top of page

Τα δάκρυα της καρδιάς

Κάποτε στο πλάτωμα της ζωής ζούσαν δύο δένδρα το ένα δίπλα

στο άλλο.

Το ένα ήταν ένα καταπράσινο Μπαομπάμ, που το έλεγαν Εγωισμό, και το άλλο ένας μισό μαραζωμένος Πλάτανος με γυμνούς και ισχνούς τους κλώνους του, με που και που κανένα κιτρινισμένο φύλλο...

Τον φώναζαν, Συνήθεια.

Κάποια νυχτιά του Φλεβάρη, ένα σποράκι παρασυρμένο από το ξεροβόρι βρέθηκε στα ριζά του Πλάτανου.

Έμεινε εκεί νιώθοντας απανεμιά

και κούρνιασε καρτερώντας το ξημέρωμα...

Το πρωί ο Πλάτανος ένιωσε πως κάτι υπήρχε στα πόδια του και σκύβοντας είδε το σποράκι που είχε κουρνιάσει σιμά του.

Το λυπήθηκε έτσι αδύναμο μέσα στο κρύο και τόσο μόνο.

Θέλησε να το φιλέψει κι έτσι το πότισε με μια σταγόνα από τους λίγους χυμούς της ψυχής του και

το σκέπασε με το πιο καλό φύλλο της καρδιάς που του 'χε απομείνει. Πέρασαν πολλές μέρες κι αυτό δεν έλεγε να φύγει...

Του άρεσε η φιλοξενία του Πλάτανου που συχνά το φίλευε.

Έτσι κύλησε ο καιρός δίνοντας αναβολές αναχώρησης στον εαυτό του.

Όμως, για να πούμε την αλήθεια, είχε ξεμυαλιστεί από τη σοφία του νου του και την ομορφιά που κουβαλούσε στην ψυχή του ο Πλάτανος.

Μαγευόταν κάθε φορά που τον άκουγε να του διηγείται τις διάφορες ιστορίες του.

Με τί καρδιά να τον αποχωριστεί, λοιπόν;

Κάθε μέρα όλο και πιο πολύ ένιωθε την ανάγκη της ζεστής παρουσίας του στη ζωή του.

Μόλις μπήκαν οι πρώτες μέρες της Άνοιξης, για να τον ευχαριστήσει για το δώρο της φιλοξενίας του, του χάρισε μια μυτούλα ζωής, αν και ανεπαίσθητη, έδωσε μεγάλη χαρά στον Πλάτανο. «Η καλοσύνη ανταμείβεται...», σκέφτηκε κι άρχισε να παίρνει ανάσες χαράς...

Μα το σποράκι δεν έμεινε στο μικρό του ύψος, άρχισε να πετάει βλαστούς, να ψηλώνει και να ελίσσεται με χάρη γύρω από τον κορμό και τους κλώνους του Πλάτανου...

Προς μεγάλη του έκπληξη είδε πως από το θαυματουργό μικρό σπόρο είχε γεννηθεί μια πανέμορφη περικοκλάδα.

Ένιωσε ν’ αγγίζει την ψυχή του κι όσο μπορούσε την πότιζε με τους χυμούς του.

Κι αυτός δεν έμεινε πίσω.

Άρχισε να πετάει καινούργιους κλώνους και να γεμίζει καταπράσινα φύλλα ανανέωσης.

Ένιωθε τόσην ευφορία από τις περιελίξεις της προστατευόμενής του που δεν ήθελε να χάσει ούτε ένα άγγιγμά της πια...

Σε λίγες μέρες είχε επιτελεστεί ένα θαύμα!

Η περικοκλάδα γέμισε μπουμπούκια που, όταν άνοιγαν ένα ένα, άφηναν άφωνο τον Πλάτανο...

Ήταν γεμάτη συναισθήματα που απρόσμενα κι απλόχερα του χάριζε. Κάθε μπουμπούκι της, όταν άνοιγε, ήταν και μια έκπληξη για κείνον, γιατί είχε και διαφορετικό χρώμα σαν να του χάριζε ένα νέο συναίσθημα...

Κάποια χρυσίζοντα ίδια με το χρώμα του γάργαρου γέλιου, το μελί της ζεστασιάς, άλλα πορτοκαλί στο χρώμα της τρελής, της ανόθευτης χαράς, το λευκό της καλοσύνης, πολλά γαλάζια, ίδια με τα χρώματα των ονείρων του, απαλά ροζ στα χρώματα της ευαισθησίας, το βαθύ μπλε της πληρότητας και τόσο φούντωνε από ηδονική ευωχία ο Πλάτανος για τις απρόσμενες ομορφιές που εισέπραττε απ’ τη μικρή προστατευόμενή του.

Στην αθέατη πλευρά από το Μπαομπάμ, ο Πλάτανος είχε μια βαθιά σχισμή, που έμενε χρόνια ανοιχτή και άδεια, ήταν το μέρος

της καρδιάς του!

Εκεί, λοιπόν, ένα ανοιξιάτικο πρωινό η περικοκλάδα τρύπωσε, φώλιασε μέσα της κι άφησε ένα μπουμπούκι. Μόλις ο ήλιος έβγαλε τις πρώτες αχτίδες του κι άρχισε τα παιχνιδίσματα με τις φυλλωσιές του, το μπουμπούκι άνοιξε διάπλατα τα πέταλά του.

Δεν πίστευε στα μάτια του ο Πλάτανος.

Ήταν φλογάτα, κατακόκκινα κι άκουσε ένα μοναδικό

«σ’ αγαπώ», να του ψιθυρίζει για πρώτη φορά...

Τα 'χασε...,πώς ν’ αντισταθεί στην τόση μεγαλειώδη ομορφιά αυτής της ανέλπιστης αγάπης;

Γιατί ήταν η ίδια η Αγάπη, φερμένη απρόσμενα, ντυμένη και λαμπερή με τη μοναδική, ολοπόρφυρη φορεσιά της προσφοράς της, καθώς της είπε μην κρύβοντας τη συγκίνηση που τον κατείχε: «Σένα καρτερούσα στους σταθμούς του χρόνου κι όλο έλεγα πως κάποιος φιλεύσπλαχνος άνεμος, δεν μπορεί, κάποτε θα σε φέρει σιμά μου...

Και άλλαζε φορεσιές χειμώνες και Άνοιξες, καλοκαίρια και φθινόπωρα κι εγώ πάντα σε πρόσμενα, μα να που ήλθες κι ανταμώσαμε!» Γεμάτος ρίγη συγκίνησης, λοιπόν και τρυφερότητας αποδέχθηκε κι ανταπέδωσε το «σ’ αγαπώ» της με την ίδια θέρμη... Δεν ήθελε πια τίποτα άλλο από τη ζωή του, αυτό που λαχταρούσε είχε ‘ρθει αναπάντεχα και δεν θέλησε να χάσει αυτήν την αφειδώλευτη, ανυπέρβλητη ομορφιά της!

«Είμαστε πια μια καρδιά, εσύ κι εγώ, αφού γεννήθηκες μέσα μου...

Από εδώ κι εμπρός θα χτυπάμε σαν ένας χτύπος», της είπε γεμάτος ευτυχία.

Η περικοκλάδα ήταν κι αυτή ευτυχισμένη.

Κάθε μέρα αδιάλειπτα «σ’ αγαπώ» τιτίβιζαν ερωτικούς σκοπούς στους κλώνους του και οι λέξεις χαριεντίζονταν ανάμεσα στις βαθύσκιωτες φυλλωσιές του...

«Τι ευτυχία!», αναφωνούσε περιπαθής.

«Σ’ αγάπησα... σ’ αγαπώ... θα σ’ αγαπώ...», της ψέλλιζε με βεβαιότητα, όταν πότε- πότε εκείνη ένιωθε κάποιο ανεξήγητο ρίγος, να μυρμηγκιάζει το κορμί και την ψυχή της...

«Αυτό, δεν θ’ αλλάξει ποτέ... να το θυμάσαι... ό, τι και να συμβεί... θα σ’ αγαπώ... » της έλεγε με τη σιγουριά της γνώσης των χρόνων και τη βαθιά πίστη των άδολων συναισθημάτων του κι εκείνη όλο κι ελισσόταν με μεγαλύτερη σιγουριά κι άδολη αγάπη γύρω απ’ τον κορμό του.

Στον Εγωισμό δεν καλάρεσε αυτή η αλλαγή του γερό Πλάτανου.

«Τι έγινε τώρα, τί να συμβαίνει, άραγε;

Η Συνήθεια έχει αλλάξει...», μονολογούσε δυσαρεστημένη κι αναρωτιόταν συνεχώς, ως που η μαύρη καχυποψία άρχισε να ρέει φαρμακερή στις φλέβες του.

Κι αμέσως βάλθηκε ν’ ανακαλύψει τα ίχνη αυτής της αλλόκοτης αλλαγής του.

Σύρθηκε αθόρυβα και με πονηριά μια ρίζα του γύρω από τα ριζά του Πλάτανου και εκεί είδε τον τρυφερό βλαστό της περικοκλάδας ν’ αναρριχάται με αφοσίωση γύρω του...

Δεν της άρεσε καθόλου το θέαμα. Όσο χαμογελούσε ο Πλάτανος, που ήξερε πλέον το γιατί, τόσο η ζήλια κι ο φθόνος θέριευαν στην ψυχή του Εγωισμού και μια νύχτα που κοιμόταν ήσυχος, έβαλε τη δικιά του ρίζα να τυλιχτεί σφιχτά γύρω από τον κορμό του Πλάτανου, τόσο σφιχτά, που έπνιξε το βλαστό της περικοκλάδας...

Αυτή άρχισε να μαραίνεται κι ένα ένα τα συναισθήματα της να πέφτουν νεκρά...

Χάθηκαν όλα, με μια μιας, ό,τι του χάρισε το γέλιο, η χαρά, η ανεμελιά ακόμα και η τόση έγνοια που της είχε από το φόβο πάντα, μήπως πάθει κάτι, ή ίσως, χάσει την αγάπη της κάποια μέρα, αν κι εκείνη τον διαβεβαίωνε πως στην καρδιά της είχε δεχθεί το πιο όμορφο, ανιδιοτελές δώρο της ζωής της και πως δεν θα τον πρόδιδε ποτέ... Ευχαριστούσαν το Θεό ο ένας για τον άλλον για την ύπαρξή του.

Πώς ν’ αντέξει ο Πλάτανος το χαμό της λοιπόν;

Άρχισε κι αυτός να μαραζώνει χάνοντας κάθε μέρα την πλούσια φυλλωσιά του και τα κλαδιά του γυμνώθηκαν ξανά...

Άρχισαν να γέρνουν οι κλώνοι του από το ανοίκειο βάρος της απελπισίας, ώσπου μαράθηκαν παντελώς και νέκρωσε.

Ο Εγωισμός είχε πετύχει καίρια αυτό που ήθελε, να έχει τον Πλάτανο πάλι δικό του.

Φρόντισε και τον αγκάλιασε με τα τεράστια κλαδιά της Υπόληψης και με την παχιά φυλλωσιά της Κτητικότητάς της έντυσε τα νεκρά κλώνια της ψυχής του.

Δεν τον ένοιαζε που ήταν νεκρός πια, του έφθανε που τον είχε πάλι δικό του με οιονδήποτε τίμημα.

Έτσι η Συνήθεια, αν και νεκρή, παρέμεινε «ριζωμένη» στην εγωπάθεια του Μπαομπάμ...

Εάν, όμως, είχε μάτια η ψυχή του

και είχε σκύψει με περίσκεψη στη σχισμή, εκεί, που ήταν η καρδιά του Πλάτανου, θα είχε δει τα δάκρυα της καρδιάς του που είχαν μετατραπεί σε αμέτρητους μικρούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες.

Ακριβό το τίμημα της Αγάπης!

Σ’ αυτό το μικρό μαυσωλείο της καρδιάς που νέκρωσε η Αγάπη, η θέα

των πετρωμένων δακρύων έγινε μάρτυράς της και, πως κάποτε ένα σποράκι πέρασε από τη γη, αγάπησε κι αγαπήθηκε από τον Πλάτανό του κι έμεινε άφθαρτη η Αγάπη τους από τα φθαρτά του κόσμου... "

Comments


bottom of page