top of page

Μαυροφορεμένες νεράιδες

ΜΕΡΟΣ Α΄


Σιγά μην φοβηθεί τον θάνατο! Σιγά μη την νικήσει! Αυτή γεννήθηκε τη χρονιά του ένδοξου «ΟΧΙ»! Το 1940! Πάντα αψηφούσε τέτοιες σκέψεις, δειλές! Η κυρά Δήμητρα έχει μάθει σε όλη της τη ζωή να τον προσπερνάει τον Χάρο! Να είναι ατρόμητη μπροστά του, να μην λυγίζει στης καρδιάς της τον χείμαρρο!

 Οκτώβριος του 2016. Στη Φλαμουριά Πέλλας, το χωριό της, τέτοια ώρα τον χειμώνα αρχίζει το τσουχτερό κρύο. Ντύνεται γερά, φοράει πανωφόρια, κασκόλ και γάντια. Πάλι το αγιάζι της τρυπάει τη ψυχή. Δεν είναι μόνο η ηλικία της που προστάζει προστασία από το κρύο. Είναι η απάλευτη μοναξιά, που κάνει την θερμοκρασία να μοιάζει παγωνιά!

  Δεν έχει πολύ ώρα που κάθισε να βάλει μια μπουκιά στο στόμα της. Με τα βασανισμένα και πληγωμένα της χέρια, κρατάει ένα μικρό ταψάκι γεμάτο πιπεριές γεμιστές. Πάει καιρός που δεν την βαστάνε τα πόδια της. Τρέμει μη της πέσει, γιατί και τα χέρια της χορεύουν σαν κρατάει βάρος. Το βάζει στο φούρνο και γυρνάει τον διακόπτη. Λίγα λεπτά μόνο αρκούνε για να ζεσταθεί το νόστιμο φαγητό που αγαπάει ιδιαίτερα η πρώτη της εγγονή, η Πηνελόπη. Αχ, και να ήταν εδώ! Τι χαρά θα είχε σαν έδιωχνε τη μοναξιά!

«Μόνη σου πάλι θα φας! Σε ξέχασαν όλοι!», έρχεται μεμιάς η πικρή σκέψη στο μυαλό της ηλικιωμένης.

  Την διώχνει αμέσως. Ξέρει πως τα κορίτσια έχουν διαβάσματα, το Σάββατο θα έρθουν να την δούνε. Νωρίς έδυσε ο ήλιος σήμερα, με τη μουντή συννεφιά που είχε ούτε φάνηκε στον ουρανό. Σαν ψυχοπλάκωμα, θαρρείς!

Λίγες μπουκιές φαγητό μόνο τρώει, με μία φέτα χθεσινό ψωμάκι. Ο λογισμός της φεύγει από το φτωχικό τραπέζι της, πετάει μακριά. Στο παρελθόν, σε όλους αυτούς που έζησε μαζί τους τη ζωή της!

  Πάνε δέκα χρόνια που έφυγε το στήριγμα της, ο Κώστας της. Για σαράντα τρία χρόνια ζήσανε μαζί. Παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, έζησαν όμορφα στη Νάουσα! Φτιάξανε το σπιτικό τους μόνοι τους κι έγινε αρχοντικό ολόκληρο! Κι εγγονάκια πρόλαβε να δει ο άντρας της πριν την αφήσει χήρα, στα 65 της. Μα, τι τα θες! Σαν έχασε τον σύζυγό της, η κυρά Δήμητρα αισθανόταν σαν φυλακή το σπίτι αυτό. Κάθε στιγμή εκεί, κάθε δωμάτιο ξεχείλιζε από αναμνήσεις αγάπης, οικογένειας και ζεστασιάς!

  1953, θυμάται ακόμη και τη μέρα. 12 Ιουνίου, ξεκίνησε να δουλεύει στο μανάβικο του πατέρα της, θα κόντευε τα δεκατρία. Η Αναστασία στα έντεκα, ο Μανώλης οκτώ κι ο μικρός Αχιλλέας πέντε χρονών. Τέσσερα αδέρφια, δύο κορίτσια, δύο αγόρια στην οικογένεια της. Έξι στόματα να φάνε! Τι να προλάβει η δόλια η μάνα να μαγειρέψει; Βράδυ ερχόταν ο πατέρας τους από το μαγαζί του και η μάνα τους από τις αγροτικές και τις υπόλοιπες δουλειές που είχε.

  Η Δήμητρα από μικρή πήρε μονάχη της τον ρόλο της νοικοκυράς. Της καθαρίστριας, της αδερφής, της μάνας, του προστάτη για τα μικρότερα αδέρφια της. Ήτανε, βλέπεις, η μεγαλύτερη! Είχαν και τη γιαγιά και τον παππού στο σπίτι μα η Δήμητρα ήθελε να είναι αυτή αρχηγός.

  Ατρόμητη κι ακούραστη, από τη πρώτη στιγμή ξεχώριζε με την δυναμικότητα της. Κουβαλούσε μεγάλες κατσαρόλες, έπλενε ταψιά, έτρεχε στο μανάβικο να φέρει λαχανικά, οτιδήποτε! Δεν καταδεχόταν να αφήσει τη γιαγιά της να καθαρίσει. Εξήντα χρόνια μεγαλύτερη της! Ντρεπόταν και μόνο στη σκέψη! Και δεν φοβόταν το βράδυ, σαν άλλα κορίτσια της ηλικίας της. Η αίσθηση της ευθύνης και της αξιοπρέπειας απέναντι στην οικογένεια της, της έδινε ώθηση να αντέχει όλη μέρα.

  Στο σχολείο πρώτη και καμαρωτή. Της άρεσε τόσο πολύ να διαβάζει! Ότι βιβλίο υπήρχε στο σπίτι, το είχε ξεφυλλίσει! Κι όχι μόνο μία φορά! Η Αναστασία ερχόταν πάντα κοντά της, όταν έκαναν τα μαθήματα τους στο σπίτι. Λες κι ήθελε να πάρει λίγη από την αύρα της!

  Γύρω γύρω από το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, με τα φθαρμένα και γδαρμένα πόδια, έγραφαν. Οι δύο μικρότεροι συχνά έπαιζαν μεταξύ τους αντί να μελετούν. Ένα διαπεραστικό και περήφανο βλέμμα της Δήμητρας έφτανε, να τους κάνει να σταματήσουν.

«Κακομοίρηδες, να δω τι θα πείτε στη μάνα μας! Σκουμπωθείτε, σας λέω!», τα λόγια της πάντα έπιαναν τόπο.

  Την σεβόντουσαν την μεγάλη τους αδερφή. Την αγαπούσαν σαν μάνα. Όλη μέρα στο μανάβικο ο πατέρας τους, τον έβλεπαν λίγο. Τη μάνα τους, δεν την χάρηκαν ποτέ, όσο ήθελαν. Την νίκησε η κακιά αρρώστια, στα νιάτα της ακόμη. Τέσσερα αδέρφια ορφανά, μόνο με τον παππού και τη γιαγιά στο σπίτι πια. Αυτή ήταν η οικογένεια τους, η περιουσία τους!

  Κι η Δήμητρα σηκωνόταν πρώτη το ξημέρωμα κι έπεφτε ψόφια το βράδυ, όταν τα μάτια έκλειναν μόνα τους. Την έπαιρνε ο ύπνος όρθια στη καρέκλα καθώς περίμενε τον πατέρα της να τον χαρεί λίγο σαν κόρη. Πόσο της έλειπε, αλήθεια!

  Όλα τα αδέρφια παντρεύτηκαν νωρίς. Κι η Δήμητρα, στα είκοσι δύο της χρόνια είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα. Όμορφη, με μαύρα πλούσια μαλλιά, λαμπερά μάτια και κορμοστασιά αρχόντισσας! Προκομένη στο νοικοκυριό, άφθαστη στη μαγειρική! Μα αυτό που την έκανε να ξεχωρίζει, ήταν ο χαρακτήρας της. Οι ιδέες της έφερναν ταραχή στους άντρες και δυσφορία στις γυναίκες του χωριού που ζήλευαν την ανεξάρτητη σκέψη της. Δεν υπήρχε άντρας στη Νάουσα που να μην είχε ακούσει για αυτήν! Να την συνάντησε στο χωριό ή στο πάρκο της πόλης και να μη μαγεύτηκε από τα κάλλη της. Μα στη συζήτηση, δεν έβρισκε αντίλογο εύκολα! Πολλοί νέοι θέλησαν να τη γνωρίσουν με σκοπό τον γάμο. Αυτή, έκλεινε αδιάφορα τα αυτιά της σε όλα τα προξενιά που άκουγε. Ακόμη κι από την οικογένεια της.

«Εγώ με τον έρωτα θα παντρευτώ! Αλλιώς, θανατώστε με!», διαμήνυσε στον πατέρα της την πρώτη φορά που ένας γείτονας τόλμησε να κάνει κουβέντα μπροστά της επειδή την καλόβλεπε για νύφη.

  Ο Γιάννος είχε τον τρόπο του. Κληρονομιά από τους γονείς του. Παράς με ουρά. Αλλά τη σύζυγό του, την ήθελε δούλα. Τέτοιες βλέψεις είχε! Να διατάζει και να σκύβει το κεφάλι της η γυναίκα. Κι αυτό για την Δήμητρα, ήταν ανήκουστο!

  Δεν θα πρόδιδε ποτέ τις ιδέες της! Δεν γεννήθηκε για να είναι σκλάβα! Τον ξαπόστειλε πίσω λοιπόν παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της.

(συνεχίζεται...)



Μιλτιάδης Γκάγκος

Comments


bottom of page