάτερ Ιννοκέντιος, που μόλις την δει, αρχίζει τα ξόρκια και τα κομποσκοίνια.
-Φτου, φτου, να χαθείς καταραμένη φλυτζανού, ο Ιησούς θα σε τιμωρήσει.
Κρίμα που δεν υπάρχει πια η Ιερή Εξέταση!
Η Θεία Δίκη.
Και αμέσως η άλλη απαντάει: Παπά μ’ συγχώρα με, τελευταία φορά.
Και τα μισά απ’ τα λεφτά, θα τα κάνω δωρεά στην εκκλησία!
Μα ο πάτερ Ιννοκέντιος φεύγει νευριασμένος, διώχνοντας τον «αμαρτωλό» αέρα με το χέρι.
Εεε, με όλα αυτά, πείνασα. Μάνα, μάνα, θα φάμε επιτέλους; Τι μαγείρεψες:
Commentaires