top of page

Περιπέτεια στο νησί του Οδυσσέα



  Κόντευα δυο χρόνια στην όμορφη Κεφαλονιά—το νησί του Αγίου Γερασίμου απ’ την Κόρινθο που του είχε κλέψει την καρδιά—είχα γυρίσει όλα τα χωριά που όπως λεν οι ντόπιοι είναι τόσα όσες και οι μέρες του χρόνου, είχα χαρεί τα γάργαρα κρυσταλλένια νερά της τόσο στα πολυσύχναστα ακρογιάλια, όσο και στις μικρές δαντελωτές παραλίες καθώς και τις κρυφές έρημες αμμουδιές που έπρεπε να εξερευνήσεις για να τις βρεις. Είχα ανέβει ακόμη με τζιπάκι στον χιονισμένο Αίνο να δω τα άγρια άλογα που είχαν απομείνει λιγοστά απ’ το κυνηγητό του ανθρώπου, όμως στο Θιάκι απέναντι δεν περνούσα.

  Έβλεπα τον όγκο της Ιθάκης κάθε φορά να με καλεί πλέοντας στ’ ανοιχτά είτε με τα μεγάλα βαπόρια της γραμμής για Κέρκυρα με κατεύθυνση πάντα προς Βορρά, είτε ερχόμενος απ’ την αρχοντοκυρά την Πάτρα. Πότε την έβλεπα απ’ τα σκοτεινά ορεινά της Κεφαλονιάς σκαρφαλωμένος, πότε απ’ το βορειότερο μέρος του γραφικού της ψαρολίμανου Φισκάρδου,  και πότε απ’ τη πολίχνη της Σάμης που στα δροσερά της πρωινά η Ιθάκη ήταν δυσκολοδιάκριτη καθώς φαίνονταν βουτηγμένη σε ομιχλένιο πέπλο.

  Δυο χρόνια το σχεδίαζα, και σ’ όλο αυτό το διάστημα γύριζα τόπους δύσκολους. Αιγαιοπελαγίτικα νησιά, ξερόβραχους, στη Θράκη ως τα σύνορα του Έβρου ποταμού, τα βράχια των Μετεώρων που σχίζουν τα ουράνια μες το καλοκαιρινό Θεσσαλικό καμίνι—αραξοβόλι μου όμως πάντα η Κεφαλονιά που με περίμενε σαν στοργική μάνα να μάθω τα πρώτα γράμματα στα παιδιά της, νεαρούλης δάσκαλος τότε. Κάτι με κρατούσε μακριά από την Ιθάκη, μυστήριο θαρρείς μαζί και άγνωστο που με ωθούσε  στο ν’ αναβάλω το ταξίδι, και ας ορθωνόταν αντίκρυ μου προκλητική και τόσο προσιτή. Να ήταν η απροθυμία των ίδιων των Κεφαλλονιτών να μεταβούν απέναντι που με είχε επηρεάσει;  (Ένας φίλος μου ντόπιος, επώνυμος, συνήθιζε να λέει: Στο Παρίσι πήγα, στο Θιάκι ακόμα να περάσω). Να ήταν η στερεή βάση της Κεφαλονιάς που με φιλοξενούσε και που είχα σιγουρεμένη, και η σκέψη πως η Ιθάκη δεν χάνεται, ακίνητη με προσμένει πάντα στη θέση της… Δεν βρισκόμουν δα και στο νησί της Ωγυγίας, όπου η Καλυψώ χρόνια  κρατούσε τον Οδυσσέα για να τον κάνει ταίρι της σε φυκιοστόλιστες σπηλιές… Όποτε ήθελα, έφευγα. Της γάτας το πήδημα ως τον αχυρώνα που έλεγαν και οι παλιοί. Μήπως ήταν ακόμα ψυχολογικά κατάλοιπα του παρελθόντος απ΄ τη συνεχή μελέτη του Ομηρικού ζητήματος και τις εργασίες κατ’ οίκον του κειμένου της Οδύσσειας από μια αυστηρή στους βαθμούς, αλλά γλυκιά, ξανθιά φιλόλογο των εφηβικών μου χρόνων;

   Όπως και να ‘ χε το πράγμα, δεν διάβαινε βδομάδα που να μη χάζευα τον όγκο της Ιθάκης από κάποιο κατάλληλο σημείο της Κεφαλονιάς, τυχαία βέβαια βρισκόμενος και όχι επί τούτου, καθώς είναι ορατή από πολλά μέρη του μεγάλου νησιού μας. Από μόνος μου δεν αποφάσιζα, δεν το κινούσα, άλλος απ’ την παρέα μου δεν έδειχνε ενδιαφέρον να με παρακινήσει, ώσπου μια φθινοπωριάτικη μέρα χτύπησε το τηλέφωνο σε ένα από τα σχολεία του Αργοστολιού που υπηρετούσα.

  —Ο κύριος Νίκος ;

Τον είχα καταλάβει αμέσως. Κακό χωριό τα λίγα σπίτια. Ήταν ο Προϊστάμενος.

—Μάλιστα, ο ίδιος. Καλημέρα κύριε Προϊστάμενε.

—Καλημέρα. Λοιπόν, άκου στα γρήγορα γιατί καίγομαι… Θα περάσεις για λίγο απέναντι στο Θιάκι να αντικαταστήσεις ένα συνάδελφο που έσπασε το χέρι του. Είναι ανάγκη, Νίκο, παιδί μου. Θα ‘ ναι για λίγο. Εντάξει;

—Εντάξει. Πότε θα φύγω;

Δεν μπορούσα να αρνηθώ την εξυπηρέτηση, μιας και ήταν παιδικός φίλος του πατέρα μου.

—Πότε; Σήμερα κιόλας, με το απογευματινό. Για να τακτοποιηθείς και κάπου. Λοιπόν, γεια σου.

Κοιτούσα το ακουστικό σαν να μην πίστευα στ’ αυτιά μου. Αφού δεν ήθελα να μάθω την Ιθάκη με το καλό, θα την μάθαινα τώρα με το άγριο. Μεσημέριαζε και ήταν Οκτώβρης, όμως ο ήλιος δεν φαινόταν. Σε λίγο τα σύννεφα άρχισαν να αδειάζουν το υδάτινο φορτίο τους. Μια σιγανή βροχή αργή, καταθλιπτική, που σε προσγείωνε απ’ την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού στον ερχομό του παγερού χειμώνα. Το κρύο ήταν ακόμη μακριά, δεν το φοβόμουνα. Έτσι κι αλλιώς οι χειμωνιάτικες νύχτες των νησιών είναι πολύ ήπιες και μου αρέσουν. Γενικώς άντεχα το κρύο. Όταν ζούσα στην Αθήνα, ελαφριά ντυμένος συνήθιζα να περιδιαβαίνω τις βιτρίνες των καταστημάτων και να κάνω χάζι αυτούς που έτρεχαν βιαστικοί, μπαμπουλωμένοι, τυλιγμένοι σε κασκόλ με γάντια και σκούφους, μοιάζοντας με ζωντανά περιφερόμενα σακιά. Μα η βροχή είναι αλλιώς. Δεν έχει καμία σ΄χεση με το ξερό κρύο της Αθήνας. Όποιος δεν έχει ζήσει σε νησί, είναι δύσκολο να καταλάβει αυτά τα συναισθήματα που σου γεννάει ο καιρός και το κλίμα. Ο ουρανός σμίγει με τη θάλασσα, το νερό κυλάει στο νερό, το τοπίο όλο από γαλανό γίνεται γκριζόμαυρο—θαρρείς πως βάφεται και η θάλασσα ακόμα, και είναι τότε που καταλαβαίνεις ότι βρίσκεσαι κολλημένος πάνω σ’ ένα βράχο, κυκλωμένος ολόγυρα από θάλασσα. Και το νερό συμπληρώνοντας αυτή την αίσθηση, πότε να πέφτει τεμπέλικα απ’ τα περαστικά σύννεφα, και πότε σαν καταρράκτης.

   Πήρα το δρόμο για το σπίτι μου που βρισκόταν στην πρωτεύουσα—στο Αργοστόλι. Η βροχή όπως το φαντάστηκα ήταν περαστική, ένα διαβατάρικο πετούμενο που το χάνεις από μπροστά σου μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Το ίδιο απόγευμα βαρύθυμος ετοίμασα τα απαραίτητα, και με το πούλμαν έφτασα στο λιμάνι της Σάμης. Εντάξει, θα πήγαινα κάποτε στην Ιθάκη, αλλά όχι και Οκτώβρη, και μάλιστα προχωρημένο…

    Φτάνοντας στη Σάμη, εικοσιπέντε περίπου χιλιόμετρα από το Αργοστόλι, σηκώθηκε ένας αέρας περίεργος και ζεστός. Στην αρχή απαλός, μια πνοή, δυναμώνοντας όμως σταθερά, κάνοντας τις γύρω δασώδεις περιοχές να βουίζουν και τη θάλασσα να αρχίσει να ταράζεται και να σκάει το κύμα της με πάταγο. Αναπόλησα για λίγο το ασφαλές λιμάνι του Αργοστολιού έτσι όπως είναι χωμένο στον στενόμακρο κόλπο, καταλήγοντας στη λιμνοθάλασσα του Κουτάβου. Βαστώντας τη βαλίτσα γερά στο χέρι, μπήκα στο πλοιάριο που δεν μου γέμιζε και πολύ το μάτι εκείνο το μακρινό Φθινόπωρο του 1991…

   Όταν με το καλό θα έφτανα απέναντι, έπρεπε να πάρω την τοπική συγκοινωνία που θα με ανέβαζε στο χωριό Σταυρός της Ιθάκης. Ο Σταυρός είναι ένα από τα ορεινά χωριά της Ιθάκης—μπαλκόνι στην κυριολεξία προς το Ιόνιο πέλαγος. Για να ξεχάσω τα τριξίματα του καραβιού και τον αέρα που όλο και δυνάμωνε, σκέφτηκα την αποζημίωση που θα μου πρόσφερε η φθινοπωριάτικη ησυχία της Ιθάκης, όπως και οι πεζοπορικές διαδρομές. Πράγματι, μελετώντας τον χάρτη και από διαβάσματα, γνώριζα ότι καλοχαραγμένα μονοπάτια οδηγούν σε διαδρομές σπάνιας φυσικής ομορφιάς, ανάμεσα σε βότανα και αρωματικά φυτά που πλημμυρίζουν μυρωδιές την ατμόσφαιρα.

   Τα σχοινιά που απελευθέρωσαν το πλοίο και το βαθύ του σφύριγμα καθώς αναχωρούσε, με γύρισαν πίσω στην πραγματικότητα. Μέρες αργότερα θα μάθαινα στην Ιθάκη ότι ο καπετάνιος μάλλον είχε αποπλεύσει με δική του ευθύνη. Ήταν ένας ριψοκίνδυνος γερόλυκος που δεν το έβαζε εύκολα κάτω. Το τι τράβηξα σ’ αυτό το θαλάσσιο ταξίδι είναι απερίγραπτο. Οι κεραυνοί αυλάκωναν τον ουρανό σαν φίδια και οι βροντές σε ξεκούφαιναν. Το πλοιάριο έτρεμε σαν καρυδότσουφλο, όρθιος δεν μπορούσες να σταθείς στο σαλόνι, πόρτες ανοιγόκλειναν εκκωφαντικά ενώ από τις τουαλέτες ακούγονταν οι ταλαιπωρημένοι επιβάτες που δεν άντεχαν το κούνημα και τη ζαλάδα. Μέχρι να φανεί από μακριά η πρωτεύουσα της Ιθάκης, το Βαθύ, είδαμε και πάθαμε…

   Σούρουπο αποβιβάστηκα στο Βαθύ. Το ανεμόβροχο έτσι όπως είχε ξεκινήσει, είχε κιόλας κοπάσει. Μου άρεσαν εξαιρετικά τα σπίτια-δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής που είδα από μακριά μπαίνοντας στο λιμάνι. Σκέφτηκα ότι δεν είχα καιρό για χάσιμο, θα έβλεπα το Βαθύ με την ησυχία μου τις επόμενες ημέρες, και αναζήτησα το λεωφορείο που θα με ανέβαζε στον Σταυρό, περίπου δηλαδή στο μέσο του νησιού—θαρρώ γι αυτό είχε πάρει το χωριό και αυτό το όνομα. Άδικος κόπος. Μέχρι να συνέλθω από το ταξίδι και με τα πρώτα χαζέματα στο Βαθύ, το λεωφορείο είχε φύγει. Θα μπορούσα να κοιμηθώ σε κάποιο ξενοδοχείο στο Βαθύ. Ήμουν όμως ανυπόμονος να φτάσω στον Σταυρό, να δω το Σχολείο, και να τακτοποιηθώ κάπου στο χωριό σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο και σε περίπτωση που δεν έβρισκα εκεί, τότε στο άλλο κοντινό ορεινό χωριό την Ανωγή.

   Το μάτι μου έπεσε τότε σε ένα κατάστημα που ενοικίαζε μηχανάκια και αυτοκίνητα. Με το μηχανάκι δεν θα μπορούσα να μεταφέρω τη βαλίτσα μου έτσι διάλεξα ένα αμάξι. Μπήκα χαρούμενος στο αυτοκίνητο, δεν έδωσα σημασία στις οδηγίες των αφεντικών ότι από την δυνατή καταιγίδα που είχε προηγηθεί οι δρόμοι γλιστρούν ενώ ίσως βρω στο δρόμο μου κάποια χαλίκια ή μικρές έστω πέτρες από κατολισθήσεις, και πάτησα το γκάζι με σιγουριά και βιασύνη. Αυτή η υπερβολική αυτοπεποίθηση, θα με έκανε να εγκαταλείψω για πάντα την Κεφαλονιά για χάρη της πολύ μικρότερης γειτονικής Ιθάκης, και να γιατί…

   Λίγο έξω από τον Σταυρό καθώς ανέβαινα την ανηφοριά, πετάχτηκε ξαφνικά και ενώ το σκοτάδι είχε πέσει πυκνό μπροστά στις ρόδες μου, ένα άθλιο αυτοκίνητο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σκορπώντας την ίδια στιγμή πίσω του, σκουρόχρωμα, πολυκαιρινά λάδια. Πίσω από το σαράβαλο, ακολουθούσε ένα περιπολικό της Αστυνομίας. Προσπαθώντας να αποφύγω τη μετωπική σύγκρουση και περνώντας οι τροχοί μου πάνω από τα χυμένα λάδια που κατηφόριζαν, έχασα τον έλεγχο του αμαξιού μου και ρίχτηκα προς τα δεξιά καθώς ανέβαινα. Ένιωσα ένα χτύπημα στο κεφάλι μου και μετά βυθίστηκα στο απόλυτο σκοτάδι.

   Όταν συνήλθα, μπροστά μου έβλεπα το κιτρινόλευκο φως του ήλιου που ανέτειλε, ενώ βρισκόμουν σε ένα τεράστιο κρεβάτι του οποίου τα σκεπάσματα ευωδίαζαν. Ένιωθα ένα μικρό πόνο στο κεφάλι και αγγίζοντάς το θα διαπίστωνα ότι ήταν δεμένο με γάζα. Θα μάθαινα αργότερα πως η οικογένεια που μου πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες είχε φέρει γιατρό στο σπίτι και τα τραύματα είχαν κριθεί επιπόλαια. Την ίδια στιγμή που ξυπνούσα, η βαριά πόρτα του δωματίου άνοιξε και μπήκε μέσα μία πανέμορφη κοπέλα.

   Δεν ήταν τόσο ψηλή, αλλά το κορμί της είχε όλες τις χαριτωμένες καμπύλες που οι γλύπτες του Χρυσού Αιώνα του Περικλή, έδιναν στις Θεές και στις αρχόντισσές τους. Το λεπτό, φθινοπωρινό, μωβ φόρεμα που φορούσε, δεν έκρυβε καμιά απ’ αυτές. Τα μαλλιά της ήταν γυαλιστερός χαλκός που πλαισίωνε το μικρό της κεφάλι. Τα μάτια της καθαρό κεχριμπάρι, λαμπύριζαν χαριτωμένα. Το δέρμα της δεν ήταν το ωχρόλευκο που συχνά συνοδεύει τα κόκκινα μαλλιά, αλλά φίνο χρυσαφί. Καθώς έσμιγαν οι ματιές μας, κατάλαβα ότι αυτή ήταν το πρόσωπο που αναζητούσα τόσο καιρό ανυπόμονα, και που ως άλλος Οδυσσέας το είχα βρει επιτέλους στη δική μου Ιθάκη…

 

   

Comments


bottom of page