Θα 'ρθεις σπίτι για καφέ;
-Τί, να πιούμε, καφέ απ' το Café; ...
- Και από πού θες, να τον πιούμε δηλαδή;;
- Τί θέλω και πού θέλω;...Να, θέλω, έναν καφέ, όπως τον πίναμε παλιά, βρε αδερφέ!
Θυμάσαι;;; θυμάσαι που μερακλώναμε καφεδίζοντας;;
-Μα τώρα πια, έχουν αλλάξει τα πράγματα, βρε Σουλτάνα μου, κι εμείς ακολουθούμε τη νέα τάξη πραγμάτων...
-Κουραφέξαλα, κανείς δεν σε υποχρέωσε να την ακολουθήσεις, στον καφέ τουλάχιστον...!!
Και μη με κόβεις, άσε με, τώρα, να χαθώ στην αναπόληση της καφεδίστικης εποχής ...
Και που ξέρεις, αλήθεια...
για φαντάσου... όπως, τώρα, λένε την τάδε εποχή;
Ε, έτσι στο μέλλον μπορεί να λένε: την εποχή του μερακλίδικου καφέ!
-Α, πάει το 'χασες, ξαφνικά, μου φαίνεται!
Να ορίσουμε κι επέτειο!
-Αχ, πώς το νοσταλγώ.... αλήθεια!
Νά ξερες, πόσο έχω επιθυμήσει εκείνες τις στιγμές μας... εκείνο, το μερακλίδικο καφεδάκι φτιαγμένο απ' τα χεράκια σου, τα θαυματουργά, Μοσχούλα μου, όνομα και πράμα! ...
Θυμάμαι, τι ιεροτελεστία ήταν αυτή ! Θε μου, μεγαλοδύναμε!
-Έλα, τώρα, καημένη, να πάρω να τον παραγγείλουμε και άσε τις...
-Σου είπα, μην κόβεις τον ειρμό της θύμησής μου...
Άσεμε να γυρίσω το χρόνο πίσω και να αναλωθώ στις θύμησες εκείνων των ιερών στιγμών!.
-Άντε να δούμε μέχρι που θα φτάσεις!
-Αχ, Μοσχούλα μου, με τι ευλάβεια, θυμάμαι, έπιανες το καμινέτο,
που είχε πάντα μόνιμη θέση στο ράφι σου, σαν το πολυτιμότερο σκεύος, σαν Άγιο δισκοπότηρο... λες και θα ετοίμαζες Αγία Κοινωνία... Γύριζες το κουμπί του με καμπουρωμένο το δαχτυλάκι σου και μ' ένα σπίρτο απ' το κουτί που ήταν πάντα δίπλα του, επίσης, το άναβες! Το μπακιρένιο μπρίκι λαμποκοπούσε σαν ακριβό φίλντισι απ' έξω κι από μέσα το σεντεφένιο τοίχωμά ήταν έτοιμο να δεχθεί τη θεία δωρεά... Το γέμιζες νερό, ίσα για δυο φλιτζάνια, αυτά, τα χοντρά με το σήμα του παπαγάλου επάνω...
Τα 'χεις ή πήγανε υπέρ πίστεως και αυτά ;
- Καλά, τι ήθελες, να ζούνε ακόμαα;;;
-Εμ, βέβαια, τι κάθομαι και σε ρωτώ η καψερή!! Αχ, τέλος πάντων..
Περίμενες, που λες, λίγες στιγμές και πάντα από πάνω του... ίσα που να ζεσταθει, "μια ιχιά" έλεγες κι αμέσως ανοίγοντας το πορσελάνινο βάζο, το ερμητικά κλειστό, μην τυχόν και διέφευγε το άρωμα του φεσκοκομμένου καφέ, Λ****δη βέβαια... Α, όλα κι όλα, μόνο ο Λου**ης χωρούσε στο βάζο σου! Οτιδήποτε άλλο εθεωρείτο αλχημεία!!
Και βρέξει-χιονίσει, έτρεχες στην Ομόνοια μην τυχόν και σου λείψει!!
Δεν τον άλλαζες με τίποτα, και σαν μερακλού Σμυρνιά, έχωνες μέσα το μπακιρένιο μετράρι δυο φορές, δυο κουταλάκια, ακριβώς, δυο κουταλάκια ήταν, θυμάμαι, που το 'χαμε πετύχει σε μια βόλτα μας, στο Μοναστηράκι, σ' ένα παλιάτζιδικο... Δεν ξεχνώ τη χαρά που έκανες, σαν παιδί που πετυχαίνει γκολ στο φιλέ η ομάδα του!
-Ω, πού το θυμήθηκες τώρα.... πάαει αυτό!
-Το περίμενα!!
Και περίμενες, που λες, υπομονετικά, παρά την ανυπομονησία που σε διακρίνει, εκεί έδινες ρέστα υπομονής, ομολογώ, και πάντα απορούσα .... "Θέλει αργό ψήσιμο, για να γίνει μερακλίδικος με μπόλικο καϊμακι" μου τόνιζες τις λέξεις μια μια και πιπίλαγες το αφτί μου κάθε φορά, σαν να ταν η πρώτη φορά, και, μόλις άρχιζε να φουσκώνει και να αναρριχάται στα τοιχώματα, τον κατέβαζες αρχίζοντας νέα ιεροτελεστία... "Αργά κι από ψηλά στο φλιτζάνι να πέφτει για να κάνει φουσκάλες", έλεγες...."Αυτές είναι οι αγάπες μου για σένα! ", συμπλήρωνες με στόμφο! Κι αν, κι αν άμποτε σου χύνονταν μια στάλα; "γούρι, γούρι, λεφτά θα πάρεις!"
"Αυτός είναι καφές, γεμίζει άρωμα το σπίτι! " και ρουφούσες με ρέμβη το διάχυτο άρωμά του....
-Κι αυτά που αναπολείς, τώρα, Σουλτάνα μου, παινεμένη, πάνε κοντά είκοσι χρόνια, πεθαμένα πράματα... νιες ήμασταν και...
Αχ, γύρνα πίσω, σε παρακαλώ να παραγγείλουμε αυτόν τον έρμο τον καφέ που τον γυρεύει η γλώσσα μου σαν αντίδωρο και άσε τον παλιό... Ούτε μνημόσυνο να του 'κανες!
-Μα για σκέψου, εσύ, η μερακλού, να 'χεις απαρνηθεί ολότελα το μεράκι σου!
Για θυμήσου, ρουφηξιά και κουβεντούλα, κουβεντούλα και ρουφηξιά απολαμβάναμε στιγμές μυστηριακές μες την κουζίνα σου πλημμυρισμένη από το θεσπέσιο άρωμά του, μέχρι να μείνει το κατακάθι του. Όταν έκρινες ότι ήλθε η ώρα, τότε το σήκωνες με μια σοβαροφάνεια κι αφού το ανάδευες για λίγο, κυκλικά, το γύριζες ανάποδα με το στόμιο στο πιατάκι για να το διαβάσεις, παίζοντας την καφετζού απ' τ' Αϊβαλή...!
Μπορείς αυτό να το γυρίσεις πίσω τώρα;; Όχιιιι!!
Σε κατάπιε κι εσένα η νέα εποχή κι έκανες απόσυρση στο μπρίκι και στο καμινέτο, με παραγγελιές απ' το café της γειτονιάς σε χάρτινα και πλαστικά ποτήρια! Ακούς, εκεί, σε χάρτινα και πλαστικά!
Μα πώς να νιώσεις, τώρα, εκείνο το ηδονικό ζέσταμα των κυττάρων σου, σαν τη στιγμή εκείνη, που η χούφτα σου αγκάλιαζε το πορσελάνινο φλιτζάνι, το 'φερνες στην άκρη των χειλιών και πριν η γλώσσα γευθεί την περιούσια δωρεά , η προνομιακή όσφρηση, έπαιρνε πρώτη το μυστηριακό άρωμά του...
Τι απολαυστική μυσταγωγία των αισθήσεων... !
Τώρα;; τώρα:
-"Δυο καφέδες εσπρέσο, παρακαλώ, σκέτους, στη Μεταμορφώσεως 50."
Και πού; μέσα σε πλαστικό ποτήρι... ακούς, σε πλαστικό!!
Από πετρέλαιο κι ανακυκλώσιμο, αχώνευτο από γη κι από ιδέα... Χάθηκε η ατόφια ομορφιά της πορσελάνης, όντας σε φούρνο ψημένη, που δεν αλλοίωνε τη γνήσια γεύση του;...
Ε, όχι δεν θέλω πια, τέτοιο καφέ! Από σήμερα εμπάργκο στα café της γειτονιας! Να πιεις μόνη σου καφέ, απ' το café, αν θες!
Εγώ, πάντως, πάω στη θεία μου, τη Σάσα, που δεν ακολουθεί τη νέα τάξη πραγμάτων! Εε και αν θες, ακολούθα με, ν' απολαύσουμε καφέ της προκοπής!
-Ε, μα κι εσύ, ανεπρόκοπη Σουλτάνα μου, όνομα και πράμα, δεν έμαθες ποτέ σου να τον φτιάχνεις!!
Αμάν, πια, με σκότισες πρωί- πρωί!!!
Comments