«Ο Παντελής μεγάλωσε! Ένα κρεβάτι ακόμα!»
Γράφει η Ευαγγελία Αλιβιζάτου
Του Παντελή του άρεσε που ήταν πλέον ήρεμος κι ευτυχισμένος με τη μητέρα του και τον καθημερινό φίλο στο σπίτι τους, τον αγαπημένο του γιατρό.
Η μητέρα του, η Δέσποινα, έλαμπε ολόκληρη. Τελικά, εργαζόταν στο ιατρείο του κυρίου Αριστοτέλη, στη θέση της τηλεφωνήτριας, μα αποδείχθηκε χρήσιμη σε όλα.
Ο κύριος Αριστοτέλης την αποκαλούσε δεξί του χέρι κι ο Παντελής καμάρωνε, μα η αγωνία της Δέσποινας για το παιδί της ήταν μεγάλη. Αυξανόταν καθημερινά, παρόλο που το έκρυβε απ’ τον Παντελή για να μην τον αγχώσει.
Στο μεταξύ οι δύο μεγάλοι άνθρωποι είχαν αρχίσει να δένονται μεταξύ τους και ο γιατρός δεν έβγαζε απ’ το μυαλό του τη Δέσποινα.
Ήταν τίμια, σοβαρή απλή, νοικοκυρά και προπάντων καλή μητέρα ˙ και τι δεν θα έδινε για ν’ αποκτήσει οικογένεια μαζί της.
Κοκκίνιζε στη σκέψη.
Όχι, δεν ήθελε να το σκέφτεται. Πώς θα έπαιρνε ο μικρός αυτή τη ιδέα; Πώς θα έβλεπε το παιδί κάτι τέτοιο;
Θα τον αντιμετώπιζε διαφορετικά. Ίσως να έχανε τον θαυμασμό και τον σεβασμό του.
Μα ο Παντελής έκανε ακριβώς τις ίδιες σκέψεις.
Πώς θα έρθουν πιο κοντά η μαμά του και ο γιατρός;
Να ήταν ζευγάρι και όχι σαν γνωστοί και φίλοι.
Κάτι θα σκεφτόταν ώστε να βρει τον τρόπο να γίνουν μία όμορφη οικογένεια.
Το σχέδιο ήρθε γρήγορα στο μυαλό του.
Φυσικά ούτε που τον ένοιαζε το πόδι του πια.
Περίμενε να μπει στην εφηβεία, γύρω στα δώδεκα, δεκατρία, για να κάνει την επέμβαση, την προσθετική οστού στο μικρότερο πόδι, μα μέχρι τότε θα έκανε κάτι έξυπνο ώστε να γίνει αληθινός πατέρας ο κύριος Αριστοτέλης.
Δεν ήθελε να ξέρει τίποτα για τον βιολογικό πατέρα του ˙ ήταν η αιτία να δυστυχήσει η μανούλα του.
Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν όντως να ενώσει τους δύο και δεν άργησε η στιγμή να το πετύχει.
Κάποιο βράδυ Σαββάτου η μητέρα του ετοίμαζε το τραπέζι για το δείπνο, αρνάκι στην κατσαρόλα με μακαρόνια.
«Κύριε Άρη, θέλω να τα πούμε σοβαρά»
"Παιδί μου τι συμβαίνει;"
«Κύριε Άρη ορκίζεστε πως δεν θα πείτε λέξη στη μαμά μου, μη στεναχωρηθεί;»
«Παιδί μου δεν ορκιζόμαστε, αλλά υποσχόμαστε.
Στο υπόσχομαι λοιπόν»
«Τις τελευταίες ημέρες η μαμά είναι μελαγχολική και κοιτάζει τη μαμά σας στη φωτογραφία της και της μιλάει. Τις προάλλες την άκουσα που της έλεγε σιγανά: "Αγαπώ τον γιο σου, κυρία Άννα, αλλά είναι το μυστικό που θα πάρω μαζί μου, δεν θα το μάθει ποτέ κανείς". Κύριε Άρη, εσείς τι θα κάνετε γι’ αυτό; Θα την αφήσετε να σας αγαπάει;
Κι εσείς πάλι δεν έχετε γυναίκα, δεν θέλετε έναν γιο σαν εμένα στη ζωή σας ή μήπως όχι, επειδή είμαι κουτσός;»
Τα τεράστια μάτια του Παντελή τώρα έδειχναν προβληματισμένα στ’ αλήθεια.
Ο Αριστοτέλης ένιωσε τα μάτια του θολά απ’ το δάκρυ.
Η φωνή του ήταν σταθερή, μα τα χέρια του έτρεμαν σαν αγκάλιασε το παιδί.
«Για τέτοιον άνθρωπο με έχεις; Αυτός νομίζεις ότι είμαι εγώ; Θα μιλήσουμε σαν άντρες λοιπόν κι ας έφτασες έντεκα ετών.
Τη μητέρα σου την αγαπώ και της το κρύβω για να μην την προσβάλλω. Αγαπώ κι εσένα πιότερο από οτιδήποτε στον κόσμο.
Ο φόβος μου είναι ένας, αν η μητέρα σου με αρνηθεί και χαλάσουμε τον σεβασμό που τρέφουμε ένας για τον άλλον, θα σας χάσω, μα θα χάσω κι εσένα. Επίσης δεν ξέρω τι γίνεται με τον πατέρα σου, τον...», είπε διστακτικά.
Ο Παντελής αγρίεψε και σηκώθηκε όρθιος:
«Εγώ κύριε Άρη δεν έχω πατέρα, αυτό το γνωρίζετε! Όσα ψέματα και να έλεγε η μητέρα μου, δεν είμαι τόσο χαζός. Γι’ αυτό μην αργείτε, κάντε μας ευτυχισμένους και γίνετε και εσείς ένας αληθινός πατέρας!»
Στο τραπέζι ο Αριστοτέλης ένιωθε το μυαλό του μπερδεμένο. Πάλευε να δείξει άνεση και οι συζητήσεις αφορούσαν κάποιους ασθενείς και θέματα εργασίας, με τον Παντελή να τσιμπολογά αδιάφορα.
Οι μέρες περνούσαν και ο Αριστοτέλης δεν είχε περάσει απ’ το σπίτι. Ο Παντελής σκέφτηκε ότι τον απέφευγε.
Ετσι, είχε κακή διάθεση και καθόλου όρεξη για τίποτα, μέχρι που την Κυριακή πήρε τηλέφωνο ότι θα περνούσε από ‘κει να μιλήσουν.
Η Δέσποινα έτρεξε να χτενιστεί και να βάλει ένα σερβίτσιο ακόμα στο τραπέζι.
Δόξα τω θεώ, το φαγητό από τότε που μετακόμισαν δεν το στερήθηκαν ποτέ. Τα χρήματα που έπαιρνε ήταν αρκετά και ενοίκιο δεν πλήρωναν, χώρια που ο Αριστοτέλης έφερνε τακτικά ψώνια επειδή έτρωγε μαζί τους κάποιες φορές, όσο και να τον επίπληττε η ίδια. Το κουδούνι χτύπησε και ο Παντελής άνοιξε, ευγενικός. Ο γιατρός του έκλεισε το μάτι.
«Τι έγινε μεγάλε; Σα να ψήλωσες βλέπω!»
«Φταίει που έχετε μέρες να με δείτε», του απάντησε με νόημα ο Παντελής.
Ο Αριστοτέλης κάθισε στο τραπέζι και τότε με θάρρος μίλησε πρώτος. Από την τσέπη του βγήκε το δαχτυλίδι, κειμήλιο της μητέρας του, της κυρίας Άννας.
«Θα πω ξεκάθαρα αυτά που θέλω. Θέλω να σε παντρευτώ, να γίνω επίσημα ο πατέρας του Παντελή και ο νόμιμος σύζυγός σου. Υπόσχομαι να σας φροντίζω όσο ζω και αναπνέω».
Η Δέσποινα τα είχε χάσει με το δαχτυλίδι.
"Αριστοτέλη εγώ δεν μπορώ να σε παντρευτώ" ξέσπασε σε κλάματα η γυναίκα.
"Εντάξει θα δεχτώ την απόφαση σου με σεβασμό,όποια σκέψη και αν κάνεις, αλλά θα ήθελα να γνωρίζω το λόγο και σίγουρα όχι μπροστά στο Παντελή."
Η Δέσποινα έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι και σηκώθηκε από το τραπέζι,
Ο Αριστοτέλης την ακολούθησε στην κουζίνα όπου και κάθισε στη καρέκλα.
Ο μικρός ακολούθησε κρυφά θέλοντας να μάθει τι εμπόδιζε την μητέρα του από τον γάμο αυτό.
Στην κουζίνα η αμηχανία έκδηλη και η Δέσποινα σαν ρομπότ κόκκινη από ντροπή αλλά και φόβο άρχισε σιγά-σιγά να μιλά στον Άρη.
"Οταν γέννησα τον Παντελή ήμουν μόνη, ο πατέρας του με είχε ήδη εγκαταλείψει, στη γέννα υπήρξε επιπλοκή με την μαία αργότερα να με ενημερώνει ότι δεν θα μπορέσω να κάνω ξανά παιδί.Μα δεν με ένοιαζε γιατί δεν πίστεψα ποτέ ότι θα έφτιαχνα την ζωή μου εγώ το τίποτα!
Ποιος άντρας πιστεύεις ότι θα θελήσει να πάρει μια στέρφα γυναίκα χωρίς δικό του παιδί για διάδοχο;
Σου αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό γιατρέ μου!"
Του είπε με πίκρα "Για να μην αναφέρω ότι τυπικά είμαι ακόμα παντρεμένη με τον αχαΐρευτο διότι εξαφανίστηκε και δεν πήραμε ποτέ διαζύγιο,μόλις έμαθε ότι είμαι έγκυος μην τον είδατε!"
"Και πιστεύεις ότι είμαι τόσο παλιά άνθρωπος Δέσποινα που θα με νοιάζει να θα αφήσω το γενετικό μου υλικό πίσω μου;
Αγάπησα τον Παντελή και σένα από την πρώτη στιγμή δεν στο κρύβω και τι δεν θα έδινα να έχει το επίθετο μου το παιδί αυτό αξίζει για δέκα δικά μου."
Ο Παντελής δεν άντεξε και μπούκαρε στην κουζίνα "αυτός ο σιχαμένος που λες πως ήταν πατέρας μου έχει πεθάνει και να ήταν εγώ δεν τον θέλω ούτε τώρα ούτε ποτέ ούτε με νοιάζει που δεν θα έχω αδέρφια έχω εσάς" δάκρυα στόλισαν τα ρόδο κόκκινα μάγουλα του και τα τρομαγμένα ίσως και θυμωμένα μάτια του,ήταν σαν πίνακας ζωγραφικής.
"Παιδί μου μην έχεις θυμό"
" Η αλήθεια είναι μαμά ότι δεν θέλω ούτε πόδια ούτε τίποτα.
Επίθετο από τον πατέρα μου θέλω το επίθετο του κυρίου Άρη και από δω και στο εξής εγώ θέλω να λέγομαι Παντελής Στεργίου"
Έφυγε κατακόκκινος απο την κουζίνα βροντώντας την πόρτα.
Η Δέσποινα ζήτησε συγγνώμη έχοντάς τα χαμένα.
"Μην ζητάς συγνώμη Δέσποινα δέξου ότι η ζωή μας έφερε κοντά και θα γίνουμε ευτυχισμένοι με την ευλογία του Παντελή,σύντομα θα ταξιδέψουμε στο εξωτερικό για έλεγχο και να δούμε πότε θα χειρουργηθεί."
Η Δέσποινα τον αγκάλιασε για πρώτη φορά μετά από χρόνια.
"Αρη εγώ θέλω να συνεχίσω να δουλεύω δεν θέλω να γίνω η κυρία που πήρε ο γιατρός και όλοι να με λυπούνται ή να σχολιάζουν"
"Ποιοι είναι οι όλοι αγαπημένη μου; στην πόλη αυτή που βρίσκεσαι δεν είναι σαν το χωριό σε ποιον θα δώσουμε λογαριασμό το τι θα κάνουμε στη ζωή μας;
κανείς δεν θα τολμήσει όσο για τη δουλειά να κάνεις ό,τι θέλεις δεν θα σου απαγορεύσω τίποτα ποτέ,για ποιον με πέρασες; δεν είμαι σατράπης Δέσποινα."
Οι επόμενες μέρες είχαν γέλια χαρά ευτυχία με τον Παντελή να καμαρώνει σαν γύφτικο σκερπάνι.
Κόρδωνε στο σχολείο ότι είναι γιος του γιατρού Αριστοτέλη Στεργίου.
Ο γάμος έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο με τρείς συναδέλφους του Άρη ένας εκ των οποίων ήταν ο κουμπάρος του μαζί με την δασκάλα του Παντελή από το νηπιαγωγείο.
Τις βέρες κρατούσε ο Παντελής με καμάρι και έδωσε στον κύριο Σταύρο. Η τελετή συγκινητική στην εκκλησία της Παναγίας δίπλα στο Βοϊδομάτη,ένας όμορφος ναός χωμένος στο φαράγγι του Βίκου, περπατώντας πεζοί από το Βίκο έφτασαν στο ξωκλήσι.
Η Δέσποινα ντυμένη στο κρεμ νυφικό της ραμμένο στο χέρι από το ακριβότερο ατελιέ της πόλης, γεμάτο δανδέλες περίτεχνες και το απαλό λευκό ορχιδέας λουλούδι στα υπέροχα μεταξένια μαλλιά της, τίποτα δεν θύμιζε τη βασανισμένη γυναίκα,ήταν μία υπέροχη πλέον φινετσάτη κυρία.
Ο Παντελής ντυμένος με το γαλάζιο του πουκάμισο και τη γραβάτα του στο χρώμα του ουρανού, σοβαρός και συγκινημένος δεν άφηνε τον Αριστοτέλη από το χέρι.
Η αγωνία του να πάνε όλα καλά έσφιγγε και την καρδιά των νεόνυμφων.
Ο γαμπρός λαμπερός γοητευτικός με τους γκρι κροτάφους του φρεσκοκουρεμένος στο μπλε κουστούμι του έλαμπε από ευτυχία.
Η τελετή τελείωσε με το ζευγάρι και τον Παντελή να χαρίζουν απλόχερα χαμόγελα και μπομπονιέρες.
Το τραπέζι ολοκλήρωσε την υπέροχη μέρα με χορό και κρασί νόστιμους μεζέδες σε αρχοντικό λίγο έξω από την πόλη.
Στιγμές αμηχανίας την πρώτη νύχτα στο ίδιο σπίτι, η Δέσποινα δεν ήθελε να φύγουν από εκεί το σπίτι της συγχωρεμένης πεθεράς της ...και ο Άρης συμφώνησε, θα νοίκιαζε το μεγαλύτερο διαμέρισμα αφού πρώτα το έγραφε στο όνομα του Παντελή .
Στο μυαλό του είχε να αλλάξει και τη διαθήκη του και αυτο έπρεπε να γίνει άμεσα.
Να αφήσει τα περιουσιακά του στοιχεία πλέον στην οικογένειά του,και όχι σε κλινικές.
Θα τα έγραφε στον Παντελή και στη γυναίκα του.
Ο τραπεζικός του λογαριασμός θα είχε επιπλέον κι άλλο ένα όνομα συνδικαιούχο τη Δέσποινα.
Το πρωινό τους βρήκε αγκαλιασμένους και τον νεαρό να αγωνιά για την πρώτη μέρα του πατέρα του πλέον στο σπίτι.
Ο γιατρός άνοιξε τα μάτια και είδε την γυναίκα του να δακρύζει "καλημέρα αγάπη μου είμαι ευτυχισμένος"
Την φίλησε "καλημέρα καλέ μου και εγώ... σε ευχαριστώ για τις χαρές που ζω στο πλάι σου"
Αγκαλιασμένοι σφιχτά σηκώθηκαν.
Ο Παντελής ανακουφισμένος χαμογελούσε:
Μαμά μπαμπά,καλημέρα έχω έτοιμο πρωινό;
Το τραπέζι στρωμένο με φρέσκο χυμό φρυγανιές βούτυρο κέικ μαρμελάδες και τοστ, ένα λουλούδι στο βάζο δίπλα στο πιάτο της μητέρας του έφερε δάκρυα.
"Οι συγκινήσεις δεν τελειώνουν ποτέ λέω να βγούμε μετά για δουλειές δεν έχουμε ιατρείο είναι Δευτέρα κιόλας, θα πάμε για κάποιες υποθέσεις, όχι μη ρωτάτε τι απλά πάμε!"
Τακτοποίησαν λογαριασμούς, νομικά θέματα, ψώνια για το σπίτι,και το βράδυ γύρισαν κουρασμένοι.
Κάθε μέρα ήταν και ομορφότερη από την προηγούμενη με τον νεαρό αγόρι να μεγαλώνει γρήγορα.
Στο γυμνάσιο όμως άρχισαν τα προβλήματα που ο Παντελής δεν έλεγε ποτέ.
Το θέμα με το πόδι του ήταν εμφανή πλέον όσο το παιδί ψήλωνε.
Αφορμή ο συμμαθητής του που τον αποκάλεσε "κούτσαβλο"γιατί δεν έβαλε το πολυπόθητο καλάθι στο μπάσκετ.
Το γεγονός ότι ο Παντελής δεν έλεγε λέξη αλλά ο διευθυντής στο Γυμνάσιο έκρινε ως όφειλε να ενημερώσει τον γιατρό στο τηλέφωνο ήταν το κερασάκι στην τούρτα.
Ο γιατρός κάλεσε το συνάδελφό του στο νοσοκομείο της Ιταλίας όπου μαζί θα χειρουργούσαν τον Παντελή ζητώντας να επισπεύσει την διαδικασία και να εξεταστεί ο Παντελής.
Ο Στέφανος Ντρότι δέχτηκε γνωρίζοντας τα πάντα για την περιπέτεια στη ζωή των νεαρού. Η Δέσποινα δεν έκανε ερωτήσεις γνωρίζοντας ότι Αριστοτέλης έκανε και έπραττε πάντα με γνώμονα το καλό για το παιδί της.
Στις 20 Ιουνίου ο Παντελής και οι γονείς του ταξίδεψαν για την Ιταλία.
Η επέμβαση ήταν δύσκολη αλλά και ο φόβος του έφηβου,και ας μην το έδειχνε.
Οι εξετάσεις και όλα έδειχναν ότι το χειρουργείο μπορούσε να γίνει άμεσα έχοντας υπόψιν ότι το ύψος του ήταν ήδη 1.78 και με τη σωστή θεραπεία θα ψήλωνε κι άλλο.
Ο Παντελής παρίστανε τον άνετο αλλά μέσα του φοβόταν ότι αν δεν πετύχαινε η επέμβαση θα τον αποκαλούσαν "κούτσαβλο"όλη του τη ζωή.
Η Δέσποινα αγχωμένη αλλά και σίγουρη ότι ο άντρας της θα συνέχιζε να τους κάνει ευτυχισμένους προσπάθησε να κρύβει τις ανασφαλείες της.
Και η μέρα έφτασε το χειρουργείο ξεκίνησε με τον Παντελή να αρθρώνει μία φράση:
"Γονείς μου ότι και να γίνει εγώ θα σας αγαπώ"
Δάκρυσε η ομάδα των ειδικών και όσων βρισκόταν εκεί όλοι για τον Παντελή.
Οκτώ ώρες χειρουργείο με τη Δέσποινα να πνίγεται στο δάκρυ και το φόβο πλέον να ξεσπάει.
Όλο αυτό το διάστημα διασκέδαζε τις εντυπώσεις.
Μέρες μετά ο Παντελής άκουσε το ιατρικό ανακοινωθέν από το στόμα του πατέρα του.
Ο νεαρός άνδρας δεν θα ήταν πια κουτσός.
Η εγχείρηση πήγε υπέρ του δεόντως καλά και ο έφηβος ατένιζε το μέλλον με αισιοδοξία.
Οι εφημερίδες μιλούσαν για μία νέα μέθοδο στον τομέα της προσθετικής οστού με τον Παντελή τους γιατρούς και τη μητέρα του σε φωτογραφίες νίκης, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ελλάδα.
Η επιστροφή στην πατρίδα είχε ακόμα μία έκπληξη.
Αυτή που το δωμάτιο του νεαρού πλέον είχε το τεράστιο κρεβάτι με το ειδικό στρώμα για τον Παντελή!
Νέα διακόσμηση- η διακοσμήτρια είχε κάνει θαύματα όσο έλειπαν, με τη συμβουλές της Δέσποινας και του Αριστοτέλη.
Μόλις είδε το κρεβάτι ο νεαρός Παντελής έπεσε πάνω και ξέσπασε σε λυγμούς χαράς.
"Ένα κρεββάτι για τον Παντελή!!! "
Ούρλιαξε τρισευτιχισμένος!!!
Λίγο παρακάτω ένα τετράγωνο από το διαμέρισμα ο βιολογικός πατέρας του Παντελή έφτιαχνε τα λιγοστά και φτωχικά υπάρχοντα του στην φθηνή γκαρσονιέρα που μόλις είχε νοικιάσει.
Στον τοίχο κολλημένο ένα απόκομμα εφημερίδας με την Δέσποινα τον Άρη τον Παντελή και την ομάδα των ιατρών...το κεφάλι της Δέσποινας κυκλωμένο με μαύρο μαρκαδόρο και σήμα της φωτιάς...του Αριστοτέλη ένα ζωγραφισμένο σουγιά στο στήθος.
"Γύρισα" ψιθύρισε με απειλητικό ύφος
©Ευαγγελία Αλιβιζάτου
Πεζογράφος
Comments