Ο Βίκτωρ Ουγκώ (Victor Hugo) μαθήτευσε σε σχολείο του Παρισιού έχοντας πενιχρά εισοδήματα.
Δεν νοιάστηκε ποτέ ιδιαίτερα για αυτό, γιατί οι λογοτεχνικές του φιλοδοξίες είχαν αρχίσει να ικανοποιούνται.
Στα δεκατέσσερά του έγραφε σ' όλα τα είδη του λόγου, από στίχους ως μελοδράματα.
Το βραβείο της ποίησης που κέρδισε, του έδωσε θάρρος να προοδεύει.
Για καιρό μετά, ήταν αναγκασμένος να μένει σε σοφίτα της οδού Ντι Ντραγκόν, παρακμιακά, με ποντίκια, αλλά το πείσμα, η μεγάλη επιμέλεια, η μάθηση, η επιμονή του, τον κρατούσαν σε εγρήγορση και έμπνευση.
Το 1822 η πρώτη έκδοση του ποιητικού τόμου «Ωδές και άλλα ποιήματα» προσέλκυσε την προσοχή και την εύνοια του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΗ’, που του δώρισε μία ετήσια χορηγία.
Η άνεση του πια ήταν τέτοια που τόλμησε να παντρευτεί την αγαπημένη του Αντέλ Φουσέ, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, μέχρι τον θάνατό της το 1868.
Η συγγραφική του σταδιοδρομία ήταν πραγματικότητα.
Η ποίηση της εποχής εκείνης ήταν ρομαντική, αλλά πολύ ρηχή.
Έτσι άφησε πίσω του αυτό τον τύπο γραφής και ξεκίνησε μια άλλη ποιητική τέχνη, την τέχνη του πεζού λόγου.
Το έργο που τον καθιέρωσε με τον τίτλο του επαναστάτη και του ηγέτη ήταν το ποιητικό δράμα «Κρόμβελ», με τον σπουδαίο πρόλογό του.
Έγραψε επίσης το θεατρικό έργο «Ερνάνης» («Hernani»), το οποίο παρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο του 1830. Η έκδοσή του, αλλά και η μεταφορά του σε όπερα από τον Τζουζέπε Βέρντι, του απέφερε πολλά κέρδη.
Στην ηλικία των δεκαεφτά ετών, ο Βίκτωρ Ουγκώ κέρδισε το πρώτο βραβείο σ' ένα ποιητικό διαγωνισμό, ο γνωστός Σατωβριάνδος τον αποκάλεσε «εξαιρετική φυσιογνωμία», προφητεύοντας έτσι το λαμπρό μέλλον του νεαρού συγγραφέα.
Ο Ουγκώ πράγματι έγινε μία από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες, της Γαλλίας, αλλά και όλου του κόσμου.
O Βίκτωρ Ουγκώ ασχολήθηκε και με την πολιτική, ως διακεκριμένος συγγραφέας πολιτικών κειμένων, που ασκούσε δριμεία κριτική στον βοναπαρτισμό και τον αυταρχισμό. Υπήρξε φιλέλληνας και υπέρμαχος μιας ενωμένης Ευρώπης.
Λίγο αργότερα, το 1831, εξέδωσε το ιστορικό μυθιστόρημα «Η Παναγία των Παρισίων» («Notre Dame de Paris»), μία αναδρομή στη ζωή του μεσαίωνα επί βασιλείας Λουδοβίκου ΙΑ',
Ήταν αυτό που τον έκανε ακόμη πιο πλούσιο. Το έργο του αυτό καταδίκαζε μία κοινωνία, η οποία, στο πρόσωπο του αρχιδιακόνου Φρολό και του στρατιωτικού Φοίβου, έκανε ακόμη μεγαλύτερη τη δυστυχία του καμπούρη Κουασιμόδου και της τσιγγάνας Εσμεράλδας.
Ενώ γραφόταν ακόμη η «Παναγία των Παρισίων», οι φοιτητές και οι φιλελεύθεροι αστοί ενθρόνιζαν συνταγματικό βασιλιά τον Λουδοβίκο-Φίλιππο, κατά τις τρεις ημέρες της Ιουλιανής Επανάστασης.
Η λογοτεχνική προσφορά του Ουγκώ αναγνωρίστηκε το 1841, με την εκλογή του, ύστερα από τρεις διαδοχικά αποτυχημένες προσπάθειες, ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και με την είσοδό του, το 1845, στη Βουλή των Ομοτίμων (την Άνω Βουλή της Γαλλίας, από το 1841 έως το 1848). Στις πολιτικές του παρεμβάσεις ο Ουγκώ υποστήριζε μεταξύ άλλων την κατάργηση της θανατικής ποινής και καταδίκαζε την κοινωνική αδικία.
Μετά την ανατροπή του Λουδοβίκου-Φιλίππου από την Επανάσταση του 1848, ο Βίκτωρ Ουγκώ εξελέγη βουλευτής της περιφέρειας του Παρισιού. Επανεξελέγη βουλευτής και στη Βουλή του 1849.
Ήταν μεταξύ των βουλευτών που ψήφισαν τον Λουδοβίκο-Ναπολέοντα, ανιψιό του Μεγάλου Ναπολέοντα, ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Λουδοβίκος-Ναπολέων, όμως, στις 2 Δεκεμβρίου 1851 οργάνωσε πραξικόπημα, που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των δημοκρατικών και του Ουγκώ, καθώς ανακήρυξε τον εαυτό του αυτοκράτορα.
Η αντίδραση κατεστάλη στις 4 Δεκεμβρίου και ο Ουγκώ για ν’ αποφύγει τις διώξεις δραπέτευσε στις Βρυξέλλες μεταμφιεσμένος σε εργάτη.
Η εξορία του κράτησε έως την επανεγκαθίδρυση τhς δημοκρατίας, στις 4 Σεπτεμβρίου 1870.
Εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα του έγραψε ένα από τα πιο δυνατά μυθιστορήματά του - τους «Αθλίους», (εκδόθηκε το 1862). Στις σελίδες του ξετυλίγεται μια ζωντανή εικόνα της Γαλλίας στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, μία εικόνα που χρησίμευσε ως πλαίσιο της δραματικής ιστορίας του κυνηγημένου Γιάννη Αγιάννη από τον αστυνόμο Ιαβέρη.
Την 1η Δεκεμβρίου 1866, επηρεασμένος από τον αγώνα του Κρητικού λαού για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, ο Ουγκώ έστειλε επιστολές στους αγωνιζόμενους Κρητικούς, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Κλειώ» της Τεργέστης.
Μία από τις επιστολές κατέληγε:
«Η Κρήτη είναι Ελλάδα.
Λογαριάστε με κοντά σας, και σαν συγγραφέα και σαν πολίτη.
Ανήκω στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία».
Η σχέση του Ουγκώ με την Ελλάδα υπήρξε αμφίδρομη. Ο ρομαντικός συγγραφέας δεν εμπνεύσθηκε μόνο από τους αγώνες των Ελλήνων για ελευθερία και δικαιοσύνη, αλλά υπήρξε και ο ίδιος, με το σπουδαίο έργο του, πηγή έμπνευσης για την ελληνική λογοτεχνία.
Η πρώτη μετάφραση των «Αθλίων» στα ελληνικά έγινε το 1863 από τον λόγιο και εκδότη, Ιωάννη Ισιδωρίδη-Σκυλίτση και αποτέλεσε σταθμό στην πορεία της ελληνικής πεζογραφίας.
Διθυραμβική υπήρξε η κριτική από τον αείμνηστο Κωστή Παλαμά για τον Βίκτωρ Ουγκώ και το έργο του.
Το 1882 η φήμη του Βίκτωρος Ουγκώ είχε φθάσει στο απόγειό της. Στην 80ή επέτειο των γενεθλίων του τον επευφήμησαν 600.000 συμπατριώτες του, όπου μια από τις κεντρικές λεωφόρους του Παρισιού πήρε το όνομά του.
Τρία χρόνια αργότερα, στις 22 Μαΐου 1885, ο Βίκτωρ Ουγκώ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών.
Η σορός του εκτέθηκε σε δημόσιο προσκύνημα, με τιμητική φρουρά, κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου, όπου και ετάφη –ταιριαστή τιμή στον μεγάλο άνδρα των Γαλλικών Γραμμάτων.
Ευαγγελία Αλιβιζάτου
Comments