Καθόμουν στο παράθυρο του αεροπλάνου κοιτάζοντας από το παράθυρο τα άσπρα σύνεφα σαν αφράτο βαμβάκι και αναρρωτιόμουν πως το έκανα αυτό.
Πως άφησα τον Σωκράτη τον σύζυγο μου να με πείσει να φύγω μόνη μου διακοπές Ιούλιο μήνα.
Ολα άρχισαν όταν η φίλη μου η Μαριάννα μου είπε ότι δεν θα πήγαινε φέτος στο εξοχικό της στο Πόρτο Ράφτη γιατί θα πήγαινε για δουλειές στη Νέα Υόρκη.
-Γιατί δεν έρχεστε με τον Σωκράτη και τα παιδιά θα περάσετε ωραία.
Θα αφήσω τα κλειδιά στο κηπουρό. Το σπίτι έχει τρία υπνοδωμάτια, είναι πάνω στη θάλασσα, θα ξεκουραστείτε, και θα αλλάξετε παραστάσεις.
Μου άρεσε σαν ιδέα, αλλά τα παιδιά μας ο Αλέξης και Βίκτωρας δεν ήθελαν να ακούσουν κουβέντα. Μόλις είχαν έρθει από την Αγγλία που σπούδαζαν και ήθελαν να μείνουν Κύπρο για να δούν τους φίλους τους.
Ο Σωκράτης λόγω επαγγελμάτος, είναι αρχιτέκτονας μόνο τον Αύγουστο μπορούσε να κλείσει το γραφείο του.
-Γιατί δεν πας μόνη σου με την φωτογραφική μηχανή σου να πετύχεις ωραίες εικόνες για την νέα σου έκθεση.
Αυτό είναι η αλήθεια ήταν μεγάλη πρόκληση, το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα και νά 'μαι τώρα στο αεροπλάνο να πηγαίνω στο Πόρτο Ράφτη.
‘Εφθασα αργά το απόγευμα, με περίμενε ο κηπουρός με τα κλειδιά. Με ενημέρωσε ότι φρόντισε να γεμίσει το ψυχείο με τα απαραίτητα και άφησε το τηλέφωνο του αν θα χρειαζόμουν κάτι.
Το σπίτι ήταν μεζονέτα γωνιαία με κήπο μπροστά πάνω στο δρόμο και απέναντι η παραλία.
Όταν έφθασα η θάλασσα ήταν τόσο ήρεμη χωρίς κύμα φανταστική, πολύ θα ήθελα να βγώ για φωτογραφίες αλλά θα είχα πολλές ευκαιρίες. Κάτω είχε μια ευρύχωρη κουζίνα με τραπεζαρία και σαλόνι και πάνω τα υπνοδωμάτι.
Έξω υπήρχε μία τεράστια βεράντα. Άδειασα την βαλίτσα μου, έκανα ένα ντούς, έφτιαξα ένα σάντουιτς και κάθισα στη βεράντα κοιτάζοντας το υπέροχο φεγγάρι.
Το πρωί ξύπνησα νωρίς και πήγα να περπατήσω στο πεζόδρομο που ήταν κατά μήκος της παραλίας.
Είχα τόσο καλή διάθεση πού όποιον συναντούσα στο δρόμο τον χαιρετούσα με μιά χαρούμενη καλημέρα.
Απολάμβανα τις αντιδράσεις των ανθρώπων, κάποιοι απαντούσαν χαρούμενοι, κάποιοι, έκπληκτοι, κάποιοι τίποτα, ένας γεροντάκος μου έδωσε μία τσάντα μέ σύκα, Προσπάθησα να τα αρνηθώ, αλλά μου είπε ότι μόλις τα έκοψε από το περιβόλι του.
Τον ευχαρίστησα και τα πήρα.
Τα άφησα σπίτι και πήγα για κολύμπι. Πολύ κρύο το νερό αλλά το απόλαυσα όσο ποτέ.
Η θάλασσα είναι η δεύτερη φύση μου.
Νιώθω ότι εκεί έπρεπε να είχα γεννηθεί.
Βγήκα μετά από μία ώρα η παραλία ήταν όλο βότσαλα και όπως περπατούσα στραβοπατάει η παντόφλα μου και πέφτω πάνω σε ένα νεαρό απλωμένο ανάσκελα που έκανε ηλιοθεραπεία.
-Σήκω κυρά μου και μέ έλιωσες. Μπορεί να ήμουν σαρανταπεντάρα αλλά ήμουν πολύ καλά διατηρημένη και με ωραίο σώμα.
-Χίλια συγγνώμη, απολογούμαι, μάταια όμως προσπαθούσα να σηκωθώ κι αυτός να με σπρώνει άγρια.
Όπως ήταν πασαλειμένος με ένα τόνο λάδι όλο γλιστρούσα, και οι άλλοι λουόμενοι το διασκέδαζαν.
Τα κατάφερα τελικά να σηκωθώ και τρεχάτη έφυγα από την παραλία αφού όλοι εκεί γελούσαν και το διασκέδαζαν.
Σκεφτόμουν ότι δεν θα ξαναπήγαινα πλέον σε αυτή την παραλία.
Το βράδυ είπα να πάω κάτω στα μπαράκια να πιω κανένα καφέ να δώ λίγο κόσμο να ξεχαστώ από αυτό το ατυχές γεγονός.
Είχε μιά όμορφη καφετέρια πάνω στην παραλία.
Πήγα παράγγειλα ένα καπουτσίνο κρατούσα τον δίσκο και προχωρούσα να καθίσω όταν γλιστράει η τσάντα από τον ώμο μου πάνω στο χέρι γέρνει ο δίσκος και χύνεται όλο το καπουτσίνο πάνω στη πλάτη ενός νεαρού που φορούσε άσπρα. Πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο, φωνάζοντας
-Εσύ, πάλι έσύ, τι σου έκανα;
Είσαι τρελή κυρά μου;
Είσαι μανιακή, με κυνηγάς, σκόπιμα το έκανες;
-Ατύχημα ήταν δεν το ήθελα, χίλια συγγνώμη,
Άφησα το δίσκο και έφυγα σαν κυνηγημένη ενώ τα γκαρσόνια έτρεχαν να βοηθήσουν τον νεαρό. Ήταν ο ίδιος που έπεσα πάνω του στην παραλία.
'Εφτασα σπίτι τρέχοντας και έλεγα δεν είναι δυνατόν να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Και αυτό το κυρά μου, τι το ήθελε, δεν είμαι εκατό χρονών.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν να φύγω αμέσως.
Κάτι δεν με ήθελε εδώ.
Πήγα να κάνω ένα ντούς να ηρεμήσω λίγο.
Το κρύο νερό με συνέφερε λίγο. Όταν προσπάθησα όμως να το κλείσω δεν έκλεινε.Τυλίχθηκα την πετσέτα και κατέβηκα να τηλεφωνήσω στον κηπουρό αν ήξερε κάποιο υδραυλικό να έρθει να κλείσει τον διακόπτη να μη τρέχει όλη νύχτα το νερό.
Κάθησα στην βεράντα με την πετσέτα ρεμβάζοντας την θάλασσα όταν σε μισή ώρα χτύπησε η πόρτα. Σκέφτηκα ότι μάλλον θα είναι ο κηπουρός και ίσως ξέρει να κλείσει το νερό.
Ανοίγω την πόρτα και βλέπω μπροστά μου με την φόρμα του υδραυλικού τον νεαρό.
Έβαλα μιά στριγγλιά και ταυτόχρονα μου έπεσε η πετσέτα του μπάνιου παρουσιάζοντας όλη τη γύμνια μου στο μεγαλείο της.
Χωρίς κάποια λογική του έκλεισα την πόρτα κατάμουτρα.
Ανέβηκα στο δωμάτιο και σκεφτόμουν, δεν πάω καλά, δεν πάω καθόλου καλά.
‘Ολο το βράδυ δεν κοιμήθηκα, άσε που ήμουν σε αδιέξοδο, άκουγα και το νερό στο μπάνιο, αν έφευγα θα έπρεπε να πω κάτι στον Σωκράτη. Σηκώθηκα να πάω τουαλέτα, και τι να δω το νερό σταμάτησε στο μπάνιο.
Σκέφτηκα μάλλον άδειασε το ντεπόζιτο.
Αποφάσισα να πάω να περπατήσω να ξεμπλοκάρει λίγο το μυαλό μου.Έβαλα μαγιό και ένα σορτς και άνοιξα την πόρτα.
Μπροστά μου ο νεαρός με ένα μπουκέτο με κόκκινα τριαντάφυλλα.
-Μή κλείσεις την πόρτα θέλω να σου μιλήσω
-Δεν έχουμε να πούμε τίποτα πάω για περπάτημα.
-Θα έρθω μαζί σου.
-Δεν θέλω
-Σε θέλω
-Τί είπες
-Αυτό που είδα χθές μου πήρε τα μυαλά.
Δεν έχω δει πιό όμορφο σώμα.
Είσαι η ίδια η Αφροδίτη.
-Εσύ χθές με φώναζες κυρά, ούτε το όνομα μου δεν ξέρεις.
-Θα σε λέω Αφρροδίτη.
-Νομίζω είσαι μεθυσμένος.
-Πήγαινε να πιείς ένα καφέ και έλα το απόγευμα να φτιάξεις το ντούς.
-Το έφτιαξα.
-Πότε;
-Την ώρα που κοιμόσουν
-Δεν μπήκε κανείς πως το έφτιαξες;
-Μπήκα από την πόρτα του κήπου και σε έβλεπα όλη την νύκτα που κοιμόσουν και ήθελα πολύ να σε πάρω αγκαλιά αλλά φοβήθηκα μην σε τρομάξω.
-Ευτυχώς που δεν το έκανες θα μας άκουγε όλη η γειτονιά.
-Δεν με νοιάζει
-Λοιπόν μου λες πως σε λένε;
-Περικλή
-Πόσο χρονών είσαι Περικλή;
-Τριάντα δύο
-Θέλεις να έρθεις το βράδυ η ώρα οκτώ να με πάρεις να πάμε να φάμε κάπου ήσυχα να μιλήσουμε και μετά να δούμε πως θα μας βγάλει η βραδυά;
-Θα σε πάρω κάπου που δεν φαντάζεσαι πόσο όμορφα είναι
-Ωραία πήγαινε λοιπόν και θα σε περιμένω το βράδυ στις οκτώ.
Να μαι και πάλι στο αεροπλάνο να κοιτάζω από το παράθυρο τα άσπρα σύννεφα και να σκέφτομαι την δικαιολογία που θα πω στο Σωκράτη, που επιστρέφω άρον-άρον πίσω σε τρείς μέρες ενώ φαντάζομαι τα μούτρα του Περικλή το βράδυ στις οκτώ.
Comments