top of page

Παρουσία το λένε

Οι απουσίες σημαδεύουν

τη ζωή μας σαν βολή, που ξέφυγε από σφεντόνα.

Σημαδεύουν και πληγώνουν, σημαδεύουν και ματώνουν και μένει νωπή και ανεπούλωτη η πληγή και αιμορραγεί και στάζει πόνο.

Απόντες αγαπημένοι, φίλοι, γονείς, γείτονες, που έφυγαν για κόσμο μακρινό και γίναν αστέρια.

Απουσίες οριστικές και αμετάκλητες, που σου είναι ανήμπορο να τις αποδεχτείς και οδυνηρό να το συνηθίσεις.

Το παρουσιολόγιο της καθημερινότητας γράφει ΑΠΩΝ και εσύ τοποθετείς στο κάδρο της απουσίας, φωτό και όνομα, και προσδιορίζεις το κενό, όταν αποξεχνιέται η ψυχή σου τις νύχτες.

Απών, η θέση τους μονίμως άδεια, η κάμαρή τους σκοτεινή και σιωπηλή και μόνο κάτι σκόρπιες φωτό και αποξεχασμένα αντικείμενα δικά τους, τους θυμίζουν...

Φωτό χαμογέλαστές και ανύποπτες, μοιάζει φενάκη η χαρά τους, δεν σε υποψιάζουν για τα ζόρικα τη ζωής, ούτε και για το θάνατο που καραδοκεί και σε βάζει στόχο...

Απομεινάρια παρουσίας, παντού.

Εκεί στη σάλα, στην άκρη του καλού τραπεζιού, αποξεχασμένη η πίπα του πατέρα μασουλάει τη μοναξιά και την πίκρα της.

Ακόμη αιωρείται στο χώρο ο καπνός και ο ίσκιος του, η φιγούρα του και το χαμόγελό του.

Αεικίνητος και της κουβέντας, πάντα ρωτούσε, άκουγε και εξιστορούσε...

Εξιστορούσε όμορφα ζωντανά παραστατικά, με εικόνες.

Σχεδόν εμπεδώσαμε λέξη προς λέξη, όλο το τρίχρονο στρατιωτικό του στις διαβιβάσεις, όλα τα ονόματα από αξιωματικούς και λοχίες αλλά και φαντάρους της σειράς, σε πλήρη καταγραφή, με το ονοματεπώνυμο, το χωριό και τον καημό του...

καθενός.

Στις αφηγήσεις του, οι μαύρες σελίδες του εμφυλίου σκούραιναν και σκοτείνιαζαν πιο πολύ, και έμενε να αιωρείται στην ατμόσφαιρα ένα τεράστιο γιατί και μία αμηχανία...

Ποιον να πρωτολυπηθείς και ποιον να πρωτοκλάψεις, όλοι θύματα μιας αδιανόητης τραγωδίας, με λερωμένο ποινικό μητρώο ...

Πολλές φορές με έφερνε και σε δύσκολη θέση, αράδιαζε λίμνες, ποταμούς, βουνά και υψόμετρα, και, εντελώς αγεωγράφητη εγώ, πάλευα να του ξεφύγω...

Τριχωνίς, Λυσιμαχία, Οζερός και Αμβρακία, εντάξει πατέρα, το εμπέδωσα, μόλις βρεθώ στο δρόμο τους θα τις καλημερίσω τις λίμνες μας με το όνομά τους.

Στην άλλη γωνιά του σπιτιού, στο μικρό κουζινάκι, μαγεριό το λέγαμε, καρφωμένη σχεδόν σαν κάδρο στο χρόνο, η φιγούρα της μάνας, πάντα αεικίνητη και βιαστική και μονίμως απασχολημένη...

Ταγμένη στην κυριολεξία να συντηρεί, να επιτηρεί, και να κατοπτεύει το βασίλειό της...

Γύρω από την ποδιά της, που ανέμιζε και θρόιζε στη βιάση της, πλανιόταν ανεπαίσθητα η μυρωδιά του φρέσκου σαπουνιού, της λεβάντας και λεμονανθού.

Το πρώτο για τα όμορφα πυκνά μαλλιά της, το δεύτερο για να ευωδιάζουν τα ρούχα στις ντουλάπες και το τρίτο προσωπική της αδυναμία, η σπριτάδα του λεμονιού και το μεθυστικό άρωμα του λεμονανθού..

Αυτά, βιαστικές και αβέβαιες αναλαμπές της μνήμης...

Τις υπόλοιπες ώρες απουσιάζουν πανηγυρικά, και αφήνουν παντού γύρω τους,

κραυγαλέα ίχνη απουσίας, μισοειπωμένα λόγια, παρατεταμένες σιωπές και σκοτεινούς ίσκιους..

Αλλά και οι ζωντανές οι απουσίες, είναι βαριές και ασήκωτες στυφές και αμίλητες...

Φίλοι παιδιόθεν, συμφοιτητές, συνεργάτες, παρέες του χαβαλέ, ορκισμένοι της μπάλας, που όργωναν τις αλάνες με κατατσακισμένα γόνατα, άφαντοι, τους κατάπιε ο χρόνος, τους καταβρόχθισε σχεδόν, ζωντανοί νεκροί, παρόντες απόντες.

Μίκρυναν και συρρικνώθηκαν λες και δεν υπήρξαν ποτέ, και το παρουσιολόγιο σταθερά στο απών και η ζωή να πορεύεται σταθερά στη ρημαγμένη κατάντια της.

Πενιχρές παρουσίες, κραυγαλές απουσίες...

Οι πιο οδυνηρές απουσίες είναι εκείνες του έρωτα, πάντα μελαγχολικές και πάντα κλαμένες λογαριάζουν το όνειρο που δεν τους φτούρησε, τους όρκους, που αποξεχάστηκαν...

Αναμασάνε τη γεύση της πίκρας και της μετάνοιας, που δεν κατάφεραν να κρατήσουν την αγάπη, ή που την ξεπούλησαν άσκεφτα σε αλλότριες φιλοδοξίες...

Όσοι έκαναν τον απολογισμό τους με καθάριο βλέμμα και μπεσαλίδικη ψυχή, ίσως πρόκαμαν να ξαναψάξουν την αγάπη και να χρωματίσουν ξανά τη ζωή τους

ενώ οι δογματικοί και αμετανόητοι βουλιάζουν στην ερημιά και τη μοναξιά και σέρνουν και τους άλλους στο βυθό τους...

Εσύ, που πόνεσες για την παραπονεμένη σου αγάπη, και λυπάσαι, που δεν πρόσεξες ποτέ τα δάκρυά της, τώρα την απόζητάς σαν τρελός, να φιλήσεις τα ματάκια της τα κλαμένα.....

Παρουσία το λένε....

Comments


bottom of page