Του χρόνου το κουβάρι ξετυλίγω και πίσω γυρνώ στα περασμένα, να σας πω μια ιστορία για όμορφα χρόνια ξεχασμένα.
Βρισκόμαστε στο νησί της Κεφαλονιάς, το υπέροχο αυτό νησί του Ιονίου, περιτριγυρισμένο από το μπλε της θάλασσας και το γαλάζιο του ουρανού.
Παντού ακούγονται χαρούμενες μελωδίες και χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Τα παιδιά ξεχύνονται στις γειτονιές τραγουδώντας τα κάλαντα. Πόση χαρά και λαχτάρα πλημμύρισε την ψυχή τους.
Καλήν εσπέραν άρχοντες
ας είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση
να πω στο αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρεται η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των Ουρανών
και ποιητής των όλων.
Σε αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χρόνια πολλά να ζήσει.
Ηχούσε το τραγούδι τους. Ο άνεμος πήρε τις νότες του και το ταξίδεψε πέρα μακριά. Τραγουδούσαν και λαχταρούσαν να πάρουν μπουναμά. Τα μάτια τους έλαμπαν από ευτυχία.
Πλησιάζουν Χριστούγεννα! Τούτες τις Άγιες ημέρες ,τις περιμέναμε με λαχτάρα, να μπει λίγη χαρά στο σπιτικό μας. Να μοσχομυρίσει από τα γλυκά που έφτιαχνε η μητέρα, να κόψουμε από το χωράφι το ολοζώντανο κλαδί κυπαρίσσι για να το στολίσουμε.
Δώρα και παιχνίδια πολλά, δεν είχαμε να βάλουμε στο δέντρο, μα είχαμε όνειρα να κρεμάσουμε και ελπίδα να το πασπαλίσουμε, μπόλικη ελπίδα για τις όμορφες φωτεινές μέρες που καρτερούσαμε να ‘ρθουν.
Η κυρία Δανάη η καλή μας γειτόνισσα, χτύπησε την πόρτα .Σε λίγο βρισκόταν στο σαλόνι. Ξεκλείδωτες είχαμε τότε τις πόρτες μας. Ξεκλείδωτες και τις καρδιέες μας.
«Αυτό είναι για σένα μικρή μου», είπε χαμογελώντας και μου πρόσφερε μια όμορφη κούκλα. Τα μάτια μου πλημμύρισαν χαρά. Ολόκληρος ο κόσμος φωτίστηκε από την ευτυχία που ένιωσα στα βάθη της ψυχής μου.
«Πατατούφα θα την ονομάσω. Ναι Πατατούφα!» φώναξα ενθουσιασμένη και την ευχαρίστησα. Πόσο έμοιαζε με την κυρία Δανάη. Είχε τα ίδια όμορφα, φουντωτά κατάμαυρα μαλλιά.
Την κράτησα σφυχτά και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν δική μου. Πόση ευτυχία χωρούσε μέσα στα δυο μικρά μου χέρια…
Έπαιξα ώρες πολλές μέχρι να την χορτάσω και αποκοιμήθηκα μαζί της. Μέχρι να με πάρει ο ύπνος σιγοτραγουδούσα.
«ευτυχία την ψυχή μου
έχει τόση πλημμυρίσει
αφού μιά μικρή κουκλίτσα
συντροφιά θα μου κρατήσει.»
Πρωί πρωί, άκουσα φωνές και σύντομα στην αυλή του σπιτιού μας βρισκόταν η Φωτεινή από το διπλανό σπίτι, συντροφιά με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς.
«Φέρε πίσω την κούκλα μου. Ακούς!» έλεγε περιμένοντας απάντηση.
Έτρεξα έξω κρατώντας την Πατατούφα στην αγκαλιά μου.
«Είναι δική μου. Δεν θα μου την πάρει κανένας.» αποκρίθηκα, σφύγγοντας την με όλη μου τη δύναμη.
«Μου την έκλεψες. Τη θέλω πίσω.. » ούρλιαξε η Φωτεινή και άπλωσε το χέρι της αποφασιμένη να μου την πάρει.
«Όχι! Είναι δική μου σου λέω, φύγε.
«Τη θέλωωω» συνέχισε να φωνάζει δυνατά και όρμησε επάνω μου σαν θυμωμένο λιοντάρι.
Μαζεύοντας όση δύναμη μπορούσε να βρει η παιδική μου ύπαρξη, την έσπρωξα δυνατά.
Σύντομα βρέθηκε πεσμένη στα λασπόνερα, με ένα έντονο πόνο να έχει κυριεύσει το σώμα της. Ένας όμως δυνατότερος πόνος είχε φωλιάσει στην παιδική ψυχή μου. Πονούσε η ιδέα της απώλειας της κούκλας που τόσο πολύ ήθελα να κρατήσω δική μου για πάντα.
Της άπλωσα δειλά το χέρι και της πρότεινα να πάμε στην κυρία Δανάη, που έμενε λίγο πιο κάτω. Σίγουρα θα έβρισκε λύση στο πρόβλημα μας και δεν θα χαλούσε τόσο εύκολα η φιλία μας. Τόσα χρόνια κάναμε όμορφη συντροφιά στη γειτονιά.
Της εξήγησε και η παρεξήγηση λύθηκε.
Δώσαμε τα χέρια και διώξαμε πέρα μακριά στο άγνωστο την άσχημη αυτή στιγμή. Αμέσως κιόλας, αρχίσαμε όλοι μαζί, το παιχνίδι. Ήμαστε τόσο ταιριαστή συντροφιά! Πιασμένοι χέρι χέρι τραγουδούσαμε.
«Η αγάπη στις καρδιές μας
ρίζωσε κι όλο φουντώνει.
Η αγνή μας η φιλία
κάθε μέρα δυναμώνει.
Δεν αφήνουμε την έχθρα
μέσα να εγκατασταθεί.
Δίνουμε ξανά τα χέρια,
προχωράμε όλοι μαζί.»
Οι καρδιές μας είχαν χώρο μονάχα για αγάπη, για παιχνίδι και χαρά. Δεν άφησαν ούτε σπιθαμή να εγκατασταθεί εκεί μέσα η πίκρα, η διχόνοια και η μοναξιά.
Comments