ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΗΣ ΕΥΑΣ / ΚΥΠΡΟΣ : ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΠΙΔΑΣ
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ
- Mar 29
- 5 min read

Κύπρος: μία λέξη, έξι γράμματα. Πολεμική έκρηξη εν έτει 1974.
Ιούλιος...
Εισβολή ενός σύγχρονου Αττίλα, επιβολή των Τούρκων στην κυπριακή ανεξαρτησία.
Πρόσφυγες στην ίδια τους την ψυχή. Στον δικό τους τόπο, στις πατρογονικές περιουσίες.
Αναμνήσεις, με το 40% των ανθρώπων να βρίσκεται υπό την κατοχή της τουρκικής μπότας.
Χιλιάδες αγνοούμενοι, ανθρώπινος αφανισμός, τομείς οικονομίας, τέχνης, παιδείας, διαλυμένοι.
Οι βάνδαλοι αποτέλεσαν πληγή στις καρποφόρες εκτάσεις των Κυπρίων.
Αντιξοότητες.
Άνθρωποι νέοι, της κυπριακής νεολαίας, χάνονται με τη σημαία και τον ηρωισμό τους, υπερασπιζόμενοι τη γη τους.
Αν τα μπουντρούμια της Τουρκίας είχαν στόμα να μιλήσουν, θα χτίζονταν τάφοι για όσους αφαίρεσαν πνοή Κυπρίων.
Πρόσφυγες χιλιάδες Κύπριοι Έλληνες, δεν ξαναπάτησαν το δικό τους χώμα.
Ο πόνος δεν φεύγει ποτέ.
Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει της μνήμης συναισθήματα.
"Καυτή πατάτα" στα χέρια των πολιτικών, που ποτέ δεν κατάφεραν να αποδώσουν δικαιοσύνη σε ένα νησί κομμένο στα δυο.
Διχοτόμηση ή διαχωρισμός το ίδιο είναι.
Ο τουρκικός λαός συντέλεσε στην εθνική ταπείνωση του ελληνισμού. Μικρός λαός που δεν κατάφερε να επιλύσει μεγάλα εθνικά ζητήματα.
Ο πολιτισμός του "καμαρώνουμε" δεν υφίσταται.
Οι Κύπριοι αιτούνται τα δικαιώματά τους.
Την εδαφική τους ακεραιότητα.
Τον σεβασμό στα κόκκαλα των προγόνων τους.
Θέλουμε να λεγόμαστε Φιλέλληνες.
Μα δεν είμαστε.
Υποχρέωση: η χρέωση ευθυνών
δίκαιων λύσεων.
Λύπη, θυμός, πικρία, απέχθεια είναι τα ανθρώπινα συναισθήματα. Απορρέουν από τον πόνο.
Δεν αρκεί να δείχνουμε.
Πρέπει και να είμαστε δυνατοί,
να κατευθύνουμε την πολιτική.
Είθισται να δίνονται μέσα από τους αγώνες.
Οι κίνδυνοι πολλοί και ισχυροί.
Θα αποφύγω εκφράσεις ρητορικού μίσους με την ελπίδα να μην "προσβάλλω" τον εχθρό.
Μια χώρα ματαιόδοξη, απέναντι στην Κύπρο και όχι μόνο.
Μα οι μικρές πλάτες των εισβολέων έχουν τις μεγάλες πλάτες τεράστιων δυνάμεων.
Στοχευμένα, παραμένουν άλυτα τα πολιτικά προβλήματα.
Δεν θα προσπεράσω τον βιασμό Ελληνοκύπριων γυναικών, θυμάτων από στρατιωτικούς Τούρκους.
Όχι, τίποτα δεν ξεχνιέται, τίποτα δεν συγχωρείται, τίποτα δεν υπάρχει που να μπορεί να προσπεράσει κανείς.

Οι μαρτυρίες πέρασαν από τα παιδιά τους, στα εγγόνια τους.
Εμείς απλά μάθαμε να ακούμε, μάθαμε στα ματωμένα μνημόσυνα.
Ας κρατήσουμε στη δική μας μνήμη τον αγώνα, τις συνθήκες, την αξιοπρέπεια.
Τα πολιτικά ξεκαθαρίσματα εθνών έχουνε όνομα και επώνυμο.
Η ιστορία γράφεται σε εκατοντάδες σελίδες, που δεν είναι αρκετές.
&
Οι μαθητές της 3ης Γυμνασίου, με αφορμή την ενότητα Προσφυγιά στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πήραν συνεντεύξεις από δικούς τους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν τη φρίκη του πολέμου το 1974 και έγιναν πρόσφυγες.
&
Μαρτυρία από τη μητέρα μου Χαρά Χαραλαμπίδου, η οποία έφυγε επτά χρονών από το χωριό Σύσκληπος της Κερύνειας:
«Ήταν ένα ζεστό πρωί του Ιούλη… τόσο ζεστό που εμείς τα παιδιά κοιμόμασταν δίχως πιτζάμα πάνω στο στρώμα, ξεσκέπαστα και μας κτυπούσε το πρώτο φως του ήλιου κατακέφαλα για να ξυπνήσουμε… ήταν ένα ζεστό πρωί που ξημέρωσε την πιο άσχημη μέρα της ζωής μας..»
Κάθομαι με τη μάμα μου που μέχρι σήμερα δεν είχα δώσει λόγους και αιτίες στις ευαισθησίες της… στους φόβους και τις ανασφάλειές της… στην αγάπη της για τους κατεχόμενους μας τόπους και τη λατρεία της για το γιασεμί που έχουμε στην αυλή μας. «Το φως δεν έφεξε εκείνη τη μέρα. Άκουσα τη φωνή της γιαγιάς μου απ’ το διπλανό σπίτι. Μας φώναζε να δούμε τα μαύρα πουλιά που έπεφταν απ’ τον ουρανό, απ’ το πουθενά.. “Έτα! Που τον Πενταδάκτυλο μας!”, μας φώναζε φοβισμένη. Στην αρχή μ’ άρεσε η ιδέα. Ακουγόταν σαν παιγνίδι… Ήμουν εφτά χρονών. Τρέξαμε στα μπαλκόνια, στους δρόμους να δούμε το μαύρο σύννεφο που έριχνε εκατοντάδες “πουλιά”, που τώρα που το σκέφτομαι μάλλον σαν εκατοντάδες μέδουσες έμοιαζαν να κατεβαίνουν απ’ το βουνό», συνεχίζει η μάμα μου να διηγείται τη μέρα της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο. Καταγωγή της, απ’ την πλευρά της γιαγιάς Χαραλαμπούς, ο Σύσκληπος, ένα χωριό της Κερύνειας, όπου περνούσε τα καλοκαίρια της με τη γιαγιά και τα ξαδέρφια της.
«Κάποιος ήρθε λαχανιασμένος, ο στρατιώτης γιος της κυρίας Δόμνας της γειτόνισσας και φώναξε πως είναι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές. Δεν ήξερα τι είναι οι αλεξιπτωτιστές. Άραγε ήταν τα μπαλόνια που φαίνονταν να πέφτουν; Τι ήρθαν να κάμουν; Τι εννοούν “εν Τούρκοι” και γιατί κατεβαίνουν με μπαλόνια; Η γιαγιά Ιφιγένεια απ’ το Κοιλάνι έχει γειτόνισσα Τουρκάλα και κάθε πρωί πίνουν καφέ μαζί. Τι σημαίνει “έρκουνται οι Τούρτζοι να μας πιάσουν!” που φώναζε δυνατά κλαίοντας η Δόμνα;
Ακολούθησαν στιγμές που δεν βγήκαν ποτέ απ’ το νου μου… φωνές… πολλές φωνές… “Φύγετε, φύγετε!”. “Τα μωρά”. “Βομβαρδίζουν οι Τούρκοι!”. “Πόλεμος!”. “Τα μωρά… τα μωρά…”». Διηγείται και βουρκώνει…
«Κάποιους γείτονες δεν τους ξαναείδα ποτέ… Ο Αντώνης της κυρίας Μαρίτσας, ο Λευτέρης της θείας Ελένης… τους θυμούμαι σαν τα είδωλα της τότε εποχής. Τα κορίτσια των δεκατριών με δεκαεφτά χρόνων όλα κρυφογελούσαν μόλις τους έβλεπαν να περνούν φρεσκοξυρισμένοι, όταν έβγαιναν απ’ τον στρατό… έφυγαν εκείνο το πρωί και δεν τους ξανάδαμε… έγιναν από είδωλα ήρωες, πέρασαν στην Ιστορία… μα γιατί; Ο παππούς είχε ένα αυτοκίνητο ρόβερ, της μόδας τότε… Προσπαθώντας να ‘ναι ψύχραιμος μάς μάζεψε όλους και μας οργάνωσε σε αυτοκίνητα να φύγουμε απ’ το χωριό να έρθουμε Λευκωσία και αργότερα να πάμε να κρυφτούμε στο σπίτι της άλλης μου γιαγιάς στα βουνά… Μια διαδρομή που στιγμάτισε την παιδική μου ηλικία. Ήμασταν εννιά άτομα σ’ ένα αυτοκίνητο. Για ώρες… την περισσότερη ώρα είτε να μιλούν όλοι μαζί είτε άκρα σιωπή… πανικός, φόβος, λύπη, απελπισία… Κανένας όμως δεν πίστευε πως θα φεύγαμε για να μη ξαναγυρίσουμε στα σπίτια μας για 48 χρόνια.. Κανένας δεν πίστευε τι θα ακολουθούσε.. πήραμε ό,τι πιο σημαντικό ο καθένας. Εγώ την κούκλα μου τη Λούλλα, η γιαγιά μου ένα κομμάτι γιασεμί απ’ την αυλή της, ο παππούς δυο φωτογραφίες απ’ το σαλόνι και τα στέφανα του γάμου τους… Μα γιατί; Πόλεμος, φωτιές, νεκροί, αγνοούμενοι, προσφυγιά, αντίσκηνα, πόνος, πληγές και πόνος…
Μείναμε στο Κοιλάνι για έξι μήνες. Η μάμα μου φοβισμένη δεν έβγαινε απ’ το σπίτι για μήνες. Την τρίτη τάξη δημοτικού την έκανα στο χωριό μέχρι τις γιορτές των Χριστουγέννων. Κάθε πρωί έπιανα την καρεκλίτσα μου και ανηφόριζα το χωριό για το σχολείο. Ολόκληρο σχολείο δυο δάσκαλοι για έξι τάξεις. Πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα, αλλά και ευγνώμων πάντα που την έζησα και ήμουν ασφαλισμένη. Στο σπίτι μας στο χωριό ζούσαμε περίπου τριάντα άτομα. Κάποιες οικογένειες απ’ το τουρκοκρατούμενο χωριό μας, κάποιοι φίλοι απ’ την Μόρφου, κάποιοι συγγενείς απ’ την Κερύνεια. Όλοι σαν μια μεγάλη οικογένεια. Μέχρι σήμερα, όσοι ζήσαμε μαζί εκείνες τις μέρες, έχουμε τις ίδιες εικόνες χαραγμένες στον νου μας και στην καρδιά μας. Κάποιοι σήμερα είναι στην Αυστραλία όπου έψαξαν να βρουν μια ζωή καινούρια, άλλοι στον Καναδά… Όλοι όμως μ’ ένα κοινό. Ποτέ δεν ξέχασαν το χωριό τους, ποτέ δεν το αντικατέστησαν.
Ακολούθησαν δύσκολες μέρες, δύσκολοι μήνες και χρόνια. Άνθρωποι σε αντίσκηνα, λεωφορεία να πηγαινοέρχονται για ανταλλαγή αιχμαλώτων… Άνθρωποι στα οδοφράγματα με τον πόνο και την αγωνία στα μάτια και φωτογραφίες στα χέρια των δικών τους να περιμένουν… να περιμένουν ένα νέο τους, μια είδηση που να τους δίνει ελπίδα για ζωή. Παρ’ ότι ήμουν μικρή όλες οι εικόνες είναι ολοζώντανες ακόμα στη μνήμη μου. Ίσως γι’ αυτό ακόμα και σήμερα θυμούμαι την αυλή της γιαγιάς μου, τη μυρωδιά του γιασεμιού της που κομμάτι του έχω στον δικό μας κήπο, στη δική μου καρδιά.
Ίσως γι’ αυτό ο ήχος απ’ το μαντολίνο, που έπαιζα για χρόνια μετά τον πόλεμο στην παιδική χορωδία του σχολείου, είναι ακόμα γνώριμος και αξέχαστες οι νότες στο παίξιμο του Χρυσοπράσινου Φύλλου και του "Της Δικαιοσύνης ήλιε ΝΟΗΤΕ".
Κείμενο Ευαγγελία Αλιβιζάτου
Επιμέλεια Ευαγγελία Αλιβιζάτου
Πηγή μαρτυρίας μαθήτριας : Google
Ευαγγελία Αλιβιζάτου 🌹
Comments