Η κυρία Πέρσα σε κάθε περίπτωση ζει τώρα την εποχή του τότε.
Της ασπρόμαυρης μαγείας, μιας μαγείας που καταγράφεται σήμερα με ιδιαίτερο καημό.
Μα θυμάται.
Τότε που οι δρόμοι μύριζαν από τα ταψιά και τα τετζερέδια με μοσχοβολιστά όσπρια, γλυκά ταψιού ζυμωτό ψωμί στο χτιστό ξυλοφούρνο του σπιτιού η στην γάστρα.
Οι γυναίκες ήξεραν ένα μόνο άρωμα το γιασεμί και οι άντρες τον λεμονανθό, έκαιγαν καρδιές σιγοτραγουδώντας στις γειτονιές.
Τα πρωινά οι καρότσες με τα ψάρια και τα φρέσκα ζαρζαβατικά είχαν τιμητική.
Τα καλύτερα για τις νοικοκυρές τις χαμογελαστές.
Συναγωνισμός του αστείου και του σεβασμού συγχρόνως.
Οι εργάτες περιδιάβαιναν σκυθρωποί για το γλυκόπικρο μεροκάματο όμως στο τέλος η χαρά της δεκάρας ήταν μεγαλύτερη από την κούραση τους.
Τα παντζούρια των νοικοκυριών ανοιχτά, οι κουρτίνες με τα σχέδια και τα κεντίδια έστεκαν σαν σε χορό του αερικού ποια θα τραβούσε περισσότερο την προσοχή των περαστικών.
Κάπου κάπου ένα τζάμι σπασμένο θύμιζε στη γειτονιά τα χαρούμενα μικροπαίδια που άμπωναν με κλωτσιές το υφασμάτινο τόπι, τρώγοντας φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρη.
Τα μικρά δάκτυλα τους γυάλιζαν από τον καρπό της ελιάς που τα ίδια εκτιμούσαν και σεβόταν μαθαίνοντας από τους παππούδες τους πως ήταν ο σπουδαιότερος πόρος διαβίωσης της εποχής.
Το θερινό σινεμά με τις πλαστικές παλιές καρέκλες περίμενε τα ζωηρά ζευγαράκια τα παράνομα και μη, με το ποπ κορν και τους πασατέμπους να χαρούν την ελληνική ταινία της Φίνος.
Η κυρία Πέρσα αρωγός τη ζωής του του ασπρόμαυρου φιλμ ρουφούσε την κάθε στιγμή ξέροντας ότι κοντοζύγωνε μία άλλη δεκαετία
αλλαγών.
Ζούσε ήδη μισό αιώνα και παραπάνω, εκτιμούσε την εποχή της σαν θησαυρό.
Δεν θα κρατούσε πολύ.
Ήταν η ψυχή του τότε στην ψυχή του τώρα.
Άχαρο το δωμάτιο που την έβαλαν να μείνει στο γηροκομείο.
Ψυχροί τοίχοι λευκοί με διάφορες φωτογραφίες μουσικών συγκροτημάτων.
Θα μου πεις νέοι άνθρωποι εργαζόταν εδώ τι θα μπορούσαν να βλέπουν συνεχώς.
Απρόσωπες φιγούρες μηχανικά χαμογελούν.
Κουρτίνες και αυτές μονόχρωμες γκρι, σαν τις μέρες αυτού του αιώνα της νέας τάξης πραγμάτων.
Μυρωδιές από βενζίνη και καυσαέρια από έξω,
Πληγές στην ψυχή των ανθρώπων του σήμερα.
Ολα λύνονται με τον εύκολο τρόπο χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Φωνές ενοχικές δεν υπάρχουν στην κοινωνία μόνο τα 'πρέπει'.
Το αντίτιμο ακριβά πληρωμένο σαν ένα κουμπί και όλα ανοίγουν,όλα ξαφνικά...
Το ίδιο για όλες τις συσκευές.
Μια κίνηση για τα πάντα.
Η κυρία Πέρσα ψάχνει μυρωδιά του χαρτιού,της λείπουν τα βιβλία της.
Θυμάται ότι πρέπει να διαβάσει μέσα από μια μικρή οθόνη και να προσέχει λέει γιατί αυτό το βιβλίο "σπάει" αν πέσει από τα χέρια της.
Οχι σήμερα δεν ζούμε ελεύθεροι... μονολογεί "είμαστε λαβωμένες ψυχές, κυοφορούμε το σήμερα έχοντας αποβάλλει το χθες".
Οι απορίες μεγαλώνουν.
Δεν λύνονται.
Η ζάλη από τα μπερδεμένα γράμματα της οθόνης της φέρνει νύστα.
Ακούει τη λατέρνα απέξω με τους δύο φίλους καρδιακούς τον κυρ Μίμη και τον κύρ Βασίλη να ακολουθούν τον μοναδικό ήχο της λατέρνας μια ολόκληρης Ελλάδας.
Βαραίνουν τα βλέφαρα της...
Στο δρόμο μόνο λεωφορεία υπάρχουν,και άσχημες οσμές.
Διάφορα ονόματα παράξενα άλλα όμορφα άλλα ξενόφερτα,μόνο ζαλάδα της προκαλούσαν.
Συνειδητοποίησε ότι τα τελευταία χρόνια δεν ακουγόταν η λέξη 'κυρά' ούτε 'Κυρ" ... στα χρόνια εκείνα ήταν τιμή να σε προσφωνούν...
Στην αγκαλιά του Μορφέα ένα γαρύφαλο της κρατά συντροφιά...
Κάπου από ψηλά η Τζένη της λατέρνας χαμογελά...
Comentarios