top of page

Ποτέ να μην μου ορκιστείς

Ο όρκος αντίληψη, πίστη τους στον δοξασία, αξία όπως και να έχει περπάτησε αιώνες στα σοκάκια τούτου του τόπου και ρίζωσε στις ψυχές των ανθρώπων.

Σήμερα σε μία εποχή με άλλη εντελώς όψη, δίνει ακόμα δυναμικά το παρόν, αγέραστος, αλώβητος και πάντα επίκαιρος.

Αναρωτιέμαι αλλά ποιoς ξέρει;

 Ήταν οι θεωρητικές σπουδές από τον Όμηρο μέχρι το δημοτικό τραγούδι, που τους μπόλιασαν με τούτο το συνήθειο;

Ήταν προσωπική τους ανάγκη;

Ή ένα μεταξύ τους παιχνίδι;

Συχνά πυκνά και ανελλιπώς κατέφευγαν στο ορκίσου, το ορκίζομαι, φίλα σταυρό κι όλα τα σχετικά.

Συχνά πυκνά, λοιπόν, ο Πετρής και η Νεφέλη στην κοινή ζωή τους είχαν τον όρκο ψωμοτύρι.. 

Από τα δεκαοκτώ τους, από  την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους, όταν εκείνος πρωτοετής της νομικής και εκείνη της φιλολογίας, έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο, σε μία κατάληψη της σχολής και από τότε γίνανε αχώριστοι.

Εκείνος είχε απλώσει στο πεζοδρόμιο ένα τεράστιο πανό και πάλευε να αποτελειώσει το σύνθημα και εκείνη εντελώς αυθόρμητα με το ένα χέρι τέντωνε το πανί και με το άλλο κρατούσε το δοχείο με τη μαύρη μπογιά, μην το πάρει σβάρνα στο διάβα του κανένα πόδι και καταπενθήσει ο τόπος...

Το βράδυ πίνανε καφέδες και ρακιές στο καφενεδάκι απέναντι από τη σχολή και εκείνη ελλείψει καθισμάτων στρογγυλοκάθισε αυθόρμητα στα πόδια του σαν να τον γνώριζε από πάντα.

Από την αρχή την κέρδισαν οι αντρικές κινήσεις του, η αρρενωπή του ομορφιά και κυρίως το καθάριο βλέμμα του.

Ναι  καθάριο σαν ξάστερος ουρανός, ευκολοδιάβαστο.

Και εκείνος από τη μεριά του, λάτρεψε το μικροσκοπικό ντελικάτο  κορμί της, τα καταγάλανα  μάτια της και τον ξεχωριστό τρόπο να ζει, να κινείται και να εκφράζεται, τη μοναδική αύρα της.

 Από τότε το φοιτητικό του δωμάτιο, το μονίμως ακατάστατο, έγινε το στέκι τους. 

Και εκείνη, Αθηναία αστή, ξέφυγε από την φροντίδα και τον έλεγχο της μαμάς και μετακόμισε εκεί για πάντα.

Κάπου εκεί το πρώτο καλοκαίρι της κοινής ζωής τους, ανάμεσα σε ένα θυελλώδη έρωτα και ένα ασίγαστο  πάθος, άρχισε το κόλλημα με τους όρκους.

-Ορκίσου, ότι θα με αγαπάς, ό,τι κι αν γίνει...

Ορκίσου ότι δεν ζήλεψες το Μιχάλη, που με χόρευε, όλο το βράδυ...

Ορκίσου, ότι θα με παντρευτείς μέσα στο καλοκαίρι...

Βροχή έπεφταν οι όρκοι για ψύλλου πήδημα, αλλά κι άλλοι σοβαροί και αιώνιοι, που έπαιρναν τη μορφή ιεροτελεστίας.

-Ορκίζομαι ότι θα παντρευτούμε αμέσως μόλις πάρουμε το πτυχίο, και θα είσαι δική μου και με το Θεό και με το νόμο και θα σ' αγαπώ και θα σε λατρεύω μέχρι να πεθάνω...

Και τότε εκείνη τον έσφιγγε πάνω της και δεν είχε λόγια να περιγράψει τη λαχτάρα, το χτυποκάρδι της και την χαρά της...

Μέσα σε ένα απίστευτο όνειρο παντρεύτηκαν και χόρευαν μέχρι το πρωί σε κάποιο στέκι της παραλιακής με όλο το φοιτητόκοσμο παρέα...

Είχαν κατέβει  στο γάμο με μισθωμένο λεωφορείο και πανό διαδήλωσης...

Έρωτας αρχηγός και συμβόλαιο!

Τζάμπα ο γάμος!

Και όλα, όπως στα παραμύθια πήραν το δρόμο τον καλό και τακτοποιήθηκαν στη δουλειά και απόκτησαν παιδιά, αγόρι και κορίτσι, και  δεν χωρούσε πια το σπίτι την ευτυχία  τους... και μεγάλωνε η Νεφελίτσα  και έλαμπε ολόκληρη και τους κατακτούσε όλους με την ανοιχτωσιά της ψυχής της και το χαμόγελο της....

Και ο όρκος  όρκος!!!!

Ένα απόβραδο, χαλάρωναν στην ακρογιαλιά με τα παιδιά να πλατσουρίζουν ακόμα στα ρηχά.

-Ορκίσου αγάπη μου, ότι δεν θα ξεχάσεις ποτέ τα παιδιά..

-Πού να τα ξεχάσω; απόρησε  εκείνος....

-Ξέρω γω; στο σχολικό, στο σούπερ μάρκετ ή γενικά αν λείψω..

-Σοβαρολογείς; Και πού θα πας χωρίς εμένα; Ξέχνα τις αποδράσεις...

Τελευταία το επαναλάμβανε συχνά πυκνά, από ένστικτο ίσως, άλλοτε σε 'κείνον και άλλοτε στη φίλη της και συνάδελφο, στην αδελφή που δεν είχε...στη ζωή της.

-Ορκίσου Μυρτώ μου, ότι θα είσαι πάντα αδελφή, οικογένειά μου και ό,τι θα μας αγαπάς και θα μας αντέχεις...

Συνομήλικη και εντελώς ελεύθερη η Μυρτώ από ένα έρωτα, που δεν φτούρισε, μέχρι  να ανοίξει ξανά η τύχη της, έβρισκε χαρά και παρηγοριά στη συντροφιά της και μαζί της συζητούσε και μοιραζόταν τα πάντα.

-Ορκίσου μου Μυρτώ, ότι μια μέρα θα χορέψουμε στο γάμο σου και ότι θα είσαι ανοιχτή στον έρωτα και δεν θα μου μείνεις μπακούρι...

Και η Μυρτώ φιλούσε σταυρό... και της έκλεινε με νόημα το μάτι για να μην την κακοκαρδίσει.

Έτσι κυλούσε ο καιρός, αλλά η ζωή είναι μεγάλη ρουφιάνα και απρόβλεπτη, και ανακατεύει ξανά την τράπουλα και φέρνει τα πάνω κάτω.

Τούτο το καλοκαίρι μόλις απογιόρτασε τα  γενέθλια για τα σαράντα χρόνια της ζωής της, η Νεφέλη, αντί να στοιβάζει ρούχα και μαγιό στις βαλίτσες για τις διακοπές βρέθηκε στο νοσοκομείο, τυπικά για ασήμαντο λόγο για μία ελιά που επέμενε να ματώνει για μία τόση δα ελίτσα που δεν της έδινες σημασία.

Μπήκε για μια δυο μέρες και δεν έμελλε να βγει ποτέ..

Μόλις πάτησε πόδι το φθινόπωρο και άρχισαν τα πρωτοβρόχια, εκείνη έφυγε από τη ζωή χωρίς να προλάβει να ψωνίσει τα σχολικά και να ετοιμάσει τα παιδιά για το σχολείο.

Και όλον τούτο τον καιρό το δύσκολο, που μύριζε φαρμακίλα και θάνατο, εκείνος αργόλιωνε στους διαδρόμους του νοσοκομείου και ίσως και να πέθαινε αν δεν είχε τη Μυρτώ εκεί βράχο, να τον παρηγορεί και να του κρατά το χέρι.

Και ένα βράδυ απόγνωσης, λίγο πριν το τέλος, όταν εκείνος ξέσπασε σε κλάματα και παρακαλούσε να πεθάνει, εκείνη άνοιξε την αγκαλιά της και τον νανούρισε σαν μικρό παιδί, μέχρι που στέγνωσαν τα δάκρυα.

Έτσι φυσικά και ανεπαίσθητα, εκείνη η αγκαλιά, μετά το φευγιό της Νεφέλης, έγινε το μόνιμο καταφύγιό του και με τρυφεράδα έκλεισε μέσα της και τα παιδιά για να μην τα κατασπαράξει η ορφάνια.

Έτσι από μια μεριά ο Πετρής και η Μυρτώ τήρησαν τους δοσμένους όρκους και στάθηκαν εκεί  βράχοι στα δύσκολα και σκέπασαν με τις φτερούγες τους τα παιδιά ,την μεγάλη της έγνοια...

Από την άλλη, η ζωή ακύρωσε όλους τους όρκους, και απέδειξε για μια ακόμη φορά, ότι είναι ύβρις ο άνθρωπος να απλώνεται πέρα από τα ανθρώπινα, που περιορίζονται αποκλειστικά στο σήμερα, γιατί το αύριο δεν το ορίζει... Και η ιστορία μου μέσα στην τραγικότητά της έχει μια αμφισημία, γιατί το θάνατο τον κέρδισε πάλι η ζωή, που κράτησε ζεστό το σπιτικό για όσους απομείναν πίσω.


Commentaires


bottom of page