top of page

Μια απρόσμενη ιστορία


  Ποιος γνώρισε ποτέ φίλο που δεν τον διάλεξε; Που δε γνωρίστηκαν ουσιαστικά ποτέ; Που δε μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους γνωστούς τρόπους , γιατί απλά, δεν ήταν… άνθρωπος; Να, λοιπόν πως έχει η ιστορία!

  Ο κυρ-Παναής, δεν ήταν αυτό που λέμε ξοφλημένος. Ήταν απλά… ξέμπαρκος. Στα νιάτα του, ήταν ναυτικός. Ταξίδεψε πολλά χρόνια σα μηχανικός στα εμπορικά καράβια. Με τον καιρό, έκανε ένα μικρό κομπόδεμα. Δεν τον ενδιέφερε να γίνει πλούσιος. Έτσι, μετά από αρκετά ταξίδια στα πέρατα του κόσμου, αποφάσισε να γυρίσει στο νησί του, την Ικαριά. Και όπως όλοι οι νησιώτες ναυτικοί, πήρε μια κοπελιά απ’ τον τόπο του, «για να χτίσει το σπιτικό του», όπως έλεγε.

  Μα η μοίρα η κακιά, της θάλασσας συφόρια, δεν τον πήρε τόσα χρόνια, σε τόσα ταξίδια με τρικυμίες και βαθιούς ωκεανούς, μα του στέρησε την αγάπη, την οικογένεια, τον άνθρωπό του. Κι’ ο κυρ-Παναής ξέμεινε. Χωρίς να είναι ξοφλημένος, ένιωθε ξέμπαρκος απ’ τη ζωή.

  Κι’ έτσι περνούσαν τα χρόνια. Κάθε πρωί, έβγαινε από το σπίτι του και καθόταν στα βράχια που κείτονταν εκεί μπροστά, πλάι στο λιμάνι. Καθόταν και σιγανομουρμούριζε με παράπονο και μετά ξέσπαγε σε λυγμούς, βρίζοντας τη θάλασσα, την αδυσώπητη μοίρα και την κακιά στιγμή που του στέρησαν την αγάπη. Και το επόμενο πρωί το ίδιο και το επόμενο ξανά...

  Ένα πρωινό, λοιπόν, από τα πολλά που έβγαινε νωρίς, πριν ακόμα ανοίξει καλά-καλά ο ουρανός, πήρε τη θέση του στα βράχια και σιγανομουρμούρησε μια μαντινάδα της στιγμής, για την καταραμένη θάλασσα και την κακιά του τύχη.

  Ξαφνικά, εκεί που τα βράχια κόβονταν στο νερό, δυο μέτρα μπροστά του, κάτι ασήμισε. Τα δακρυσμένα μάτια του, έλαμψαν στη στιγμή, ξεχνώντας καν τι έλεγε. Το ασημένιο πράγμα κουνήθηκε, έγινε σταχτί, έγινε ανθρακί, ασήμισε και πάλι. Κουνήθηκε και άπλωσε προς το βράχο που ήτανε μπρος του. Ο θαλασσινός κυρ-Παναής ζωντάνεψε.

—Ένα χταπόδι! Ένα χταπόδι κοντά τρία κιλά! Αναφώνησε από μέσα του. Αχ! Τι μεζές, σκέφτηκε.

Και μέσα σε ελάχιστο χρόνο αυτό το ζωντανό πλάσμα είχε γίνει στιφάδο, με κοφτό μακαρονάκι, ψητό στα κάρβουνα, ξιδάτο με ουζάκι.

Μα, τι σκεφτόταν; Είχε μπροστά του ένα πανέμορφο δημιούργημα της φύσης και αυτός σκεφτόταν να το καταστρέψει;

—Εγώ, είπε, δεν είμαι θάλασσα! Εγώ, έχω καρδιά!

Συνέχισε κοιτώντας αυστηρά στο βάθος του ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα ακουμπάει τον ουρανό.

— Δε θα σε πειράξω, Θα σε αφήσω να ζήσεις! Εγώ δεν είμαι θάλασσα, ξανάπε και ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε μέσα απ’ τα στήθη του.

Είχε νιώσει συμπάθεια απέναντι στο χταπόδι. Έσκυψε τη ματιά του και το κοίταξε. Μέσα στο γκριζοπράσινο κοχλία των ματιών του, φάνηκε κάτι γνώριμο. Σα να ‘χε ξαναδεί ετούτη τη ματιά.

—Μη φύγεις, είπε. Θα ξανάρθω σε δυο λεπτά.

  Σηκώθηκε προσεκτικά και πήγε στο σπίτι. Μπήκε γρήγορα και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο και πήρε δύο από τα ψάρια που είχε πιάσει χθες και θα ετοίμαζε για το μεσημεριανό του. Βγήκε πάλι βιαστικά και πλησίασε προσεκτικά στα βράχια. Κοίταξε κάτω. Το χταπόδι δεν ήταν εκεί.

—Γιατί έφυγες; παραπονέθηκε ο κυρ-Παναής. Και ‘γω, σου ‘φερα απ’ το μεσημεριανό μου, να σου κάνω το τραπέζι.

Στην άκρη του βράχου, δειλά-δειλά φάνηκε πάλι το ένα πόδι, μετά το άλλο και το άλλο και η κουκούλα με τα υπέροχα μάτια.

—Δεν έφυγες, αναφώνησε. Έλα, έλα να φας φρέσκο ψαράκι. Χτες τα έπιασα.

Και έσκυψε αφήνοντας το ένα ψάρι κοντά στα πλοκάμια του. Το χταπόδι δίστασε για μια στιγμή. Μετά, άπλωσε το ένα πλοκάμι, έπιασε το ψάρι και το έφερε στο στόμα του. Κατόπιν, πήρε το άλλο πιο θαρραλέα και το έφαγε.

Ο κυρ-Παναής το παρακολουθούσε ευχαριστημένος κι’ ένιωθε πως κι’ αυτό τον κοίταξε βαθιά, στα μάτια της καρδιάς.

—Άντε, τώρα, να ξεκουραστείς και αύριο θα σου έχω φρέσκο φαϊ, είπε και απομακρύνθηκε.

Το χταπόδι έμεινε εκεί, σχεδόν κολλημένο στα βράχια.

Την άλλη μέρα το πρωί, πριν ακόμα χαράξει καλά-καλά, ο κυρ-Παναής, κρατώντας πάλι δυο ψάρια που είχε πιάσει το βράδυ, πήγε στα βράχια, έξω απ’ το σπίτι του και περίμενε. Παράξενο, αυτό το πρωί δε σιγανομουρμούριζε βρίζοντας τη θάλασσα, όπως τις άλλες φορές, μα έλεγε διαρκώς:

—Έλα, έλα, σε περιμένω. Εδώ, έλα. Σου έχω φέρει φρέσκα ψαράκια… Τζακ!

(μόλις ένιωσε πως του ‘χε κάνει και βαφτίσια).

Ο Τζακ, το καλό πνεύμα της θάλασσας με σχήμα χταποδιού.

—Έλα, έλα... Που είσαι; φώναξε από μέσα του. Ώ! Να ‘σαι! Γεια σου Τζακ, σε περίμενα, σε περίμενα με αγωνία. Θα με περνούσαν για τρελό στο νησί αν ήξεραν πως μ’ έκανε φίλο ένα χταπόδι, είπε και, σκύβοντας, του έδωσε το ένα ψάρι.

 

 

 

  Πέρασε αρκετός καιρός. Σχεδόν μισός χρόνος. Ο Τζακ, κάθε πρωί, πιστός στη συνάντηση με τον κυρ-Παναή, απολάμβανε τη χαρά του φρέσκου ψαριού και ο παλιός ναυτικός τη συντροφιά της λήθης. Δεν ξανάβρισε τη θάλασσα. Πραγματικά, ο Τζακ, το χταπόδι, είχε φερθεί σαν το καλό πνεύμα, που κατευνάζει τα πάθη και φέρνει γαλήνη στην καρδιά. Μα, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.

Ένα πρωινό, ο κυρ-Παναής, σηκώθηκε αλαφιασμένος απ’ το κρεβάτι του και σχεδόν ξυπόλητος έτρεξε προς τα βράχια που συναντούσε τον Τζακ.

Τον είχε πάρει ο ύπνος, γιατί το προηγούμενο βράδυ, είχε πανσέληνο και άργησε να μαζευτεί η ψαριά γι’ αυτόν και το θαλασσινό του φίλο. Έτσι, έπεσε κατάκοπος μα κι ευτυχισμένος που τελικά πήγαν όλα καλά. Μα, τώρα; Είχε μια αγωνία στην καρδιά του. Σαν κάτι να είχε συμβεί. Έφτασε στα βράχια και φώναξε όσο μπορούσε πιο δυνατά.

—Τζακ, Τζακ, είσαι καλά Τζακ; Έλα εδώ να σε δω!

Ο αέρας πήρε την άφωνη αγωνία του και τη μοίρασε σε όλες τις θάλασσες και τα πελάγη. Μα ο Τζακ, πουθενά. Χάραξε, ο ήλιος άρχισε να παίρνει τη θέση του, μα ο κυρ-Παναής δεν κουνήθηκε απ’ τη δικιά του. Καθισμένος στα βράχια, συνέχισε να φωνάζει και να δακρύζει για το Τζακ, το χταπόδι.

Έμεινε εκεί ως τις έντεκα το πρωί. Μετά γύρισε αργά-αργά στο σπίτι, έπλυνε το κλαμένο πρόσωπό του και κατηφόρισε προς την αγορά. Στο καφενείο, που είχε να πατήσει από τότε που έκανε φιλία με το Τζακ, άκουσε για κάποιους ψαροντουφεκάδες, που νωρίς το πρωί, με φακούς της θάλασσας, είχαν εντοπίσει ένα μεγάλο χταπόδι στα βράχια, το κυνήγησαν, το τραυμάτισαν, αλλά τελικά τους ξέφυγε.

Ο κυρ-Παναής, που άκουγε έντρομος τα νέα, έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης, όταν ειπώθηκε για τη φυγή του χταποδιού. Τότε, ρώτησε με ενδιαφέρον που έγινε αυτό και του απάντησαν απλά: «έξω απ’ το σπίτι σου, στα βράχια του λιμανιού».

—Ο Τζακ, του ξέφυγε μια κραυγή.

Βγαίνοντας βιαστικά από το καφενείο, έτρεξε προς το γνωστό του σημείο. Έβαλε τα δυο του χέρια, σαν κοχύλι, μπρος στο στόμα του και φώναξε δυνατά.

—Τζακ, σ’ αγαπάω!!

 

 

 

  Πέρασε ένας χρόνος από τότε. Ο κυρ-Παναής, έπεσε σε κατάθλιψη και τελικά αρρώστησε βαριά. Δεν είχε πια τη δύναμη να κάνει τίποτα. Κάποιοι γειτόνοι τον βοηθούσαν, όσο ήταν δυνατόν, μα μέρα με τη μέρα έσβηνε όλο και περισσότερο.

Όμως, κάθε πρωί ρωτούσε.

—Είδατε τον Τζακ;

Πάντα έπαιρνε την ίδια αρνητική απάντηση.

Όταν πια, ήταν στα τελευταία του, ξημέρωνε.

Ο κυρ-Παναής, που είχε κρατήσει πέντε φορές περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζε ο γιατρός, άνοιξε τα γαλάζια του μάτια, σα της θάλασσας και τ’ ουρανού το χρώμα, μα πριν ρωτήσει, ένας νεαρός νησιώτης μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο και φώναξε.

—Ο Τζακ, ο Τζακ, Παναγή, ξαναγύρισε.

Ο κυρ-Παναής, σα να του ‘δωσε κάποιος περίσσια δύναμη, ζήτησε να τον πάνε εκεί στα βράχια. Να συναντήσει έστω και για λίγο, τον καλό του φίλο.

  Έτσι κι’ έγινε. Μόλις τον φέρανε κοντά στα βράχια, έστρεψε τη ματιά του, όλο προσμονή και χαρά προς το χταπόδι. Με όση δύναμη του είχε απομείνει, του ψιθύρισε.

—Τζακ, Τζακ, αγαπημένε μου φίλε, σε ξαναβλέπω!

Ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια του. Ένα δάκρυ, που έβρεξε το βράχο και έφτασε στη θάλασσα, εκεί που βρισκόταν το χταπόδι.

Αμέσως, αυτό το δάκρυ της χαράς και της αγάπης, ηρέμησε τελείως τα νερά. Και φάνηκε ο βυθός της, ο κατακάθαρος και ευλογημένος, όπως και ο βυθός της αγάπης στην καρδιά του κυρ-Παναή.

  Μετά από λίγες ώρες, ο κυρ-Παναής κοιμήθηκε για πάντα. Το χταπόδι όμως, ο Τζακ, συνέχισε να πηγαίνει κάθε πρωί στα βράχια. Κανένας από τους χωριανούς δεν τολμούσε να το κυνηγήσει, αλλά το θεωρούσαν σα να έβλεπαν πια, το βλέμμα του παλιού ναυτικού. Και αυτό συνεχίστηκε για λίγο ακόμα καιρό, κάθε πρωί, ώσπου γέρασε κι’ αυτό και ανήμπορο πια, χάθηκε στο βυθό της θάλασσας.

 

  Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Η ζωή των ανθρώπων έχει αλλάξει στο νησί με την πρόοδο και τον τουρισμό. Μα, αν κάποιος πλησιάσει εκεί, κοντά στα βράχια, εκεί που στέκει ακόμα το ερημόσπιτο του κυρ-Παναή, νωρίς, πριν ακόμα χαράξει καλά-καλά και κοιτάξει μπροστά του, εκεί που η θάλασσα ακουμπάει τον ουρανό, μπορεί ν’ ακούσει μια αχνή φωνούλα μες στον αέρα το θαλασσινό να λέει:

Τζακ... Τζακ…

                                                       ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

 

Comments


bottom of page