top of page

Ταξίδι μακρινό


Το κανόνιζαν καιρό αυτό το ταξίδι.

Ο Άγγελος ήξερε την αγάπη που είχε για τα ταξίδια η Ζέτα.

Όταν πρωτογνωρίστηκαν είχαν βάλει στόχους, να ταξιδεύουν όσο πιο συχνά μπορούσαν.

Ακόμη και μετά, όταν θα έκαναν οικογένεια, ήθελαν να ταξιδεύουν με τα παιδιά τους για να δημιουργούν αναμνήσεις.

Το φετινό τους ταξίδι θα ήταν διαφορετικό, σε ένα μέρος που λάτρευε η Ζέτα και μιλούσε για αυτό συχνά, ήθελε να ταξιδέψει εκεί απεγνωσμένα, να γνωρίσει διαφορετική κουλτούρα.

Είχε κανονίσει τα πάντα ο Άγγελος, η Ζέτα δεν ήξερε τον προορισμό, μονάχα ήξερε πως έπρεπε να ετοιμάσει βαλίτσα για δέκα μέρες. Λάτρευε αυτές τις «ταξιδιάρικες» εκπλήξεις.

Αυτή την φορά κιόλας δεν ήξερε τι της επιφύλασσε η μοίρα.

Δεν ήξερε πως το ταξίδι αυτό θα ήταν το ομορφότερο της ζωής της, αφού εκτός από το ταξίδι έκπληξη θα δεχόταν ακόμα μια έκπληξη.

Το πολυπόθητο υπέροχο μονόπετρο που ονειρευόταν μια ζωή.

Με τα πολλά λευκά διαμαντάκια στον γύρο και το μπλε μεγάλο ζαφείρι στην μέση.

Την «ψάρευε» ο Άγγελος καθημερινά τον τελευταίο καιρό, δείχνοντάς της διάφορα δαχτυλίδια στο διαδίκτυο, χαζεύοντας τις βιτρίνες των χρυσοχοείων όποτε τους δινόταν η ευκαιρία.

Μάλιστα, γελούσε μαζί της γιατί του έλεγε πως, όπως η πριγκίπισσα Νταϊάνα πήρε αυτό ως δώρο αρραβώνων, ήθελε κι αυτή το ίδιο αφού ήταν μια πριγκίπισσα.

Η Ζέτα είχε μια υποψία για το που θα ήταν το ταξίδι αλλά δεν ήταν σίγουρη.

Αγωνιούσε και περίμενε τρεις μήνες να φτάσει η μέρα που θα πήγαιναν οι δύο τους.

Το τελευταίο βράδυ πριν την αναχώρησή τους είχε κανονίσει με τις φίλες της να βγουν για ένα ποτό. Ήθελε να τις δει πριν φύγουν μιας και θα έλειπαν σχεδόν δύο βδομάδες.

Όλες θαύμαζαν τον έρωτά τους και χαιρόντουσαν που ήταν τόσο ευτυχισμένοι μεταξύ τους. Τους έβλεπαν να φεύγουν για ταξίδια και ζήλευαν αυτό που δημιούργησαν, χωρίς να το παραδέχονται.

Ο Άγγελος το τελευταίο βράδυ πριν την αναχώρησή τους ετοίμασε τα πράγματά του, έβαλε στην βαλίτσα όλα όσα θα χρειαζόταν για το ταξίδι του και άφησε την βαλίτσα του ανοιχτή, ίσως να χρειαζόταν να προσθέσει κάτι ακόμα. Ανυπομονούσε τόσο πολύ να την κάνει κι επίσημα δική του.

Είχε ήδη βρει και το σπίτι που θα μετακόμιζαν μαζί όταν επέστρεφαν αφού θα της έκανε την πρόταση γάμου. Κοντά στην θάλασσα και το αεροδρόμιο, για να μπορούν οι σκέψεις της να ξεφεύγουν όταν ένιωθε πιεσμένη και για να μπορούν να ταξιδεύουν όποτε το ήθελαν χωρίς να χρειάζεται να διανύουν μεγάλες αποστάσεις.

Ήξερε πως η Ζέτα λάτρευε τα αεροπλάνα και θα τα απολάμβανε από την μεγάλη βεράντα του διαμερίσματός της, σε λίγες μόνο βδομάδες.

Κάλεσε τον φίλο του στο κινητό να του πει ότι θα ξεκινούσε για το μπαράκι που θα συναντιόντουσαν. Αφού έκλεισε το κινητό του ανέβηκε στην μηχανή, φόρεσε το κράνος του και ξεκίνησε. Το μυαλό του δεν μπορούσε να ξεφύγει από την σκέψη της. Ανυπομονούσε να της χαρίσει την καρδιά του παρόλο που ήξερε πως την πήρε πολύ πριν να την γνωρίσει αφού αυτή ήταν η μία, καμιά άλλη τόσο σημαντική δεν είχε γνωρίσει ξανά.

Μπροστά του μια μεγάλη νταλίκα δεν προχωρούσε και τον έβγαλε από τις σκέψεις του.

Έπρεπε να πάει όσο νωρίτερα γινόταν και να επιστρέψει στο σπίτι να τελειώσει με τις βαλίτσες του. Επιχείρησε να προσπεράσει παρόλο που ήταν στροφή κι αυτός προσεκτικός πάντα.

Μόλις βγήκε δεξιά στην απέναντι πλευρά του δρόμου, είδε το μεγάλο φορτηγό που ερχόταν χωρίς να προλάβει να αλλάξει γνώμη, χωρίς να προλάβει να σκεφτεί κάτι άλλο εκτός από την Ζέτα του. Η Ζέτα ήταν στο μυαλό του όταν όλα πάγωσαν, όταν έπεσε νεκρική σιγή και είδε το σώμα του από ψηλά.

Η σύγκρουση τον έσυρε στην άσφαλτο με αποτέλεσμα να σταματήσει περίπου τριάντα μέτρα μακριά από τον χώρο της σύγκρουσης.

Ξαφνικά παγωμάρα, έσβησαν όλα, έβλεπε τους συγγενείς του από μακριά, μην μπορώντας να τους μιλήσει να τους αγκαλιάσει, να ακουμπήσει στον ώμο τους ένα αίσθημα συμπόνιας, να τους παρηγορήσει να μην κλαίνε. Μετά συνειδητοποίησε ότι ο πόνος τους είχε προκληθεί από εκείνον τον ίδιο.

Το ίδιο βράδυ έμαθε η Ζέτα για τον θάνατο του Άγγελου.

Άγγελος ήταν στην γη που την λάτρευε περισσότερο κι από τον εαυτό του.

Νεκρική σιγή απλώθηκε παντού όταν πήγαν στο διαμέρισμά του να βρουν ρούχα για το νεκρικό το τελευταίο του ταξίδι.

Μια γεμάτη βαλίτσα κι ένα μονόπετρο όπως το ήθελε η Ζέτα. Για άλλο ταξίδι ετοιμαζόταν μα αλλού ταξίδεψε.

Η Ζέτα έμεινε εδώ, φορώντας το πανέμορφο της δαχτυλίδι μια ζωή. Το γράμμα που το συνόδευε το κράτησε φυλαχτό κρυμμένο βαθιά για χρόνια.

Όταν γέρασε αποκάλυψε τα λόγια του στον μοναδικό αδερφό που είχε, ζητώντας του να το πάρει μαζί της στον τάφο.

Στον τάφο που αναγράφονταν τα ονόματά τους, ακόμη και τώρα αν πας, θα δεις την μεγάλη πορσελάνινη πλάκα με το Άγγελος – Ζέτα και τα τελευταία λόγια αγάπης του Άγγελου που θα παραμείνουν στην αιωνιότητα.

Όπως το διαμάντι είναι το αγνότερο πετράδι έτσι κι εσύ είσαι για μένα ο πολυτιμότερος άνθρωπος.

Όπως το μπλε ζαφείρι κρύβεται βαθύτερα στην γη έτσι κι εγώ κρατώ βαθιά την αγάπη μας για να μην ξεθωριάσει.



«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».




Comments


bottom of page