Ανοίγω τα μάτια μου από τον ύπνο. Πολύ πρωί ακόμα.
Κοιτάζω απ’ το παράθυρο, απέναντι, το μαγαζί του μπάρμπα Φάνη. Τραπεζάκια στρογγυλά και τετράγωνα, γεμάτα χυμένα κρασιά, στοιβαγμένα σε μιαν άκρη του μαγαζιού, μαζί με τις ψάθινες καρέκλες.
Είναι πολύ νωρίς ακόμα.
Μόνο σκυλιά αλυχτούν στη γειτονιά. Ένας μάγκας περιδιαβαίνει χωρίς λόγο και αφορμή.
Σιγανοτραγουδάει ένα μόρτικο, από τα χθεσινοβραδινά.
Πρωινή αχλή.
Βγαίνω να ψάξω για να φάω κάτι. Ανοιχτός μόνο ο φούρνος. Κουλουράκι καλοψημένο.
Αλλά, σκέτο; ..Ωω!
Βγήκαν και οι τυρόπιτες!
Τι χαρά!
Παίρνω δυο και κάθομαι σε μια απ’ τις ψάθινες.
Μέχρι να τις γευτώ, άρχισε να κινείται η μικρή πολιτεία.
Ο μάγκας χάθηκε, ο αστυνόμος φάνηκε.
Ο φούρνος γέμισε κόσμο.
Ξεκινάει η ζωή και πάλι.
Στις 9:30, να 'τος κι ο Φάνης.
Κοντά 85-90 ετών.
Παλιός ταβερνιάρης, έζησε μικρό παιδί στην κατοχή, σχολείο στον εμφύλιο, πέρασε τη χούντα και τη μεταπολίτευση.
Και επέζησε.
Μες στο κρασί και την αχλή.
Με τους μεζέδες και τους ρεμπέτες. Και κάθε πρωινό, όσο θα μένω εδώ, η πρώτη εικόνα είναι η ίδια: “ πρωινό στου Φάνη".
Comentários