Χρόνια ολόκληρα έστεκε αγέρωχο, ακίνητο, με τις ρίζες του βαθιά καρφωμένες στα έγκατα της γης. Γύρω του δέσποζε το ίδιο, απαράλλαχτο τοπίο. Βραχώδη βουνά με τούφες πράσινου που ακολουθούσαν τον δικό τους ατέρμονο κύκλο ζωής. Δέντρα μόνα σαν κι εκείνο˙ κι όλα μαζί ένα δάσος˙ ένα δάσος μοναχικό στο πουθενά του χάρτη. Τα σύννεφα, αποδημητικά πουλιά, έρχονταν… έφευγαν… ανάλογα με το κέφι τ’ ουρανού. Του άρεσαν τα σύννεφα κι ας έφερναν καταιγίδες. Μόνο εκείνα του έδιναν νερό να πιει, να ξεδιψάσει κι άλλαζαν λίγο τη μονοτονία της καθημερινότητάς του.
Έτσι κυλούσαν τα χρόνια. Διάβαιναν ήσυχα… καρτερικά… ατελείωτα. Η όψη του, βρισκόταν πάντα στραμμένη σ’ εκείνη την πλευρά του πύργου που ο ήλιος σπάνια καλημέριζε. Όταν στις ασυννέφιαστες ημέρες, αναδυόταν αργοπορημένος πίσω απ’ τα ψηλά βουνά, χάριζε με φειδώ λίγη από τη ζεστασιά του στις μυτερές σκεπές του πέτρινου κτίσματος. Το φως δεν έκανε το γκρίζο χρώμα του πιο φωτεινό κάθε άλλο, η σκιά αγρίευε τα παραθύρια και τη μικρή πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό του απ’ τη μια και στον γκρεμό από την άλλη. Φυτρωμένο στην κόψη ενός ψηλού λόφου, ξεχώριζε εγωιστικά παρόλο που η απόστασή του απ’ το δέντρο, το έκανε να μοιάζει σαν σπιρτόκουτο. Ένα στολίδι στην άγρια φύση, το μόνο σημείο που μαρτυρούσε πως κάποτε εκεί έζησαν άνθρωποι.
Με το ξημέρωμα, ένα κοινότοπο πρωινό ανέτειλε μαζί με τον άφαντο ακόμα ήλιο. Ότι είχε φτάσει η άνοιξη, το κρύο είχε γλυκάνει όμως με πείσμα δεν παρέδιδε τα ηνία στην καλοκαιρία. Ο αέρας ανέμιζε τους πράσινους κλώνους του δέντρου ανεπαίσθητα, ίσα για να του προκαλέσει την ελπίδα πως ίσως ερχόταν πάλι τα σύννεφα∙ να το κεράσουν λίγη απ’ τη βροχή τους. Άλλη μια πανομοιότυπη ημέρα θα βάδιζε αργά στο χρόνο. Θα περνούσε, θα έφευγε κι αυτή όπως οι άλλες. Ο πύργος όμως… φαινόταν αλλιώτικος εκείνη την ημέρα. Το γέρικο δέντρο έστρεψε τις αισθήσεις του κατά κει. Κάτι συνέβαινε… κάτι σάλευε. Καιρό είχε να νιώσει την ταραχή του διαφορετικού. Το βλέμμα του, που αγκάλιαζε όλο τον περίγυρο, πλανήθηκε ολούθε, αναζητούσε… Όταν… είδε τρία μικρά χελιδόνια. Φτερούγιζαν ζωηρά, παιχνιδιάρικα. Τα τιτιβίσματα τους αντήχησαν στο βουνό σαν παιδιά που ξεχύνονται στις γειτονιές για παιχνίδι.
«Μήπως έφτιαξαν τη φωλιά τους εκεί χωρίς να το πάρω είδηση;» αναρωτήθηκε.
«Αδύνατον» μουρμούρισε.
Πάνε χρόνια που είχε να δει χελιδόνια. Ξάφνου ένα κορίτσι πετάχτηκε από την μικρή πόρτα του πύργου. Το γαλαζοπράσινο φόρεμα της χόρευε ρυθμικά στο χορό του απαλού ανέμου. Άπλωσε το χέρι της να φτάσει το χελιδόνι που πετάριζε κοντύτερα στην αβέβαιη αυλή του πύργου.
«Πρόσεχε θα πέσεις» φώναξε το δέντρο με όλη του την δύναμη, όμως μόνο ένα θρόισμα ταρακούνησε τα καταπράσινα φύλλα του.
Όχι, δεν κατοικούσε εκεί. Το δέντρο δεν την είχε ξαναδεί κι ας του φαινόταν τόσο οικεία η μορφή της. Αχνά θυμόταν ότι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πετάξουν, εκτός κι αν μετά από τόσα χρόνια άλλαξαν τόσο πολύ τα πράγματα στις ζωές τους.
Τέλος
Comments