
Είχαν περάσει τρία ολόκληρα χρόνια από τη στιγμή που έμαθε ότι δεν θα πέθαινε ποτέ. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Στην αρχή, καθώς τη χαρά τη διαδέχτηκε η λύπη, που έγινε θλίψη και αργότερα απόγνωση. Πώς είναι δυνατόν αυτός ο τριανταπεντάρης άντρας, που βαδίζει και βρίσκεται μέσα σε χιλιάδες ανθρώπους, να έχει αυτό το, ας πούμε, προνόμιο; Μα είναι προνόμιο;
Αυτές τις σκέψεις έκανε και ο ίδιος, καθώς περπατούσε μέσα στην ανοιξιάτικη νύχτα, με τα βήματά του να τον πηγαίνουνε στη γυναίκα του. Είχε παντρευτεί μόλις έναν χρόνο νωρίτερα. Η γυναίκα του ήταν μια όμορφη κοπέλα, λίγα χρόνια μικρότερή του και έδειχνε να τον αγαπάει πολύ. Δεν είχε αποκαλύψει όμως ούτε σε εκείνη αυτό το μυστικό. Δεν το ήξερε κανείς. Και ενώ όταν το είχε πρωτακούσει η χαρά μου ήταν μεγάλη, τώρα είχε να αντιμετωπίσει την τεράστια απογοήτευσή του, για το ίδιο ακριβώς θέμα.
«Δηλαδή» σκέφτηκε, «η γυναίκα μου θα πεθάνει, ενώ εγώ όχι. Θα περάσουν χρόνια από τον θάνατό της και εγώ δεν θα πάω ποτέ να τη βρω. Ούτε σε δέκα, ούτε σε είκοσι, ούτε σε εκατό χρόνια. Ω, Θεέ μου, αναστέναξε. Αυτό μοιάζει με κατάρα. Και μήπως δεν είναι;»
Κοίταξε για μια στιγμή ένα ερωτευμένο ζευγάρι που περνούσε από μπροστά του.
«Αυτοί κάποτε θα πεθάνουν» σκέφτηκε. «Τυχεροί! Θα είναι και πάλι μαζί, όπως τώρα. Και μάλιστα σε έναν κόσμο πολύ καλύτερο. Τελικά, ο Θεός είναι πάνσοφος. Στ' αλήθεια, δημιούργησε τα πάντα με απόλυτη σοφία. Ότι γεννιέται πρέπει να πεθαίνει και ότι ξυπνάει πρέπει να κοιμάται».
Αυτός όμως ήταν καταδικασμένος στο να ζει, χωρίς τη γλυκιά ξεκούραση που δίνει ο θάνατος. Τέτοια ζωή, είναι σίγουρα μαρτύριο.
Αυτά συλλογιζόταν, σαν έβαζε το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού του. Προχώρησε και δεν είδε τη γυναίκα του. Ήταν σαν να έλλειπε. Αυτό σκέφτηκε για μια στιγμή. Ξαφνικά όμως, ακούει τη φωνή της.
—Ήρθες; Σε περίμενα νωρίτερα, του είπε χαμογελαστή. Ξέρεις τι έμαθα σήμερα;
—Τι; ρώτησε απορημένος ο άντρας.
—Είμαι έγκυος. Σε εφτά μήνες θα φέρω το πρώτο μας παιδί στον κόσμο! του είπε εκείνη.
Το πρόσωπο του άντρα άστραψε μεμιάς στο άκουσμα αυτής της είδησης. Την πήρε αμέσως αγκαλιά και άρχισε να κλαίει από χαρά, όπως και η γυναίκα του άλλωστε. Ήταν πολύ ευτυχισμένος εκείνο το βράδυ. Όμως…
Το άλλο πρωί, καθώς ήταν στο γραφείο του, άρχισε να σκέφτεται και να νιώθει ότι η χθεσινή του χαρά θα ήταν μια αληθινή κόλαση. Πιο μεγάλη από αυτήν που περίμενε. Ήταν καταδικασμένος να ζούσε και την πιο τραγική στιγμή που μπορεί να ζήσει ποτέ άνθρωπος. Θα συνόδευε το παιδί του στην τελευταία του κατοικία, στο κοιμητήριο και αυτός θα ζούσε. Και το χειρότερο απ' όλα, το ήξερε πριν καν γεννηθεί το παιδί του. Και περιμένει το πρώτο παιδί. Αν ερχόταν και δεύτερο; Και τρίτο; Θα είχε την ίδια μοίρα. Θα πήγαινε στις κηδείες των αγαπημένων του παιδιών, ενώ αυτός δεν θα πέθαινε ποτέ.
«Ω, Θεέ μου! Σε παρακαλώ, όταν φτάσω και εγώ ογδόντα χρονών, πάρε με. Φοβάμαι τον θάνατο, αλλά πιο πολύ τη ζωή, όταν αυτή δεν τελειώνει. Η αιώνια ζωή είναι κάτι άλλο, κάτι υπέροχο, έτσι όπως την έχεις περιγράψει. Μην με αφήσεις να ζω, χωρίς να δω το πρόσωπο του θανάτου, όταν φτάσω σε μια μεγάλη ηλικία. Γιατί ο θάνατος δεν είναι τίποτα άλλο από χαρά και αγαλλίαση, όταν επισκέπτεται ανθρώπους ηλικιωμένους που έχουν ζήσει πολλά στην ζωή τους. Άσε με να πεθάνω. Γιατί πολλές φορές ο θάνατος είναι ζωή και η ζωή, θάνατος».
Η απελπισία του ήταν πια μεγάλη. Δεν ήξερε τι να κάνει και το κυριότερο, που να πει ότι δεν θα πεθάνει ποτέ; Ποιος θα τον πίστευε; Ποιος;
Η γυναίκα του τον αγαπούσε πολύ. Αποφάσισε, λοιπόν, να της το πει. Είχε πάρει την απόφαση να της μιλήσει το βράδυ που θα σχολούσε από τη δουλειά. Έτσι και έγινε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι τους, με ήρεμο και θλιμμένο τρόπο τής τα αποκάλυψε όλα. Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια. Στο βλέμμα της διέκρινε κανείς τη συγκατάθεση και την αποδοχή. Δεν της ήταν εύκολο να μιλήσει. Όλα αυτά την έφεραν σε μια κατάσταση που δεν είχε τι να πει. Αργά και με κόπο μπόρεσε να αρθρώσει κάποιες λέξεις.
— Και εσύ που το έμαθες αυτό; Ποιος σου το είπε;
—Κανείς, αποκρίθηκε τότε εκείνος.
—Τότε, πως το έμαθες; τον ρώτησε απορημένη η γυναίκα του.
Τότε, της αποκάλυψε την ιστορία του. Μια ιστορία που ξεκινάει πριν ακόμα έρθει στη ζωή. Η μάνα του με τον πατέρα του είχαν γεννήσει ένα παιδί και “έφυγε” ενώ ήταν ακόμα μηνών. Tο ζευγάρι άρχισε να τα βάζει με τον Θεό, με την τύχη τους, με τη μοίρα τους. Συνέχεια κατηγορούσαν τον Θεό. Η οργή τους ξέσπασε εναντίον του. Τότε, άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε σε όραμα και τους είπε:
«Σας πληροφορώ ότι η γυναίκα είναι και πάλι έγκυος. Σε λίγους μήνες θα γεννήσει έναν γιο. Αφού, όμως, πιστεύετε ότι ο Θεός δεν σας αγαπάει και ότι πήρε το παιδί σας από εκδίκηση και όχι από αγάπη, μου είπε να σας πω, ότι το παιδί που θα γεννηθεί δεν θα πεθάνει ποτέ. Θα ζει αιώνες και χιλιετίες ,ενώ όλοι οι άνθρωποι οι δικοί του, δεν θα βρίσκονται στη ζωή».
Αυτά είπε ο άγγελος Κυρίου και εξαφανίστηκε.
—Όταν μεγάλωσα, οι γονείς μου μου τα αποκάλυψαν όλα.
Τότε η γυναίκα σκέφτηκε για λίγο και μετά του πρότεινε:
—Πες στους γονείς σου να ζητήσουν συγνώμη από τον Θεό, να τον παρακαλέσουν να γευτείς και εσύ την αγαλλίαση του θανάτου.
Στον άντρα φάνηκε πολύ έξυπνη η ιδέα αυτή. Η γυναίκα του είχε δίκιο. Μόνο έτσι θα έπαιρνε αξία η ζωή του. Με τον θάνατο. Έπρεπε της είχε μιλήσει πολύ νωρίτερα. Να της τα είχε εξομολογηθεί όλα, από την αρχή της γνωριμίας τους.
Πήγαν, λοιπόν, την άλλη μέρα στους γονείς του. Τους ζήτησε να προσευχηθούν για να πεθάνει κάποτε και αυτός, όπως όλοι οι άνθρωποι επάνω στη γη. Με κλάματα, με αναφιλητά, μείναν να προσεύχονται για πολύ ώρα μέσα στην ταπείνωση και στην αληθινή λύπη. Να αποκαλούν τυχερό παιδί, το παιδί τους που πέθανε και άτυχο το παιδί τους, που δεν θα πεθάνει ποτέ. Μετά από ώρες, ο Θεός έστειλε πάλι άγγελο Κυρίου που τους είπε:
«Ο Θεός σας λυπήθηκε, αφού αναγνωρίσατε ότι ο Θεός δεν παίρνει κάποιον από εκδίκηση αλλά από αγάπη. Αφού πιστέψατε ότι ο θάνατος έχει αξία για να εκτιμήσει ο άνθρωπος τη ζωή, τότε να ξέρετε ότι ο γιος σας θα κοιμηθεί και αυτός, όπως όλοι οι άνθρωποι επάνω στη γη. Στην ουράνια ζωή θα κριθείτε και αν τιμάτε Τον Ουράνιο Πατέρα μας, τότε και Εκείνος θα σας ανταμείψει και θα είστε όλοι μαζί. Αιώνια!»
Αυτά σαν άκουσαν, χάρηκαν τόσο πολύ που ο γιος τους θα είχε μια ολόκληρη ζωή μέχρι να περάσει στην άλλη όχθη και αυτός!
Μόνο χαρά και πίστη προκαλούν όλα τα έργα του Θεού, ακόμα και ο θάνατος. Γιατί η ζωή τόσα του χρωστάει. Μας κάνει καλό η ιδέα του θανάτου γιατί αν δεν υπήρχε ο θάνατος, δεν θα υπήρχε αγάπη, δεν θα υπήρχε φόβος Θεού, δεν θα υπήρχε τίποτα το καλό και το άγιο. Όλες οι καλές πράξεις που κάνουμε δεν είναι γιατί ζούμε αλλά γιατί θα πεθάνουμε. Αλλά όποιος πιστέψει, δεν θα πεθάνει. Θα ζει αιώνια δίπλα στον Θεό και τους αγίους, δίπλα στους αγγέλους. Τα πάντα εν σοφία εποίησε, ακόμα και το τέλος που είναι μια καινούργια αρχή. Μόνο που δεν είμαστε σε θέση να τη δούμε, όμως, αν τον εμπιστευτούμε, θα μας βοηθήσει και σε αυτό. Αν υπήρχε ποτέ ένας άνθρωπος που δεν θα πέθαινε, θα ήταν πολύ δυστυχισμένος. Είναι και ο θάνατος μέρος της ζωής. _
Μάνος Καραβασίλης Θεατρικός συγγραφέας 🌹
コメント