ΛΕΙΨΑΡΙΘΜΙΑ
- ΓΕΡΑΣΙΜΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
- Feb 15
- 5 min read

Όλα στριφογυρίζουν!
Χάνεσαι μέσα σε μια αεροδίνη, μέσα σε ένα συνονθύλευμα καταστάσεων. Το μυαλό μουδιασμένο, οι αισθήσεις αμυδρές η καρδιά σκιρτά από φόβο και απορίες με ανησυχίες συσφίγγονται μαζί!
Και εσύ βλέπεις να σε κυνηγάνε από παντού ολόγυρα σου επικρατεί η αριθμοφοβία!
Εισβολείς ξετρυπώνουν!
Σαν να κινούνται όλα με νήματα ένα στημένο κουκλοθέατρο που κρέμονται οι αριθμοί.
Και εφιάλτες γεννιούνται μέσα στο κλουβί του μυαλού.
Αναρίθμητα σκιάχτρα ξεπετάγονται σαν κήτη έτοιμα να σε καταβροχθήσουν μέσα από το βάθος των σκοτεινών κολάσεων!
Βρίθουν τα αδάμαστα τέρατα κάθονται και εξαπλώνονται πάνω σε καθετί.
Από που να φυλαχτείς δεν ξέρεις κλείνεις τα μάτια και οι σκιές φουντώνουν, κυκλώνεις τα χέρια σαν ασπίδα να αποκρούσεις μα αυτή έρχεται και βρίσκει την δίοδο. Κλείνεις τα πόδια και τραντάζεται όλο το σώμα.
Όλη η ραχοκοκαλιά μετράει τα όρη της κατάκτησης της. Το μεγάλο ρολόι μετρά ασταμάτητα! Τρέχεις να προλάβεις αλλά ανίκανα τα πόδια! παντού αριθμοί οι δείκτες προσπαθούν σαν θηριοδαμαστές να τους συνετίσουν, αλλά δεν τους φτάνουν και αυτοί γιγαντώνονται!!
Η μέρα η νύχτα, οι μήνες, οι εποχές, τα χρόνια όλα υποτάσσονται στο πέρασμα τους.
Κυκλωμένα σαν από μεγάλη πυρκαγιά που λίγο –λίγο κατατρώει τα πάντα! Σηκώνεσαι και μια πετσέτα σε περιμένει να σκουπιστείς.
Το ένα βαράει με το μυτερό και βαρύ σφυρί του σαν να σε καρφώνει στην γη σαν πάσσαλος που βολοδέρνει ακίνητος μπρος στις διαθέσεις του καιρού.
Μήτε να κουνηθείς μήτε να σαλέψεις.
Δύο μαύρα παπούτσια σε περιμένουν δυο μαύρα κοράκια με ράμφος σαν μαχαίρι έτοιμα να πετάξουν μέσα στο απόλυτο σκότος, σου τρυπάνε τα πόδια πονάς αλλά συνεχίζεις να κινείσαι και να περπατάς προς το άγνωστο.
Το μαρτύριο να βρίσκεσαι μέσα στην φυλακή του μυαλού σου και να μην μπορείς να δραπετεύσεις από πουθενά. Κανείς να μην μπορεί να σε σώσει από την δική σου σκοτοδίνη. Τρία τα παράθυρα τα τυφλά οι κατακόμβες του θανάτου ανοίγουν και σου φορούν τις σιδερένιες χειροπέδες που σε οδηγούν μέσα στο βαθύ τάφο που είναι άκαρπος από ζωή. Παλεύεις να λυθείς αλλά δεν τα καταφέρνεις. Όλα τα φαντάσματα των αιώνιων πνευμάτων σε ακολουθούν που και αυτά είναι καταδικασμένα σαν και εσένα. Τέσσερις πόρτες ανοιγοκλείνουν και σε ρουφούν με μανία να σε κλειδώσουν πίσω από την τεράστια οθόνη τους αποχαυνωμένος ξεχνάς τον κόσμο που υπάρχει τριγύρω σου, χτυπάς να σου ανοίξουν μα κανείς δεν σε ακούει μέχρι και ο αντίλαλος χάνεται ,από την βαθιά οθόνη σαν μαύρη διαστημική τρύπα που καταλήγεις μέσα από το πουθενά. Πέντε τα μαργαριταρένια πέταλα που λίγη αγάπη δεν υπάρχει. Ο άνεμος τα μάδησε και αυτά και νιώθεις μικρός μέσα σε ένα μπαλάκι κυκλωμένος με σφιχτή την στρόφιγγα δίχως να μπορείς να πάρεις ανάσα. Διαφυγή καμία και νιώθεις σαν να πατάς σε πάτωμα υγρό που γλιστράς, και χάνεις την ισορροπία σου και δεν ξέρεις από που να βρεις δεκανίκι να πιαστείς. Έξι τα σημάδια των εποχών που σκυμμένα από πάνω σου τρων τα σωθικά σου, και ο καιρός σε αλλοιώνει και βρέχεσαι και καταποντίζεσαι και κεραυνοί πέφτουν πάνω στο κεφάλι σου, και οι βροντές καταπίνουν την φωνή σου! Και ολοένα χάνεσαι μέσα στο καβούκι σου που σέρνεις την άγκυρα σου να αράξεις, να ξαποστάσεις από το αναπάντεχο ξέσπασμα.
Εφτά οι πληγές του σταυρού σου που φέρεις στην πλάτη σου για να φτάσεις στο λόφο του μαρτυρίου σου. Ενέδρα έχουν στήσει τα μικρόβια της ανοιχτής σου πληγής. Και παραφυλάει το κάθε κακό. Χωρίς να ξέρεις αν θα αναστηθείς μόνο σέρνεσαι κατάχαμα σαν σκουλήκι που ψάχνει την πηγή του, για να δροσιστεί. Οχτώ τα δέντρα που διάσπαρτα φυτρώνουν και σε χτυπούν με τα αιχμηρά τους κλαδιά αλύπητα και σε ματώνουν σου φορούν την αγχόνη τους έτοιμα να σε κρεμάσουν κάτω από το βάρβαρο χοντροειδές κορμό τους. Και εσύ χαροπαλεύεις να σωθείς και να περισώσεις κάτι από αυτόν τον κόσμο. Αγκαθωτά μαστίγια σου φορούν στην μέση σαν ζώνη και σε ταλανίζουν. Σαν το έρμαιο λικνίζεσαι από τα ανεμοειδή λακτίσματα τους. Εννιά τα στητά και παγερά σώματα μάτια στρογγυλά ρουφούν τα πάνδεινα, στρατιώτες στην σειρά έτοιμοι για μάχη. κείτονται νεκρά και σαν κουλουριασμένα σε ένα σημείο αψηφούν τον κίνδυνο. Καλούν την γη και φτάνουν στο δέκα αγγίζουν την κορύφωση τους. Όλα αναποδογυρίζουν και εκεί που νόμιζες πως όλα τελειώνουν, και πως το μυαλό στερεύει σαν την τρεχάμενη ροή τα βλέπεις ξαφνικά όλα αλλιώτικα! Σαν αμνησία έρχεται μέσα στο μυαλό και παίρνει στροφή και σου φανερώνεται μια άλλη αριθμοσειρά. Το ένα σαν χάδι αιωρείται πάνω από το κεφάλι σου, σαν το μητρικό εκείνο που σε γαληνεύει. Δυο ένας ολόλευκος κύκνος φτερουγίζει δυνατά!
Χτυπά τα φτερά του και διώχνει όλους τους φόβους μακριά!
Τρία η ελευθερία σαν πτηνό του ουρανού σου δίνεται απλόχερα ανάμεσα σε δυο στριμωγμένα σύννεφα, και εσύ ανάλαφρος ξεμουδιάζεις. Τέσσερα σε φωτίζουν τα φλας σαν το μοντέλο των καιρών η φύση φτιάχνει το άλμπουμ σου, για να σου υπενθυμίσει όλα εκείνα τα απυροελάχιστα πράγματα που σε φόβιζαν και που ανήκουν στο παρελθόν.
Πέντε η λίμνη γέμισε έφυγε η λειψανδρία όλα ξεδιψούν όλα δροσίζονται, και το μυαλό ξεπλένει τα άσχημα τα λυπητερά.
Έξι νηνεμία επικρατεί γαλήνη ολόγυρα και η φύση ξαποσταίνει και όλα ησυχάζουν ακόμα και κάτω από την θαλασσοπομπή!
Η φύση πέφτει σε λήθαργο. Μην την ενοχλείται. Εφτά επιτέλους ανάσταση αγγίζεις τον θόλο του ουρανού και αιωρείσαι ανάμεσα στο βαμβάκι του ,το φουντωτό η κτίση όλη ευλογείται από τον επουράνιο και το μυαλό χαμογελά στωικά. Οχτώ μωρό στην αγκαλιά γίνεσαι και θηλάζεις το νερό που ξεβγάζουν τα στήθη της φύσης και μεγαλώνεις και θρέφεσαι από τον πάτο που ήσουν τώρα ακροβατείς πάνω στον πήχη της επιτυχίας. Εννιά σκυμμένο το σώμα κουβαλά τον μάρσιπο της ζωής το φέρει γύρω από το κέντρο βάρους για να ελαφρύνει την ψυχούλα του, και τυλίγεται στην κάπα του για να κρατηθεί στην ζωή. Και δέκα το πανηγύρι ξεκινά ξανά για να απολαύσει όλη την αριθμοσειρά ανακατεύοντας τα συναισθήματα που απορρέουν! Δυο τα μητρικά στήθη, εφτά τα θαύματα του κόσμου, πέντε το πεντάγραμμο που έχουν γραφτεί τα σπουδαιότερα έργα μουσικών , ένα το σπουδαίο μυαλό που πηγάζει η νόηση και η φαντασία των καλλιτεχνών! Οχτώ οι πλανήτες που κρεμάμενοι στολίζουν και δίνουν φως στο σκοτάδι σαν κυκλικές γιρλάντες! Όλα ξεκινούν από τους αριθμούς και καταλήγουν στο μηδέν. στο απόλυτο τίποτα και οι λειψανδρία κυβερνά τα άψυχα και τα έμψυχα. Με δυο όψεις σαν την σκιά που ακολουθεί το σώμα. Κινούμαστε και αντιγράφει την κίνηση. Έτσι και η λειψανδρία ξεκίνησε από το μηδέν και εξαπλώθηκε σαν νόσος. Γέννησε τους αριθμούς και κολυμπάμε μέσα τους. Ο λογάριθμος μετριέται με την βάση τους καθιστά την μέτρηση της ανθρωπότητας! Κορμιά βγαλμένα και παραγόμενα από τους καλλίγραμμους αριθμούς. Κατά κεφάλι και αριθμός. Η μάζα είναι καλυμμένη από αριθμούς. Τα κτίσματα και τα μεγέθη τους κομμένα και ραμμένα στα μέτρα τους, που απαρτίζουν τους αριθμούς. Μέσα στην τραυματισμένη μου ψυχή σύρουν τα ράμματα ένα, δυο, τρία, και πάει λέγοντας.
Και η λειψανδρία μετουσιώνεται αλλάζει μεταμορφώνεται και συνεχίζει ακάθεκτη τον σκοπό της.
Έναν σκοπό που θα αλλάξει τα μελλούμενα του κόσμου και που θα διαφωτίζει την νέα γενιά πραγμάτων που θα αλωνίζουν μέσα σε έναν χωρίς σταματημό ολοχρονικό κυκεώνα ατελείωτων αριθμών
Γερασιμία Παναγιωτοπούλου
Comentários