Χρώμα δεν έχεις μοναξιά, για να σε καθορίσω,
μα, ούτε και σχήμα για να σε ζωγραφίσω...
και παραμένεις μόνη, έρημη, βουβή,
μέσα στου απέραντου, του κόσμου τη βουή..
Γι αυτό και Μοναξιά είναι τ' όνομά σου,
γιατί δεν προτιμάς κανένανε κοντά σου.
Στους βάλτους, σαν καλαμιά, μονάχη ανεμίζεις
με ιστούς αράχνης τις ζωές μας χτίζεις!
Κι εσύ, όπως ο κούκος παντέρημος γυρίζει.
Από κλαδί σ' άλλο κλαδί εσένα μουρμουρίζει...
Κι εγώ ,σε νιώθω σαν έρχεσαι σιμά μου
και παίρνεις θέση βαθιά στα σωθικά μου...
Μόνη... Μόνη... ξεφυσάς και με τρομάζεις
και σαν τον κούκο μες στην ψυχή θρονιάζεις.
Μόνη... Μόνη ... μες στα κλαδιά μου ψιθυρίζεις
κι έτσι, ύπουλα, τον άπραγο νου κοιμίζεις ...
Είναι στιγμές, που αναρωτιέμαι, αλήθεια,
γιατί σε προτιμώ σαν μόνιμη συνήθεια...
Τότε, δεν θέλω απ' το σπίτι, στιγμή, να ξεμυτίζω
και μόνη στα καλντερίμια ,τα σκαιά γυρίζω...
Είναι στιγμές, που η ζώσα θλίψη με μαστίζει
και η χαρά ξεχνά, και διόλου δεν μ' αγγίζει ...
Και τότε, α, σε θέλω στ' αλήθεια, Μοναξιά μου,
σαν την πιστή, τη μόνη συντροφιά μου...
Μα όταν βλέπω τη ζωή τριγύρω μου να σφύζει
και τη χαρά τρελή στ' αφτί μου να σφυρίζει ,
θέλω τον άχρωμο ιστό σου, αμέσως να μαζεύεις
μες στην ψυχή να πάψεις, Μοναξιά μου, να ιππεύεις!!
Λιλή Βασιλάκη
댓글