top of page

Ο Σταθμός της Λήθης

Ο Σταθμός της Λήθης


Η Άννα στάθηκε μπροστά στον παλιό, ερειπωμένο σταθμό. Το φως του ήλιου, που έσβηνε στον ορίζοντα, έκανε το μέρος να μοιάζει ακόμα πιο απόκοσμο. Οι ράγες, σκουριασμένες και πνιγμένες από αγριόχορτα, χάνονταν στο άγνωστο. Είναι εδώ για έναν λόγο. Η βαλίτσα, παρατημένη στο κατώφλι, έμοιαζε σαν να την περίμενε.


Με χέρια που έτρεμαν, την άνοιξε. Μια στοίβα από κιτρινισμένα γράμματα, φωτογραφίες και ένα μικρό, δερματόδετο σημειωματάριο βρίσκονταν μέσα. Το όνομα "Νικόλαος Ε. Αλεξίου" ήταν γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα στο εξώφυλλο. Άρχισε να διαβάζει:


"Η αλήθεια είναι γραμμένη στις ράγες. Εκεί όπου οι ζωές χωρίστηκαν, όπου οι επιλογές έγιναν θυσίες."


Πριν προλάβει να διαβάσει παρακάτω, ένας βαρύς, υπόκωφος ήχος έσπασε τη σιωπή. Ένας ήχος που δεν έπρεπε να υπάρχει τρένο. Ένα φως εμφανίστηκε στο βάθος, μεγαλώνοντας γρήγορα. Ένα παλιό τρένο, καλυμμένο με τη σκόνη του χρόνου, σταμάτησε μπροστά της.

Η πόρτα άνοιξε, και ένας άντρας με σκούρο παλτό κατέβηκε. Το πρόσωπό του ήταν αχνό, σαν να μην ανήκε εξ ολοκλήρου στον κόσμο των ζωντανών.


"Ήρθε η ώρα να μάθεις", της είπε.


Η Άννα δίστασε, αλλά μια ανεξήγητη δύναμη την έκανε να τον ακολουθήσει. Μόλις ανέβηκε, το τρένο άρχισε να κινείται. Το τοπίο έξω από τα παράθυρα άλλαζε, από το δάσος πέρασαν σε ένα σκηνικό γεμάτο ζωή. Ένας σταθμός, γεμάτος ανθρώπους με ρούχα εποχής, φωνές και βαλίτσες. Το ρολόι στον τοίχο έγραφε: 15 Νοεμβρίου 1944 .


Ο άντρας την οδήγησε σιωπηλά μέσα στο πλήθος. Στη γωνία, ένας νεαρός άντρας στεκόταν κρατώντας τη βαλίτσα. Ο Νικόλαος, ο άνθρωπος που είχε γράψει το σημειωματάριο.


"Είναι ο προ-παππούς μου;" ψιθύρισε η Άννα, νιώθοντας το αίμα της να παγώνει.


"Είναι κάτι περισσότερο από αυτό", απάντησε ο άντρας.


Η Άννα τον είδε να παραδίδει τη βαλίτσα σε έναν ξένο. Το πρόσωπο του πρόδιδε δισταγμό, αλλά η κίνηση του ήταν αποφασιστική.


"Τι υπάρχει μέσα;" ρώτησε.


"Η μοίρα πολλών", είπε ο συνοδός της. "Ο Νικόλαος επέλεξε να ρισκάρει τα πάντα, παραδίδοντας μυστικά που δεν έπρεπε να φτάσουν σε λάθος χέρια.

Αλλά η πρόθεσή του ήταν ευγενής πίστευε πως έτσι θα έσωζε όσους αγαπούσε."


Η Άννα κοίταξε τον Νικόλαο, και εκείνος γύρισε απότομα.

Το βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό της. Σαν να την αναγνώριζε.


"Με βλέπει;" ρώτησε έντρομη.


Ο άντρας δίπλα της χαμογέλασε αμυδρά. "Δεν είσαι μόνο παρατηρητής εδώ, Άννα. Είσαι το κλειδί. Ό,τι συνέβη τότε, επηρεάζει το τώρα. Και τώρα πρέπει να πάρεις μια απόφαση: Θα αφήσεις την ιστορία να τελειώσει ή θα την συνεχίσεις;"


Το τρένο σφύριξε ξανά, και ο κόσμος γύρω της άρχισε να διαλύεται. Ο Νικόλαος την κοιτούσε ακόμη, αλλά το πρόσωπό του γινόταν όλο και πιο θολό. Η Άννα ένιωσε να παρασύρεται πίσω στο ερειπωμένο κτίριο, με τη βαλίτσα ακόμα στα χέρια της.


Ήξερε πως τίποτα δεν θα ήταν ίδιο από εδώ και πέρα.


Η Άννα γύρισε το κεφάλι της προς τις ράγες. Το τρένο είχε εξαφανιστεί, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Η βαλίτσα στα χέρια της έμοιαζε βαρύτερη από πριν, σαν να έκρυβε μέσα της το βάρος μιας εποχής. Άρχισε να ψάχνει ξανά τα περιεχόμενα της.


Μια φωτογραφία έπεσε από τα γράμματα.

Απεικόνιζε τον Νικόλαο να στέκεται δίπλα σε μια γυναίκα που της έμοιαζε εκπληκτικά.

Η Άννα ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. "Ποιά είναι αυτή;" ψιθύρισε, σχεδόν φοβισμένη να ακούσει την απάντηση.


Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας υπήρχε μια ημερομηνία: 14 Νοεμβρίου 1944 .

Ήταν η μέρα πριν από την ημερομηνία που είδε στο ρολόι του σταθμού.

Ένα όνομα ήταν γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα: "Ελένη."


Καθώς προσπαθούσε να συνδέσει τα κομμάτια, το σημειωματάριο γλίστρησε από τα χέρια της και άνοιξε σε μια συγκεκριμένη σελίδα. Τα γράμματα έμοιαζαν να έχουν γραφτεί βιαστικά, αλλά το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο:


"Αν βρεις αυτή τη βαλίτσα, σημαίνει πως η αποστολή μου απέτυχε.

Μην αφήσεις την Ελένη να χαθεί. Οι επιλογές μου ίσως να την καταδίκασαν.

Στις ράγες θα βρεις την αλήθεια, αλλά πρόσεχε. Μερικές αλήθειες είναι πιο επικίνδυνες από το ψέμα."


Η Άννα ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Είναι δυνατόν η Ελένη να ήταν η προγιαγιά της; Είναι δυνατόν η ιστορία της οικογένειας της να έχει χαθεί μέσα στη σιωπή αυτού του σταθμού;


Το βλέμμα της έπεσε στις ράγες. Αποφασισμένη να μάθει την αλήθεια, ακολούθησε το μονοπάτι τους μέσα στο δάσος. Ο ήλιος είχε πια δύσει, και η νύχτα είχε τυλίξει τα πάντα. Κάθε της βήμα ήταν βαρύ, αλλά η καρδιά της την τραβούσε προς τα εμπρός.


Λίγο πιο πέρα, η Άννα βρήκε ένα μικρό ξύλινο κουτί θαμμένο στις ράγες, μισό καλυμμένο από φύλλα. Το άνοιξε με δυσκολία.

Μέσα του υπήρχε ένα γράμμα, σφραγισμένο με κερί.

Το άνοιξε και άρχισε να διαβάζει:


"Αγαπημένη μου Ελένη,

Αν διαβάζεις αυτό το γράμμα, τότε σημαίνει πως δεν πρόλαβα να σε σώσω.

Η απόφασή μου να εμπιστευτώ τους λάθος ανθρώπους μπορεί να μας κόστισε τα πάντα.

Αλλά ποτέ μην ξεχάσεις πως ό,τι έκανα, το έκανα για να προστατεύσω εσένα και το παιδί μας.

Νικόλαος."


Η Άννα ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της.

Ο Νικόλαος δεν ήταν απλώς ένας τυχαίος άνθρωπος. Ήταν πρόγονος της που είχε θυσιάσει τα πάντα για να σωθεί η οικογένεια.


Πριν προλάβει να επεξεργαστεί τη σκέψη της, ένας ψίθυρος αντήχησε μέσα στο δάσος.


"Η ιστορία δεν τελείωσε ακόμα..."


Η Άννα γύρισε, αλλά δεν είδε κανέναν.

Το γράμμα στο χέρι της έμοιαζε να ζεσταίνεται, σαν να ήθελε να της υποδείξει κάτι.

Κοίταξε τις ράγες που χάνονταν στο σκοτάδι και κατάλαβε πως υπήρχε μόνο ένας δρόμος να ακολουθήσει μέχρι το τέλος.


Η Άννα ακολούθησε τις ράγες μέχρι που έφτασε σε έναν δεύτερο σταθμό, βαθιά χωμένο μέσα στο δάσος.

Ήταν κι αυτός ερειπωμένος, αλλά κάτι στη μορφή του έμοιαζε πιο οικείο.

Πάνω από την είσοδο υπήρχε μια παλιά πινακίδα: Σταθμός Ελπίδα .


Μπαίνοντας μέσα, ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί της.

Στον τοίχο υπήρχε ένα ξύλινο πλαίσιο με μια φωτογραφία.

Η ίδια η φωτογραφία που είχε βρει στη βαλίτσα, αλλά εδώ υπήρχε κάτι παραπάνω: ένα κείμενο χαραγμένο σε χρυσή πλάκα.


"Στη μνήμη του Νικολάου και της Ελένης, που έδωσαν τη ζωή τους για το μέλλον του παιδιού τους.

Ο σταθμός αυτός είναι αφιερωμένος στην αγάπη τους, που δεν έσβησε ποτέ."


Η Άννα ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα.

Κατάλαβε πως ο Νικόλαος είχε θυσιάσει τον εαυτό του για να σώσει την οικογένειά του κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Είχε χρησιμοποιήσει τον σταθμό ως καταφύγιο για την Ελένη και το παιδί τους, αλλά ο ίδιος δεν κατάφερε να επιβιώσει.


Πίσω από την πλάκα, βρήκε έναν φάκελο που έμοιαζε να την περίμενε.

Το άνοιξε με δισταγμό.

Μέσα, υπήρχε ένα γράμμα γραμμένο από την "Ελένη"


"Αν αυτό το γράμμα φτάσει στα χέρια σου, σημαίνει πως η θυσία του Νικόλαου δεν πήγε χαμένη.

Ζήσε τη ζωή σου γεμάτη αγάπη και ελπίδα, όπως έκανε εκείνος για εμάς.

Μην αφήσεις το παρελθόν να σε δεσμεύσει.

Το μέλλον σου ανήκει."


Η Άννα κράτησε το γράμμα σφιχτά στο στήθος της. Ένιωσε ένα κύμα γαλήνης να την πλημμυρίζει. Είχε πλέον όλες τις απαντήσεις. Οι θυσίες του Νικολάου και της Ελένης δεν ήταν μάταιες. Η ιστορία τους δεν ήταν απλώς μια ιστορία θλίψης, αλλά ένας ύμνος στην αγάπη και τη δύναμη της οικογένειας.


Γυρνώντας πίσω στις ράγες, η Άννα κοίταξε για τελευταία φορά τον σταθμό. Ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει, κάνοντας τα πάντα με ένα ζεστό, χρυσό φως.

Οι ψυχές είχαν όλες ταξιδέψει προς το φως ..

Τώρα πλέον ήξερε τι έπρεπε να κάνει...


Θα έγραφε την ιστορία τους, ώστε να μην ξεχαστούν ποτέ!!

Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει...⚘️


Comments


bottom of page