top of page

Παντοτινά δικός σου

Την είδε να περπατάει στο μονοπάτι. Ανέβαινε με τα πόδια.

Βλέποντας την από πίσω ήξερε πως είναι αυτή.

Η καρδιά του την μαρτύρησε, χτυπούσε άτακτα και ήταν ανίκανος να της αντισταθεί.

Προσπάθησε να σταματήσει τα πόδια του να τρέμουν για να μπορέσει να συνεχίσει να οδηγεί την μηχανή.

Σταμάτησε δίπλα της. Μόλις τον ένιωσε δίπλα της ανάσανε ξανά. Έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε όσο πιο σφιχτά μπορούσε.

Πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και το έφερε στο δικό του για να την βλέπει κατάματα.

Είδε τα κόκκινα από το κλάμα μάτια της και πόνεσε η ψυχή του.

Ήξερε ότι θα σκότωνε όποιον την πείραζε αλλά δεν πίστευε ότι θα πονούσε τόσο βλέποντάς την να υποφέρει. Σκουπίζοντας τα δάκρυά της την ρώτησε:

Τι έγινε μάτια μου; Θες να πάμε κάπου να μιλήσουμε;

Χωρίς να του απαντήσει του έγνεψε με το κεφάλι της.

Της φόρεσε το κράνος που της είχε αγοράσει και το είχε πάντα μαζί του σε περίπτωση που τον χρειαζόταν κι έπρεπε να πάει κοντά της.

Έδεσε το λουράκι κάτω από το πιγούνι της και την κράτησε στην αγκαλιά του για λίγο.

Ανέβηκαν μαζί στην μηχανή και ξεκίνησαν.

Ήξερε ότι ένας περίπατος με την μηχανή θα τους βοηθούσε γιατί θα είχαν μεγάλη συζήτηση Συζήτηση που θα έκρινε το μέλλον τους.

Τον έσφιγγε πάνω της καθώς η μηχανή ανέπτυσσε ταχύτητα, ένιωθε ασφάλεια όταν ακουμπούσε το κορμί της στο δικό του.

Άφησε τους λυγμούς της να βγουν απ’ τα σωθικά της δυνατά.

Θα τον πονούσε αλλά δεν είχε άλλη επιλογή.

Έπρεπε να πάρει την απόφαση να προχωρήσει.

Δεν μπορούσε να μείνει άλλο έτσι. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Πλησίασαν το βουνό και ανέβηκαν αργά αργά πάνω.

Μόλις σταμάτησαν της έβγαλε το κράνος και την φίλησε παθιασμένα, όπως ποθούσε από την ώρα που ξεκίνησαν. Αφού τους παρέσυρε το μεθυστικό φιλί την κοίταξε στα μάτια έχοντας το πρόσωπό της στα χέρια του.

Μίλησε μου τώρα, δεν αντέχω να σε βλέπω να κλαις.

Πρέπει να χωρίσουμε, του είπε όσο πιο ψυχρά μπορούσε.

Τον τσάκισε, ένιωσε την καρδιά του να σπάει σε τόσα κομμάτια.

Τόσο πόνο δεν ένιωσε ποτέ ξανά. Δεν ρώτησε γιατί.

Το θεώρησε περιττό.

Της φόρεσε το κράνος προσεκτικά και ανέβηκαν στην μηχανή.

Οδήγησε προσεκτικά μέχρι το σπίτι της.

Την άφησε ακριβώς έξω κι έφυγε, αφήνοντας την μισή του καρδιά στο κατώφλι της.

Πέρασαν μήνες χωρίς νέα της.

Δεν την αναζήτησε ποτέ.

Ήξερε ότι αν την αναζητούσε θα χειροτέρευε ο πόνος.

Δεν ήθελε να μαθαίνει για εκείνη τίποτα.

Ξεκίνησε να δουλεύει περισσότερο και στον ελεύθερο του χρόνο σπάνια να βγαίνει με φίλους.

Είχε συνδεθεί με την μηχανή περισσότερο παρά με άνθρωπο το τελευταίο διάστημα. Σκότωνε τον πόνο του σε μεγάλους περιπάτους απολαμβάνοντας την φύση.

Αυτή έλιωνε μέρα με τη μέρα. Απογοητεύτηκε που δεν την ρώτησε το γιατί. Ίσως να ήταν καλύτερα όμως, έτσι κι αλλιώς δεν είχε σκοπό να του αποκαλύψει τίποτε παραπάνω για την ασθένειά της. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα τον άφηνε να προχωρήσει και να ξαναφτιάξει την ζωή του.

Δεν ήθελε να μείνει πίσω αυτός την στιγμή που η ίδια δεν ήταν σίγουρη ότι θα καταφέρει να περάσει στην απέναντι όχθη χωρίς απώλειες, γνωρίζοντας ότι δεν θα ήταν ποτέ η ίδια μετά από όλο αυτό.

Ξεκίνησε τις θεραπείες την επόμενη μέρα που του είπε να χωρίσουν.

Σε ένα δωμάτιο για ένα μήνα χωρίς να μπορεί να πάει πουθενά. Χρειαζόταν απόλυτη προσοχή από τους γύρω της, ένα μικρόβιο μπορούσε να ανατρέψει την κατάσταση με ακόμα χειρότερη κατάληξη. Θα το πάλευε όμως, δεν θα παρέδιδε τα όπλα έτσι.

Προσπαθούσε να μην τον σκέφτεται αλλά δεν μπορούσε, ήταν η πηγή δύναμής της, τις δύσκολες μέρες που την πονούσε το κορμί της από τα φάρμακα.

Έλπιζε ότι θα βρει τον καινούριο του έρωτα και θα τον λάτρευε όπως αυτή τον λάτρεψε. Προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της μονάχη της. Η λευχαιμία την έριχνε μέρα με την μέρα. Ήξερε ότι οι θεραπείες δεν θα είχαν απόλυτη επιτυχία λόγω του ότι άργησε να γίνει η διάγνωση. Υπήρχαν μέρες που ο θάνατος ψιθύριζε στο αυτί της σαν να την εκλιπαρούσε να παραδώσει τα όπλα και να φύγει. Δεν ήθελε να σκοτώσει όμως την τελευταία ελπίδα μέσα της.

Πίστευε ότι θα τα κατάφερνε ακόμα και την τελευταία στιγμή.

Το τελευταίο διάστημα δεν ένιωθε καλά, είχε σημάδια αδυναμίας και το πρωινό ξύπνημα γινόταν όλο και δυσκολότερο. Δεν ήξερε γιατί ήταν έτσι, οι αναλύσεις του δεν έδειξαν κάτι ανησυχητικό.

Οι μέρες του γίνονταν όλο και χειρότερες και δεν ήξερε τι του συνέβαινε. Θα τηλεφωνούσε στον γιατρό του ξανά. Ίσως έπρεπε να κάνει κι άλλες εξετάσεις.

Αφού μίλησε με τον γιατρό του καβάλησε την μηχανή του, θα πήγαινε μια βόλτα να ξεκαθαρίσει το μυαλό του.

Γύρω στις πέντε μπήκε μέσα στην κλινική, περπατώντας έβγαλε το κράνος του και προσπάθησε να βγάλει το ειδικό σακάκι μοτοσυκλέτας του.

Τότε την είδε. Βασικά δεν ήταν σίγουρος. Το μυαλό του δεν μπορούσε να το αντιληφθεί.

Δεν ήταν ακριβώς εκείνη, ήταν σκιά του εαυτού της.

Θα τρελαινόταν, παρέλυσαν τα πάντα. Ήξερε ότι κάποιος του έκανε πλάκα. Δεν γινόταν αυτό. Αποκλείεται, τόσο καιρό είχε να την δει, σίγουρα έφυγε από την πόλη. ‘Έμεινε να την κοιτάζει όταν ξάφνου ακολούθησε την πτώση της με το βλέμμα του. Έτρεξε τόσο γρήγορα, με όλη την δύναμη της ψυχής του και την πρόλαβε. Πριν ακουμπήσει το κεφάλι της στο πάτωμα, πριν γκρεμιστεί και η τελευταία ελπίδα που του απέμεινε.

Άγγιξε το πρόσωπό της, είδε το κεφάλι της χωρίς τα μακριά της μαλλιά, το κορμί της σημαδεμένο από τις θεραπείες. Δεν πίστευε στα μάτια του, δεν αναγνώριζε την αγάπη του.

Αναγνώριζε τα αισθήματά του όμως και είχε πάρει τις αποφάσεις του.

Από την μέρα που την είδε στο νοσοκομείο καταβεβλημένη, έμεινε δίπλα της.

Είχαν να πουν πολλά. Δεν ρώτησε γιατί δεν του είπε για την ασθένειά της. Ήξερε πολύ καλά τον λόγο κι αναγνώριζε τα συναισθήματά της. Ήθελε να απολαύσει τις στιγμές τους, ήξερε ότι το τέλος τους ίσως ήταν κοντά όπως ήξερε ότι θα έπαιζε και την ζωή του κορώνα γράμματα για να «αγοράσει» λίγες ακόμα στιγμές μαζί της.

Τα βράδια ξάπλωνε δίπλα της, την αγκάλιαζε, την χάιδευε την φιλούσε, ακόμα και όταν δεν είχε άλλες δυνάμεις να το παλέψει αυτός ήταν εκεί, «άγρυπνος φρουρός» για την αγάπη του. Εκείνη δεν πίστευε ότι τον είχε κοντά της, μετά που τον άφησε δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα έπαιρναν τέτοια τροπή τα γεγονότα.

Οι μέρες περνούσαν, δότη για μυελό των οστών δεν έβρισκαν. Ήξερε ότι το τέλος πλησίαζε. Την τελευταία βδομάδα ήταν πιο μόνη από ποτέ.

Η αγάπη της την είχε ενημερώσει ότι θα έλειπε για δυο βδομάδες περίπου, είχε κάποιες δουλειές στο εξωτερικό που έπρεπε να ολοκληρώσει. Δουλειές που δεν μπορούσαν να περιμένουν. Της άφησε μονάχα ένα γράμμα με ρητή εντολή να το ανοίξει την τελευταία μέρα πριν επιστρέψει στην Ελλάδα. Ανυπομονούσε να δει τι ήταν αυτό που της έκρυβε, έτσι κι αλλιώς όλο εκπλήξεις ήταν.


"Ζωή μου, μάτια μου ατέλειωτα, έρωτά μου,

Θα αναρωτιέσαι τι κρύβει το γράμμα εδώ και μέρες. Λυπάμαι που δεν μπορώ να είμαι εκεί να σε βλέπω να το ανοίγεις αλλά βλέπεις δεν μπορούσα να μην σου χαρίσω το πολυτιμότερο αγαθό, την υγεία. Δεν κατάφερα να είμαι μαζί σου, ο γιατρός με ενημέρωσε ότι τα ποσοστά επιτυχίας ήταν ελάχιστα, πήρα το ρίσκο όμως γιατί ήξερα πως ζωή χωρίς εσένα δεν θα υπήρχε, κι αν υπήρχε δεν θα είχε νόημα. Σου χάρισα την καρδιά μου πριν κάποια χρόνια, τώρα σου χαρίζω και την ζωή μου.

Ζήσε την όπως θες, μονάχα μην σταματήσεις να είσαι ευτυχισμένη. Μόνο έτσι θα μπορέσω να είμαι κι εγώ ευτυχισμένος εκεί που πηγαίνω. Κι όταν νιώθεις μόνη να κλείνεις τα μάτια και να με σκέφτεσαι, θα είμαι πάντα εδώ, δίπλα σου, μέσα σου, θα ζω μέσα από σένα.

Τόσο πολύ σ’ αγάπησα, κι ακόμα και τώρα που φεύγω δεν θα πάψω να σε αγαπώ.

Παντοτινά δικός σου"

Comments


bottom of page